HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤου Άη Γιαννιού του Αντζούση- Γράφει ο Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Του Άη Γιαννιού του Αντζούση- Γράφει ο Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Σήμερα, 29 Αυγούστου, εορτάζεται η μνήμη του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Βαπτιστή, ίσως του μόνου που ανταγωνίζεται στο χριστιανικό εορτολόγιο με την Υπεραγία Θεοτόκο Μαρία σε συχνότητα εορτασμού φάσεων της ζωής τους. Για μας τους Λευκαδίτες της Πόλης είναι η μέρα που γιορτάζει ο Άη Γιάννης ο Αντζούσης, το μικρό εκκλησάκι που χτίσθηκε στο βράχο του Άη Γιαννιού εκεί που δίδαξε το χριστιανισμό στους Λευκαδίτες ο Απόστολος Παύλος και που φέρει το όνομα της οικογένειας των Ανδεγαυών (Anjou, Αντζούσης).

Τα χρόνια της νιότης μου, οι Λευκαδίτες αγαπούσαν πολύ αυτό το εκκλησάκι και ο ζεστός αλλά και συγχρόνως πρώιμος φθινοπωρινός καιρός που εκείνα τα χρόνια χαρακτήριζε τα τέλη του Αυγούστου στη Λευκάδα αποτελούσαν ιδανικές συνθήκες για το γιορτασμό με προσέλευση μεγάλου αριθμού πιστών ιδίως το σούρουπο που είναι μαγευτικό στην παραλία του Άη Γιαννιού.

Η παραλία ήταν διαφορετική από τη σημερινή της διάπλαση. Δέσποζε βέβαια πάντοτε ο πανέμορφος βράχος, απόληξη του δασωμένου λόφου που κατεβαίνει από τη Φανερωμένη, με το σπίτι της οικογένειας Σταύρου, που ο μπάρμπ’ Αντρέας έλεγε πως ήταν καράβι και σου έδινε πράγματι την αίσθηση ότι βρισκόσουν σε καράβι που διέσχιζε ήρεμα το πέλαγο. Όμως, κατά μήκος της παραλίας ήταν μια μεγάλη σειρά από ιδιόκτιστα σπιτάκια που εξέπεμπαν γραφικότητα μέσα από την πραγματικότητα της κοινωνίας της παλιάς Λευκάδας.

Του Άη Γιαννιού του Αντζούση ήταν πανηγύρι για τις παράγκες, πανηγύρι απλό, αλλά εύθυμο και λαϊκό όπως μόνο στη Λευκάδα ξέρανε να γλεντούν, και όπως έπεφτε η βραδιά ακολουθώντας το μοναδικό, το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, οι γκαζιέρες και η ασετιλίνη δημιουργούσανε σκιές, ερωτισμό και απλή, ανόθευτη, απροσχημάτιστη χαρά των απλών ανθρώπων της περιοχής αλλά και των φίλων τους, ένα μοναδικό πανηγύρι.
Αυτή τη μαγεία ανακάλυψα και έζησα στα φοιτητικά μου χρόνια, χάρη στη φιλία μου μ’ ένα μοναδικό άνθρωπο και ανεπανάληπτο Λευκαδίτη, τον αείμνηστο Κώστα Καμινάρη.

Ο κυρ Κώστας Καμινάρης ήταν ένας χαρακτηριστικός μπουρανέλος, προϊόν της Πόλης της Λευκάδας και συγχρόνως αναπόσπαστο κομμάτι της χαρακτηριστικής κοινωνίας της. Ξυλουργός το επάγγελμα, εξασφάλιζε κυρίως τα προς το ζειν ως φερετροποιός, αλλά ο λόγος για τον οποίο ήταν κυριολεκτικά διάσημος και ένας από τους εκφραστές του πολιτισμού της Πόλης, ήταν η ιδιότητά του ως μουσικού τρομπετίστα ανώτατης αισθητικής και ποιότητας εκτέλεσης. Όταν έπαιζε τρομπέτα ο Καμινάρης, ήσουν υποχρεωμένος να σεβαστείς, να υποκλιθείς κυριολεκτικά μπροστά στον απλό άνθρωπο που είχε τη μουσική ως λόγο ύπαρξης.

