HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤα Θερινά Σινεμά

Τα Θερινά Σινεμά

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Τα καλοκαιρινά σινεμά ήταν η χαρά όλων των παιδιών για δυο λόγους.

Πρώτον γιατί τα περισσότερα από αυτά είχαν ξεσκολίσει και έτσι μπορούσαν να πηγαίνουν ελεύθερα σινεμά, χωρίς οι καθηγητές τους να τους δώσουν καμία πενθήμερη αποβολή. Τότε οι καθηγητές συνήθιζαν να κάνουν εφόδους στα σινεμά, επειδή το σχολείο απαγόρευε στους μαθητές να πηγαίνουν στο κινηματογράφο, Παρά μόνο στις μαθητικές παραστάσεις, που ενέκρινε το συμβούλιο των καθηγητών.

Και δεύτερον επειδή ήταν μεγάλη η χαρά της «μουλαρίας» των φτωχών παιδιών δηλαδή, που δεν είχαν χρήματα για να βγάλουν εισιτήριο. Κι έτσι ολόκληρο το καλοκαίρι έβλεπαν ταινίες τσάμπα, είτε σκαρφαλωμένοι πάνω στους τοίχους, στις μάντρες, είτε πάνω σε κανένα δένδρο ή σε καμία ταράτσα, είτε παίρνοντας μάτι από καμία τρύπα.

Όταν λοιπόν έπιαναν οι πρώτες ζέστες, μετά της Φανερωμένης, ο Γιώργος και ο Σπύρος ο Σκληρός, τα δυο αδέρφια που ήταν ιδιοκτήτες του Κινηματογράφου Απόλλωνα αλλά και ο Χάρης ο Γιαννουλάτος μαζί με τον πατέρα του, τον μπάρμπα Βαγγέλη, που ήταν κι αυτοί ιδιοκτήτες του άλλου κινηματογράφου του Πάνθεον, άρχιζαν τις ετοιμασίες για την καλοκαιρινή περίοδο. Το Πάνθεον ετοίμαζε τον καλοκαιρινό του χώρο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Λευκάς και ο Κινηματογράφος Απόλλωνας, εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο Πυροφάνι στην κεντρική αγορά. Ο Απόλλωνας ήταν πιο μικρός σε χωρητικότητα και το Πάνθεον πιο μεγάλο αλλά η διαφορά τους δεν ήταν μόνο εκεί.

Τα δυο θερινά σινεμά είχαν και διαφορετική φιλοσοφία. Κατρίν Ντενέβ έπαιζε ο Απόλλωνας ενώ Λουί ντε Φινές το Πάνθεον, «το τραίνο του μεσονυκτίου» ο Απόλλωνας «τον φαντομά» το Πάνθεον. Ήταν κάτι σαν διαφορετικές σχολές κινηματογράφου που ακόμα και στα διαλλείματα η μουσική τους ήταν διαφορετική. Ζαμπέτας στο Πάνθεον μαζί με Μοσχολιού ενώ ρομαντική γαλλική στον Απόλλωνα.

Θυμάμαι στην είσοδο του Απόλλωνα, τον κυρ Σπύρο, που έκοβε τα αποκόμματα από τα εισιτήρια και οι άλλοι τον ρωτούσαν αν είναι καλό το έργο. Αυτός πάντα απαντούσε «εξαιρετικό», κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση ευγενίας.

Τότε ακόμα δεν υπήρχε η τηλεόραση και πολλές φορές ο κόσμος μαζευόταν σε ουρά προκειμένου να βρει μια θέση σε μια από τις δυο παραστάσεις. Τα σινεμά είχαν πρεμιέρες κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Ενώ την Κυριακή με ένα εισιτήριο έβλεπες δύο ταινίες.

Στην αγορά υπήρχαν μεγαλοπρεπή ταμπλό και των δύο κινηματογράφων, το ένα δίπλα στο άλλο γεμάτα φωτογραφίες που ταξίδευαν την φαντασία. Το ένα ταμπλό ήταν στον Άγιο Μηνά στη μέση περίπου της αγοράς, απέναντι από τον Παντοκράτορα και το άλλο στην πλατεία, στον τοίχο του Άγιου Σπυρίδωνα. Φυσικά στα ταμπλό δεν ήταν μόνο το πρόγραμμα της ημέρας αλλά και οι προσεχείς παραστάσεις.

Σκίτσο Νίκου Βαγενά

Μια τρίτη σχολή όμως τάραξε τα νερά της Λευκάδας «τα μάθατε;» ρωτούσαν όλοι στις συζητήσεις τους, «Θα ανοίξει νέος κινηματογράφος» «τον ανοίγει ο Θανάσης και ο Παναγιώτης Τσιρίμπασης». Το νέο από στόμα σε στόμα έφτασε σε όλο το νησί και όλοι περίμεναν τα εγκαίνια.

