HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΆγγελος Σικελιανός – Στον ξενώνα της Βηθλεέμ

Άγγελος Σικελιανός – Στον ξενώνα της Βηθλεέμ

Επιμέλεια -επιλογή: Πηνελόπη Κοψιδά

Στην παραστιά του φτωχικού ξενώνα ακουμπημένη,
σαν η μεγάλη Δήμητρα π΄ ακούμπαε σκεφτική
στην Πέτρα την Αγέλαστη, ασάλευτη απομένει
η Μαριάμ, κι ο Ιωσήφ σκυμμένος, παρακεί,
*
απ΄ του σπιτιού τον άνθρωπο το λόγο περιμένει,
τι ακόμα απλώνει γύρα του γαλήνη μυστική…
Μ΄από τη θύρα στέκοντας, αυτός κρατάει στημένη,
σαν το γεράκι, απάνω τους ματιά προσεχτική,
*
κι όπως, τ΄αχείλι σκώνοντας, μυρίζεται στ΄αγέρι
τη μυρουδιά του θηλυκού το ζώον από μακρά,
λοξά κοιτώντας στου Ιωσήφ τη ζώνη το κεμέρι,
φτενό όπως είναι, μισοκλεί τα μάτια του μικρά.
*
Δισταχτικός, αργοπορεί, να φέρει να μη φέρει
κανένα ξύλο στη φωτιά, τι η νύχτα είναι πολλή,
κι αποβραδίς την πλερωμή τηνε ζητάει στο χέρι.
Μα, παίρνοντάς τη, πρόθυμα και τη μιλιά του λεί:
*
Ποιοι ΄ναι, ρωτάει, πουθ΄ έρχονται; Να του το πουν, να ξέρει…
«Τώρα κρατούν του καθενός τα΄αχνάρι, όπου πατεί.
Τι, λίγο φάνηκε καιρό, στον ουρανό εν΄αστέρι,
π΄ ουδ΄οι προφήτες ξέρουνε, μήδε κανείς, γιατί


»τρόμο σκορπάει στους άρχοντες, κι ως στο φεγγάρι οι σκύλες
οπ΄ αλυχτάνε αφρίζοντας σε αφύσικο σπασμό,
απ΄των Ρωμαίων τα Ιερά κοιτώντας το οι Σιβύλες
σπαράζουνε στον Τρίποδα, να πούνε ένα χρησμό.
*
»΄΄Τ΄ανθρώπου ο Γιος θα γεννηθεί τρανός από τη Μοίρα΄΄
(έτσι το λέω, πως το ΄πανε πολλοί περαστικοί),
τι ο Μέγας Ήλιος έσκυψε και φίλησε την Ήρα΄΄,
απολογιέται ατάραχη μονάχα η Δελφική.
*
»Με τ΄αστρολάβι, τ΄ουρανού τα ξωτικά σημεία
μετράν οι Μάγοι, πάσκοντας να ιδούνε κάποιο φως.
Μα ήρθ΄ο καιρός της κάταρας πικρής του Ιερεμία,
κι ο ποταμός, που απάντεχα ξεσπάει, είναι κρυφός….
*
»Έβλαλε διάτα ο Καίσαρας, που πιάνει σ΄όσους τόπουςΑπλώνετ΄ η κυβέρνια του: να στείλουν, με σπουδή,
όλα γραμμένα, τα χωριά, τα σπίτια, τους ανθρώπους,
να ξεδιαλύνει μόνος του το πράμα και να ιδεί.
*
»Κι αλί σ΄αυτόν που στοχαστεί το σπλάχνο του να κρύψει!
Τι τέτοια πήγε στο στρατόν ολούθε διαταγή:
Κι αν βρει στου κύκνου τη φωλιά το αυγό, να το συντρίψει,
κι όπου δεν φτάν΄ η διάτα του, να προλαβαίν΄η οργή!»

Της παραστιάς τ΄αντίφεγγο στο δώμα ως δυναμώνει,
κι ανάρια ρίχνει αναλαμπές μεγάλες το δαυλί,
σα να σημάδευε το φως σ΄εκείνη απάνω μόνη,
της Μαριάμ ξεχύνεται στην όψη ανατολή.
*
Γοργά στα μάτια το πλατύ μαντίλι χαμηλώνει,
δύναμη τόση μέσα τους αστράφτει σιωπηλή,
που να τα σκώσει δε βολεί και κάτου τα στυλώνει,
και, καθώς είναι ασάλευτη, στον άνθρωπο μιλεί:
*
«Περαστικοί διαβαίνουμε σ΄άλλο χωριό πιο πέρα,
τι ρογιαστήκαμε κ΄οι δυο σε μακρινή δουλειά….»
«Και τι τον έχεις», τη ρωτά, «τον γέροντα;» «Πατέρα….»
κι άλλη απ΄αυτή τα χείλη της δεν βγάνουνε μιλιά.
*
Όλα σιγάνε. Του σπιτιού μανταλωμένη η θύρα.
Άλλο το δώμα γύρω τους δε βγάνει ανασασμό…
Μα αυτή, σα να τη σκέπασε στην κλίνη θεία πορφύρα,
κρατεί τα μάτια ολάνοιχτα σε αιώνιο βυθισμό.
*
Πως μεγαλώνουνε το νουν οι νύχτες του χειμώνα
σα φεύγει ο ύπνος μόνος του σαν κύμα απ΄το κορμί,
κ΄είναι τα μέλη ατάραχα, τα φρένα ανοίγουν μόνα,
κι ωσάν ποτάμι ξέχειλο με νέα κινάν ορμή,

