HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ Κακιά Μητριά – Λαϊκό παραμύθι της Λευκάδας

Η Κακιά Μητριά – Λαϊκό παραμύθι της Λευκάδας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα αντρόγυνο με τα δυο τους παιδιά, το Μήτσο και τη Θυμαρούλα. Η μάνα τους είχε πεθάνει κι είχανε μητριά.

Μια νύχτα, που η μητριά νόμιζε πως τα παιδιά είχανε πλαγιάσει και δεν ακούγανε, λέει στον άντρα της:

«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο. Ένα καρβέλι ψωμί έχουμε όλο κι όλο. Άμα σωθεί κι αυτό, τι θα φάμε; Καλύτερα είναι να πάρουμε τα παιδιά να τα πάμε στο δάσος, βαθιά πολύ, να τα φάνε τ’ άγρια θηρία να ησυχάσουμε κι εμείς απ’ αυτά».

Ο άντρας της όμως αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τ’ ακούσει. Στο τέλος όμως τον έκαμε η γυναίκα του και τ’ αποφάσισε. Και είπανε να φύγουνε την άλλη μέρα, χαράματα, για το δάσος.

Τα δυο παιδιά όμως ήτανε ξύπνια κι ακούσανε. Η Θυμαρούλα άρχισε να κλαίει και να σκούζει – δέκα χρονών κοπέλα, μαθές, ήτανε-. Αλλά ο Μήτσος, σα μεγαλύτερος, δώδεκα χρονών, την ησύχασε και της λέει:

«Μην απελπίζεσαι, αδερφούλα, και θα δεις τι θα κάνουμε εμείς. Αμέσως ντύθηκε σιγά σιγά, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Τα πετραδάκια γυαλίζανε απ’ το φεγγάρι κι αστράφτανε σα διαμάντια πραγματικά. Γέμισε ο Μήτσος τις τσέπες του από δαύτα και μπήκε πάλι μέσα.

Την άλλη μέρα, τους έδωσε η μητριά τους λίγο ψωμί και ξεκινάνε όλοι αντάμα για το δάσος. Πήγανε, πήγανε μέσα μέσα, και τους λέει η μητριά: «Εδώ να κάτσετε εσείς, παιδιά μου, κι εγώ με τον πατέρα σας θα πάμε, που έχουμε μια δουλειά παραπέρα, και το βράδυ θα περάσουμε να σας πάρουμε».

Όταν πηγαίνανε ο Μήτσος έριχνε στο δρόμο πετραδάκια. Φύγανε οι γονείς τους, πήγανε τάχα πως είχανε δουλειά, μα πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το βράδυ κι ακόμα να φανούνε. Η Θυμαρούλα άρχισε τα κλάματα αλλά ο Μήτσος της έδινε θάρρος και της έλεγε: «Περίμενε ώσπου να βγει το φεγγάρι».

Όταν πρόβαλε το φεγγάρι ξεκινήσανε να γυρίσουνε πίσω. Τα πετραδάκια λάμπανε και τους δείχνανε το δρόμο. Φτάσανε λοιπόν στο σπίτι. Μόλις τα είδε η μητριά, ξινίσανε τα μούτρα της. Ο πατέρας τους όμως τ’ αγκάλιασε και τα φίλησε.

Περάσανε πολλές μέρες και μια βραδιά τα παιδιά ακούνε πάλι την ξενομάνα τους να λέει τα ίδια στον άντρα της. Ο Μήτσος δεν απελπίστηκε. Ντύθηκε και πήγε να βγει έξω. Αλλά βρήκε την πόρτα κλειστή. «Χμ», έκανε από μέσα του, «άσε και θα δούμε».

Την άλλη μέρα η μητριά τα ξύπνησε πολύ πρωί και τους λέει:

«Σηκωθείτε, μωρέ τεμπέληδες, να πάμε να κόψουμε ξύλα».

Πραγματικά ξεκινήσανε και στο δρόμο ο Μήτσος, αφού δεν είχε πετραδάκια, έριχνε τριμόψυχα*. Φτάσανε στο δάσος, πολύ βαθιά. Οι γονείς τους πάλι το ίδιο, φύγανε τάχα πως θα πάνε να μαζέψουνε ξύλα σ’ άλλη μεριά. Τα παιδιά κρυώνανε τα κακόμοιρα κι ανάψανε φωτιά. Έφαγαν και το ψωμί της Θυμαρούλας,-ο Μήτσος το δικό του είπαμε πως το έριχνε στο δρόμο-, και περιμένανε να νυχτώσει.