Τα δύο αυτά άτομα ήταν πολύ αγαπητά στην πόλη τότε κι είχαν το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της εποχής αλλά και τυπογραφείο. Άνθρωπος της τέχνης ο κύριος Θανάσης με ένα μυαλό ανήσυχο αλλά και καλλιτεχνικό, έχοντας τις μεγαλύτερες γνώσεις για εκείνη την εποχή τουλάχιστον στην τέχνη της φωτογραφίας αλλά και ο αδελφός του, ο κύριος Παναγιώτης άνθρωπος των γραμμάτων και του λόγου. Ήταν μια νέα σχολή που έμελε να αλλάξει την Κινηματογραφική παιδεία στην Λευκάδα.

Ο νέος αυτός κινηματόγραφος κτίστηκε σε οικόπεδο του δημοσίου, στην ανατολική παραλία και συγκεκριμένα σε οικόπεδο του λιμενικού ταμείου έχοντας συμβόλαιο για κάποια χρόνια και γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Ήταν το μεγαλύτερο γεγονός για εκείνη την εποχή, και το όνομά του «Φοίνικας». Ήταν παράξενο το όνομα και πολλοί είχαν πει ότι το όνομα αυτό το όφειλαν στην αναγέννηση του σινεμά στην Λευκάδα αλλά μπορεί ίσως να ήταν και πονηριά του κοφτερού μυαλού του κυρίου Θανάση, προκειμένου να του δοθεί ο χώρος και η άδεια μιας και η χούντα ήταν στον κολοφώνια της και ο χώρος του δημοσίου.

Το λέω αυτό γιατί μετά από χρόνια, σε αυτό το σινεμά έγινε και η πρώτη μεταπολιτευτική συναυλία του Αντώνη Καλογιάννη και αν θυμάμαι καλά ήταν μαζί του και η Μαρία Φαραντούρη αμέσως μετά την πτώση της χούντας όπου είχε κατακλεισθεί ο χώρος και δεν χωρούσε να ρίξεις ούτε βελόνι. Θυμάμαι τα χαρούμενα πρόσωπα των ιδιοκτητών πόσο έλαμπαν εκείνη την βραδιά γιατί τότε δούλευα τα καλοκαίρια, αν και πιτσιρικάς, σαν μηχανικός προβολής εκεί για κανά δυο χρόνια.

Και ήρθε η ημέρα των εγκαινίων όπου ποτάμι ο κόσμος από την πόλη και από τα χωριά, προσπαθούσαν να βρουν ένα εισιτήριο για να δουν την πρώτη ταινία με την Σαρίτα Μοντιέλ το οποίο ήταν κάτι καινούργιο για την Λευκάδα αλλά και με ένα σινεμά μοντέρνο που είχε περισσότερες τουαλέτες, είχε φουαγιέ, παγωτά, πατατάκια και παγωμένα αναψυκτικά και στα διαλείμματα φυσικά γίνονταν σκοτωμός για το ποιος θα έπαιρνε μια παγωμένη λεμονοπορτοκαλάδα μιας και ήταν η μόδα της εποχής.

Ο κόσμος σε κάθε πρεμιέρα γέμιζε όλους τους δρόμος της πόλης που οδηγούσαν προς το νέο καλοκαιρινό σινεμά και ήταν λες και πήγαιναν σε συλλαλητήριο. Όλοι ήταν ντυμένοι επίσημα και με τα πιτσιρίκια μπροστά να κρατούν μια μπλούζα στο χέρι για την ψύχρα της βραδιάς και πίσω τους ακολουθούσαν ο μπαμπάς και η μαμά αγκαζέ.

Συγκεκριμένα, θυμάμαι την γυναίκα του κυρίου Παναγιώτη, τη κυρία Σοφία όταν έκοβε τα εισιτήρια με το ευγενικά χαμόγελο που είχε και όταν έδινε τα ρέστα μαζί με τα εισιτήρια, λέγοντας ευχαριστώ πολύ στον κόσμο, αλλά και την ευγένεια του κύριου Παναγιώτη, όταν έκοβε τα αποκόμματα και άνοιγε την κόκκινη κουρτίνα για να περάσουν οι θεατές. Ήταν το μεγαλύτερο σινεμά της πόλης σε καθίσματα. Είχε και μια τεράστια οθόνη και σκηνή που ήταν φτιαγμένη από μπετόν και που την στόλιζαν δυο τεράστιες πικροδάφνες, από τη μία πλευρά του σινεμά την έκλεινε ένας μακρύς και ψηλός τσιμεντένιος τοίχος και από την άλλη πλευρά ένας ξύλινος τοίχος.

Ένα καλοκαίρι μάλιστα είχε γίνει εκεί και το διεθνές φεστιβάλ φολκλόρ και για αυτό τον λόγο είχαν βγάλει τον ξύλινο αυτόν τοίχο φτάνοντας τα καθίσματα μέχρι την θάλασσα. Οι πιτσιρικάδες όμως είχαν ανοίξει τρύπες στον ξύλινο αυτό τοίχο βγάζοντας τους ρόζους από τις τάβλες ή ξεχειλώνοντας με μαχαίρι τις σχισμές. Αυτός ήταν και ο πονοκέφαλος του κυρ Θανάση, γιατί κάθε βράδυ έπρεπε να κάνει περιπολίες και εφόδους για να διώχνει τους τζαμπατζήδες πιτσιρικάδες που από νωρίς έπιαναν στασίδι όχι μόνο στον ξύλινο τοίχο αλλά και στις γύρω σκεπές και μάντρες που περίμεναν πότε θα έσβηναν τα φώτα για να παρακολουθήσουν την ταινία της βραδιάς τσάμπα αλλά και ιδιαίτερα τα ακατάλληλα έργα.

