Λευκαδίτικο γέλιο – Χρήστος Μένιος
Εγραφόταν Χρήστος Χριστοδουλόπουλος, μα δε λεγόταν έτσι παρά μόνο στο στρατό. Εδώ τον ήξεραν όλοι για Χρήστο Μένιο. Το επάγγελμά του ήταν χασάπης και που και που έκανε και τον αγροφύλακα ή, καλύτερα, έκανε πως τον κάνει. Ήταν ψηλός, χοντρός και πάντα ρυπαρός. Άφησε όμως εποχή, γιατί, αν και αγράμματος, ήταν ένας τετραπέρατος χαριτολόγος.
Κάποτε βγήκε και κοινοτικός σύμβουλος. Από τη μειοψηφία βέβαια, μα βγήκε. Χρειαζόνταν και για τη μειοψηφία αρκετοί ψήφοι. Κι’ οι Αγιομαυρίτες, για να γελάσουν, δεν τους αρνήθηκαν στο Μένιο, πού έλεγε ότι θα πεθάνει στά… πολιτικά — πολιτοχρεώστης.
Μα υποσχέθηκε τότες πώς θα μας επισκευάσει το κτίριο των Δικαστηρίων, που και ισόβια να δικαστούμε θα μείνωμε ευχαριστημένοι, και θα μας φκιάξει και τη νεκροφόρα έτσι, που να ντρεπώμαστε να μπούμε μέσα.
Μόνο που οι ενθουσιασμένοι οπαδοί του, που σ’ απαγορευμένη διαδήλωση τον είχαν στους ώμους, δεν εδίστασαν, στην εμφάνιση χωροφύλακα, να τον ξεροσκάσουν κάτω σαν καρπούζι και να εξαφανισθούν. Κι’ ο Μένιος είπε στο χωροφύλακα που ήθελε να τον συλλάβει:
— Αντίς να πιάσεις αυτουνούς που με σκοτώσανε, πιάνεις εμένα;
Ήταν το χασάπικο
Ο Μένιος κι’ ο Γαρουφαλής ήταν φτωχο – χασάπηδες και κάποια περίοδο που δούλευαν μαζί, για να τα οικονομάνε, βγαίναν τις Κυριακές, που ήταν κλεισμένα τα χασάπικα, στις γειτονιές και επουλούσαν κρέας. Φορτωνόταν ο Μένιος στους ώμους του ένα σφαχτό και τον ακολουθούσε ο Γαρουφαλής με τα πέζα. Αυτό απαγορεύονταν και όταν κάποια Κυριακή τους έπιασε ένας ‘νωματάρχης και θέλησε να τους γράψει, αρχίζοντας από το Μένιο, αυτός τούπε:
— Εμένα γράφεις. Εγώ είμαι το χασάπικο. ‘Ο άλλος είναι ο χασάπης.
Ήταν αίξ
Κάποτε ο Μένιος είχε εφτά σφαχτά κρεμασμένα. Εφτά γίδες. Και κάποια στιγμή πλησιάζει ένας καθαρευουσιάνος καθηγητής και παρατηρώντας τα σφαχτά, λέει:
— Είναι αίξ.
— Είναι εφτά, δάσκαλε, του λέει ο Μένιος.
Μα αυτός επιμένει:
— Είναι αίξ.
Ο Μένιος ανησύχησε μήπως του κλέψαν κανένα σφαχτό και τα μετράει με προσοχή:
— Είναι εφτά, σου λέω δάσκαλε. Λάθος κάνεις.
— Βρε είναι γίδα, τού εξηγεί ο καθηγητής.
— Έτσι, πες μου Χριστιανέ μου, πού μου έκοψες το αίμα. Το ξέρω πως είναι γίδες. Καλύτερα το ξέρεις εσύ από μένα πού τς’ έσφαξα;
Και…νομικός
Ήταν γενική επιστράτευση. Ο Μένιος παρουσιάστηκε στρατιώτης.
Μαζί του κι’ η παληοπαρέα: Καρεκλάς, Γάϊδαρος, Στραβογιώργος και λοιποί. Στο Στρατολογικό Γραφείο, ένας λοχίας έπαιρνε τα στοιχεία αυτών πού προσέρχονταν και τους έγραφε. Μπροστά από την παρέα του Μένιου, έδιναν τα στοιχεία τους πέντε Λευκαδίτες δικηγόροι, που πήγαν συντροφιά να παρουσιασθούν. Καταγράφοντας τα στοιχεία ο λοχίας, έφθανε και στο επάγγελμα:
— Επάγγελμα;
— Νομικός.
Παρουσιάζεται ο δεύτερος δικηγόρος.
— Επάγγελμα; Νομικός.
Ο τρίτος, νομικός. Το ίδιο κι’ οι άλλοι δυο. Κι έρχεται η σειρά του Μένιου:
Επάγγελμα;
— Νομικός.
Οι νομικοί απόρησαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Ακολουθεί ο Καρεκλάς.
— Επάγγελμα;
— Νομικός.
Νομικός κι’ ο Στραβογιώργος, νομικός κι’ ο Γάιδαρος. Και ποιός ξέρει πόσους άλλους νομικούς θάβγαζε το Πανεπιστήμιο του Μένιου, αν, ένας από τους δικηγόρους δεν εφώναζε στο λοχία:
— Κύριε λοχία, δεν είναι νομικοί αυτοί.
Κι’ ο Μένιος, γυρίζει στην παρέα του και δείχνοντας το δικηγόρο που διαμαρτυρήθηκε, λέει:
— Ε, μωρέ, εσκιάχτηκε μην του πάρουμε την πελατεία.
«Λευκαδίτικο γέλιο», Σπύρου Φίλιππα – Πανάγου, εκδόσεις Λογοθέτης, Αθήνα 1990.
1 Σχόλιο
Άλλο ένα χαριτωμένο απ’ αυτούς τους αμίμητους χασάπηδες της Χώρας.
Στον πότζο τους κρατούσαν ζευγάρια κέρατα από σφαγμένα τραγιά!
Κάποια στιγμή όταν περνούσε κάτω απ’ τον πότζο τους στο παζάρι ένας άλλος μπρανέλος, προκειμένου να τον πειράξουν και να υπονοήσουν πως έναι … κερατάς, του πέταξαν στα πόδια ένα ζευγάρι κέρατα!
Ετοιμόλογος ο μπρανέλος και τετραπέρατος σηκώνει το κεφάλι του πάνω στον πότζο και του λέει:
…Xτενίζεσαι…μωρέ?