Όταν βγήκε το φεγγάρι ξεκινήσανε πάλι. Μα, για κακή τους τύχη, τα τριμόψυχα τα είχανε μαζέψει τα μερμήγκια και τα πουλιά. Κι έτσι, αντί να βρούνε το δρόμο, χωθήκανε πιο βαθιά στο δάσος. Και καθώς προχωρούσανε καταλυπημένα, είδανε ένα άσπρο πουλί να κελαηδάει. Μόλις είδε τα παιδιά σταμάτησε το κελάηδισμα του και φρουστ, πέταξε και πήγε κι έκατσε σ’ ένα άσπρο σπιτάκι. Τα παιδιά το είδανε και πάνε, πάνε, και φτάνουνε στο σπιτάκι. Αυτό το σπιτάκι ήτανε φτιαγμένο από ζαχαρωτά. Τα παιδιά αρχίσανε να το τρώνε. Καθώς ροκανίζανε τα ζαχαρωτά, ακούστηκε μια φωνή από μέσα:
«Ροκάνιζε, ροκάνιζε, ποιός ροκανίζει το σπιτάκι μου;»
Τα παιδιά απάντησαν:
«Ο αγέρας, ο αγέρας που φυσάει».
Σε λίγο βγαίνει μια γριά μάγισσα που, περπάταγε με δεκανίκια, και σιμώνει τα παιδιά. Μόλις την είδανε αυτά σκιαχτήκανε και χυθήκανε να φύγουν. Η γριά όμως τα έπιασε απ’ το χέρι και τους είπε:
«Ελάτε, παιδάκια μου, μέσα να σας δώσω να φάτε και να σας στρώσω να κοιμηθείτε, κι αύριο φεύγετε».
Τι να κάμουν τα παιδιά; μπαίνουνε μέσα και κάθονται. Η μάγισσα τους έβαλε και φάγανε και κοιμηθήκανε.
Την άλλη μέρας πρωί πρωί μπαίνει η γριά, πριν ξυπνήσουνε, και παίρνει το Μήτσο και τον κλείνει στο υπόγειο. Ξυπνάει και τη Θυμαρούλα και της λέει:
«Ξύπνα, τεμπέλα, να πας να μου φέρεις νερό. Τον αδερφό σου τον έκλεισα και θα του δίνω να τρώει, για να παχύνει, να τονε σφάξω και να τονε φάω».

Η Θυμαρούλα τότε άρχισε να κλαίει, να κλαίει και να σκροβοντιέται** καταγής. Τέλος, πάει στη βρύση και, καθώς γύριζε, έλεγε από μέσα της:

«Θεέ μου, αφού δε μας έφαγαν τ’ αγρίμια δεν είναι κρίμα να μας φάει η γριά;»
Περνούσαν οι μέρες. Κάθε πρωί η μάγισσα πήγαινε στην πόρτα, την άνοιγε κι έλεγε στο Μήτσο να βγάλει το δάχτυλό του έξω, για να δει αν πάχυνε.

Ο Μήτσος, που ήτανε πανέξυπνος, της έδειχνε ένα λιανό κόκαλο. Κι η γριά σάστιζε και χάλαγε το μυαλό της, πώς δεν παχαίνει ο Μήτσος. Και μια μέρα, αφού είδε ότι δεν έκανε τίποτα, αποφάσισε να τονε σφάξει. Σήκωσε από τα χαράματα τη Θυμαρούλα και της είπε:

«Σήκω, τεμπέλα, να ζυμώσεις και θα ψήσουμε. Σήμερα θα σφάξω το Μήτσο, γιατί δε βλέπω να παχαίνει».

Η Θυμαρούλα σηκώθηκε, έκανε της δουλειές κι όλο έκλαιγε. Όταν η μάγισσα άναψε το φούρνο, λέει στη Θυμαρούλα:
«Για βάλε, παιδάκι μου, το κεφάλι σου να δεις αν είναι καλός ο φούρνος…»
«Α, εγώ δεν ξέρω από τέτοια….».
Θα σου δείξω εγώ», λέει η γριά, και βάζει το δικό της το κεφάλι, μες στο φούρνο, για να δείξει στη Θυμαρούλα. Της δίνει τότε μία σπρωξιά η Θυμαρούλα, τη βάζει όλη μες στο φούρνο, τον κλειδώνει, και την αφήνει να καεί. Πήγε μετά, έβγαλε το Μήτσο απ’ το υπόγειο και του είπε όλ’ αυτά που είχανε γίνει. Τα δυο παιδιά ανέβηκαν τότε στο σπίτι της μάγισσας και πήρανε όλα της τα φλουριά. Κι ύστερα ξεκινήσανε να βρούνε το σπιτικό τους. Περπατούσανε όλη την ημέρα, ώσπου από μακριά φάνηκε το σπίτι τους. Ο πατέρας τους στεκότανε στην πόρτα. Τα παιδιά τρέξανε στην αγκαλιά του. Η μητριά τους είχε πεθάνει κι έζησαν κι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Πανταζής Κοντομίχης: «Λαϊκά σύμμεικτα της Λευκάδας», εκδόσεις Γρηγόρη.
Από το βιβλίο Λαϊκά Παραμύθια των Επτανήσων, Γιάννα Σέργη

* Τρίμματα από ψωμί
** χτυπιέται κάτω

Προηγουμενο αρθρο
Πρόγραμμα κατάρτισης για ανέργους στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Σύλληψη καθηγητή στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων για «φακελάκι»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.