Το πρόβλημα των τζαμπατζήδων ήταν τόσο μεγάλο στην αρχή, που το λιμεναρχείο είχε αναλάβει την περιπολία του σινεμά κάθε βράδυ και μάλιστα δεν ήταν λίγοι οι πιτσιρικάδες που είχαν περάσει αρκετές ώρες στο μπαλαούρο του λιμεναρχείου σαν τιμωρία, καθαρίζοντας πολλές φορές πατάτες, παρόλα αυτά όμως το ποδοβολητό και το σπρώξιμο πήγαινε σύννεφο κάθε βράδυ πάνω στους τσίγκους και γύρω από τον ξύλινο τοίχο του Φοίνικα.

Θυμάμαι μια βραδιά, όταν δούλευα μηχανικός στην καμπίνα του «Φοίνικα» και έπαιζα μια ταινία με την Ρένα Βλαχοπούλου όπου το σινεμά ήταν κατάμεστο και στο διάλλειμα είχε έρθει στην καμπίνα για επίσκεψη ο Γιώργος ο Βεργίνης «Ράδιο Βεργίνη», ο οποίος ήταν καλός φίλος του κυρίου Θανάση του Τσιρίμπαση. Εγώ εκείνη την εποχή δούλευα τα πρωινά στο μαγαζί του Γιώργου του Βεργίνη και ο κυρ Θανάσης έχει παραγγείλει στον Κυρ Θανάση τον Μήτα μεζεδάκια και μπύρες για να φιλέψει τον φίλο του.

Εγώ αλλάζω την μπομπίνα με την δεύτερη πράξη της ταινίας κι αυτοί οι δυο μιλάνε και καλαμπουρίζουν. Ενώ λοιπόν έχω βάλει την μπομπίνα στην κινηματογραφική μηχανή στην επάνω θέση και περνώ το φιλμ μέσα από τα γρανάζια πίσω από τον φακό, φτάνω στην κάτω μπομπίνα που μάζευε το φιλμ. Ανοίγω λοιπόν την μηχανή και αλλάζω τα κάρβουνα αλλά ταυτόχρονα μιλάω και εγώ μαζί τους και γελάμε με τα αστεία το Θανάση, όπου σε κάποια στιγμή ο μπάρμπα Θανάσης με ρωτάει αν τέλειωσα και του απαντώ «ναι» και αυτός μου λέει «εντάξει ξεκίνα την προβολή». Ανάβω τα κάρβουνα και γεμίζει η μηχανή με φως, γυρνά τον διακόπτη και παίρνει μπροστά το μοτέρ, τότε σβήνω τα φώτα και αρχίζει η προβολή κρρρρρρρρρρ, άρχισε να δουλεύει η μηχανή. Κοιτάζω από το παραθυράκι της καμπίνας και βεβαιώνομαι ότι όλα είναι εντάξει και ότι στην σκηνή παίζει η συνέχεια της ταινίας και παίρνω μέρος στην συζήτηση.

Πίνουμε μπύρες, τρώμε μεζεδάκια και γελάμε με τα αστεία που λέει ο Θανάσης όταν ξαφνικά ενώ όλα πήγαιναν καλά και έχουν περάσει καμιά δεκαριά λεπτά φεύγει η πάνω μπομπίνα με το φιλμ από την μηχανή και σκάει κάτω στο πάτωμα. Ο θόρυβος ακούστηκε σε όλο το σινεμά, η οθόνη έγινε λευκή κι η ταινία είχε σταματήσει να παίζει. Ο Θανάσης νευριασμένος γυρνούσε γύρω-γύρω έξω από την καμπίνα με τεντωμένα τα χέρια και έκανε ευχέλαιο στους άγιους κοιτώντας τον κόσμο που είχε γυρίσει και κοιτούσε με απορία προς την καμπίνα. Εγώ είχα παγώσει, ο Γιώργος ο Βεργίνης κοίταζε το φιλμ κάτω στο πάτωμα που είχε ξεχυθεί κι ο κόσμος σφύριζε και γιουχάριζε ενώ η μηχανή απτόητη δούλευε στον ρυθμό της κρρρρρρρρρρρρρρρ και τότε ακούστηκε μια δυνατή φωνή ΧΑ ΣΑ ΠΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ. Είχα ξεχάσει να βάλω την ασφάλεια στην πάνω μπομπίνα της μηχανής!

Προηγουμενο αρθρο
Μάνος Χατζιδάκις: Η λιποθυμία των λέξεων πάνω σε πέντε γραμμές
Επομενο αρθρο
Η γέφυρα-θαύμα της μηχανικής στην Κεφαλονιά -Πάνω στο ενεργό σεισμικό ρήγμα