Με αγαπούσε πολύ και κάναμε παρέα τα αξέχαστα για μένα καλοκαίρια εκείνης της φάσης της ζωής και διάπλασής μου, και μαζί με τον Τάκη και τον Παντελή Σταματέλλο που έπαιζαν ακορντεόν ο πρώτος και βιολί ο δεύτερος, τον Σπύρο Αρβανίτη που έπαιζε φυσαρμόνικα και άλλους καλούς φίλους, περάσαμε αξέχαστα βράδια με μουσική και καντάδες στα δρομάκια της Πόλης ή την Πλατεία, μέχρι τις πρωινές ώρες. Η αξία όμως της φιλίας του κυρ Κώστα δεν ήταν μόνο η μουσική του διάπλαση, ήταν πολύ περισσότερο η ιερότητα με την οποία αντιμετώπιζε τη μουσική και ο τρόπος που το απέδιδε με τις εκφράσεις και τις διηγήσεις του, απλό, λαϊκό αλλά σοφό και βαθύ, με ιστορίες αξέχαστες και διηγήσεις για τα νιάτα του και το σιόρο Κρασή που τους έβαζε να γονατίζουν όταν παιδάκια έπαιζαν μουσική, για να καταλάβουν την ιερότητα της μουσικής μέθεξης. Με λίγα λόγια, η παρέα μαζί του ήταν ένα Σχολείο ολόκληρο.

Ο κυρ Κώστας είχε ένα σπιτάκι στον Άη Γιάννη, όπου η οικογένειά του πέρναγε τα καλοκαίρια της. Είχε ένα αγόρι από πρώτο γάμο του, αλλά η γυναίκα του έφυγε νωρίς και ο κυρ Κώστας ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε ακόμη ένα αγοράκι και κόρες. Αγαπούσε όλα τα παιδιά του ως καλός πατέρας που ήταν, αλλά το αγόρι από το δεύτερο γάμο του το λάτρευε, γιατί από πολύ μικρός διακρινόταν στη μουσική, ο κυρ Κώστας έβλεπε στο μικρό παιδάκι τον μουσικό του διάδοχο, τη γονιδιακή του αθανασία, αφού η κοινωνία θα είχε και στην επόμενη γενιά έναν υπηρέτη της μουσικής με το δικό του όνομα. Μας διηγείτο αυτή την ελπίδα και την προσμονή, την τόσο απλή και τόσο ανθρώπινη, αισθανόμενος ευγνωμοσύνη στη δεύτερή του γυναίκα που του χάρισε αυτό το παιδάκι. «- Και που λέτε παιδιά, επήρα αυτή τη χωριάτισσα, δε λέω, καλή μου βγήκε, και μου έκανε αυτό το παιδάκι!», έλεγε με τον χαρακτηριστικό και άδολο τρόπο έκφρασής του ο κυρ Κώστας, παρούσης της γυναικός του!

Θυμάμαι λοιπόν ένα βράδυ σαν σήμερα στο σπίτι του Καμινάρη στον Άη Γιάννη, που μας είχε καλέσει να γιορτάσουμε όλοι μαζύ, την ετερόκλητη παρέα μου της εποχής, λευκαδιτόπουλα αλλά και νεολαίοι από όλο τον κόσμο που ερχόταν από το Παρίσι στο σπίτι μας να ξεκαλοκαιριάσουν και γινόταν πραγματικά το έλα να δεις.

Μια στιγμή, έρχεται ο άλλος καλός μας φίλος, ο Τάκης ο Ντελημάρης, μ΄ένα ταψί όπου είχε φτιάξει ένα μπομπάρι, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις μυρωδιές από τα μπαχαρικά που έβγαιναν από το καυτό ζουμί αλλά και τη γεύση τη μοναδική που ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να ξαναπολαύσω από τότε.

Ο Τάκης έρχεται λοιπόν και μας λέει, «- Παιδιά, να φάμε το μπομπάρι, αλλά να μην μας το φάνε οι άλλοι», γιατί είχε πολύ κόσμο, βάλαμε λοιπόν το μπομπάρι όπως ήταν στο ταψί κάτω από το κρεβάτι και κάθε τόσο, όσοι είμαστε οι μυημένοι στο μυστικό, κόβαμε ένα κομμάτι και με λίγο κρασί στην αμμουδιά μπροστά στη μοναδική θάλασσα, τραγουδώντας, παίζοντας μουσική και ατενίζοντας το αυγουστιάτικο φεγγάρι, μπορούσαμε να ονειρευτούμε, να ερωτευθούμε, να ελπίσουμε για μια καλλίτερη ζωή και κυρίως να ζήσουμε τις μοναδικές στιγμές μιας νιότης που θα άφηνε ανεξίτηλο επάνω στον καθένα μας το διάβα της.

Διάλεξα να γράψω αυτές τις γραμμές ανήμερα στις 29 Αυγούστου, για να τιμήσω τους ανθρώπους που χωρίς να το σκέφτονται συνέβαλαν στην διαπαιδαγώγησή μου και μου χάρισαν μοναδικές στιγμές κάποτε στη δεκαετία του ’70, σαν σήμερα.

Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Προηγουμενο αρθρο
Φέξης Πάνος: Η Συγγνώμη των Αγγέλων. Ένα μοναδικό αφιέρωμα σ’ εκείνους που κάηκαν στο Μάτι
Επομενο αρθρο
Στην υποχρεωτική απαλλοτρίωση η υποθαλάσσια Ζεύξη Λευκάδας και άλλα μεγάλα έργα