του λογισμού της, π΄αγρυπνά στα σκοτεινά, η σημαία
ανοίγετ΄ όλη διάπλατη στους νύχτιους ουρανούς,
κι αν η Σιβύλλα η Λιβυκή κι αν η τρανή Κουμαία
σπαράζουνε στον Τρίποδα, ο απάρθενός της νους
*
φτερώνεται στο απέραντο, με το φτερό που απλώνει
σαν το κουπί στα κύματα, κ΄η αστέρευτη πηγή
που σιγανάβραε μέσα της, θεϊκά τηνε κυκλώνει
και ξεχειλάει με κύματα τεράστια τη σιγή.
*
Θαρρεί το σκότος τρίσβαθο που ολόγυρα τη ζώνει,
σαν τα ποτάμια π΄άμετρα τραβά ο ωκεανός,
στα στήθη της ατάραχη το πάει και το μαζώνει
όλο αστραπές και σύννεφα, σα να ΄ταν ο ουρανός.
*
Τι, πια, σκιρτά στα βάθη της και της ανάβει το αίμα
το Βρέφος που μεσάνυχτα σηκώθει και πατεί
το Δαχτυλίδι, το Σπαθί, το Σκήπτρο και το Στέμμα,
και μες τη φούχτα Του τη γη, χρυσόμηλο, κρατεί!

Μα έστειλε διάτα ο Καίσαρας, που πιάνει σ΄όσους τόπους
Απλώνετ΄ η κυβέρνια του: να στείλουν, με σπουδή,
όλα γραμμένα, τα χωριά, τα σπίτια, τους ανθρώπους,
να ξεδιαλύνει μόνος του το πράμα και να ιδεί.
*
Κι αλί σ΄αυτόν που στοχαστεί το σπλάχνο του να κρύψει!
Τι τέτοια σκόρπισε παντού στο πλήθος διαταγή:
Κι αν βρει στου κύκνου τη φωλιά το αυγό, να το συντρίψει!….
Μα ω να!… λογιάζει εμύρισε στον άνεμο η αυγή!
*
Λογιάζει μύρισεν η αυγή… Κι από βαθιά της, πάλι,
το σκίρτημα σφοδρότερο τη σπρώχνει να σκωθεί,
μ΄ένα παλμό να μετρηθεί για την τεράστια πάλη,
ν΄αναζωστεί στη μέση της τον πόνο σαν σπαθί!

Τον ώμο σπρώχνει του Ιωσήφ αγάλι, να ξυπνήσει:
«Λύχνος σαλεύει στου σπιτιού τα βάθη, κ΄είν΄αργά,
τι ακούω τον άνθρωπο τα ζα που πάει για να παχνίσει…»
Κι αυτός τον ίσιο λόγο της αμίλητος νογά.
*
Σε μυστικό ζυγιάζοντας το πνέμα τους στατέρι,
μιαν ίδια γνώμη σκώνουνε στον όρθρο σιωπηλοί,
απ΄την ψυχή κι απ΄το κορμί, σαν της αυγής το αστέρι
οπού κυλάει τις φλόγες του πριν έβγει ανατολή.
*
Σα να τους σπρώχνει ρυθμικά από Θεού ένα κύμα,
δεν περπατούνε, λάμνουνε στην άσπρη ανηφοριά,
αναμετράει την άβυσσο το αγγελικό τους βήμα,
κι όλο χτυπάει το χάραμα στην άγια τους θωριά,
*
στων θαμπογάλανων βουνών τον αυγινό νιφτήρα
απ΄την κορφή ως να λούζονται στα πόδια, προβοδούν,
κάθε κλεισούρα, από μακρά, φαντάζει ουράνια θύρα,
κι όλα σιγά αρματώνονται, και φέγγουν, κ΄ευωδούν…


Θα βρούνε τάχα ακούμπημα ποτέ και κατατόπι;
Στα βλογημένα φρένα τους δε βάνουν συλλογή.
Μα ως το τσαμπί του Χαναάν, που το ΄σκωναν δυο ανθρώποι,
ίδια σηκώνουν βάρητα κ΄ ίδια κρατάν σιγή.

Πινάκες Alessandro Botticelli. Πινακοθήκη Uffici. Φλωρεντία.

Προηγουμενο αρθρο
Όχι στη γαλοπούλα!
Επομενο αρθρο
Λευκάδα Santa Run: Γέμισε η κεντρική πλατεία Aγιοβασίληδες

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.