HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΥπό την σκιάν του Βαλαωρίτη

Υπό την σκιάν του Βαλαωρίτη

Υπό την σκιάν του Βαλαωρίτη: οι «ελάσσονες» Λευκαδίτες Λογοτέχνες του 19ου αι

Του Βασίλη Φίλιππα

Στο λογοτεχνικό στερέωμα της Λευκάδας του 19ου αιώνα έλαμψαν οι Ναπολέοντας και Σπυρίδωνας Ζαμπέλιοι και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, αφήνοντας στη σκιά τους «ελάσσονες» λογοτέχνες που το έργο τους που είτε κοινωνήθηκε εντός του πάτριου χώρου είτε κι έξω απ’ αυτόν σκεπάστηκε τελικά από τη λήθη, μην έχοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα του επέτρεπαν να επιβιώσει στον χρόνο.

Όλοι τους γεννήθηκαν στην πόλη της Λευκάδας. Οι περισσότεροι, μάλιστα, μεταξύ 1815 και 1837. Ήταν γόνοι οίκων κτηματιών και αρχόντων, που κατείχαν σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ήδη από την εποχή της Βενετοκρατίας. Πήραν τα πρώτα πνευματικά τους εφόδια από ιδιωτικούς δασκάλους και από το Δευτερεύον Σχολείο και συνέχισαν τις σπουδές τους σε ανώτερο επίπεδο άλλοι σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια κι άλλοι στα νεόκοπα ιδρύματα της Ιόνιας Ακαδημίας και του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Για τη ζωή και το έργο τους θα αναφερθούμε περιληπτικά στη συνέχεια, τονίζοντας την ανάγκη συστηματικότερης έρευνας στις πηγές, που θα φανερώσει νέα στοιχεία γι’ αυτούς ή ακόμη κι άγνωστους σε μας λογοτέχνες.

O Iωάννης Mαρίνος (Λευκάδα 1815 – Αθήνα 1866) σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία. Ανήκε στους φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές. Επανεκλέχθηκε επανειλημμένα (1850-1864) -παρά τις αντιδράσεις της Προστασίας- στην Ιόνιο Βουλή, όπου διακρίθηκε για το ήθος, τις θέσεις και τη ρητορική του δεινότητα. Ανάμεσα σ’ άλλα συνέταξε το νομοσχέδιο για την αποκλειστική χρήση της Ελληνικής στις υπηρεσίες του ιονικού κράτους, υπερασπίστηκε την ελευθεροτυπία και στηλίτευσε την Προστασία. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από τα 14 του – σώζεται ένα επιμνημόσυνο ποίημά του. Υπήρξε μέλος της τοπικής Aκαδημίας Φιλογραμμάτων και στα 1832 έγινε πρόεδρός της. Είχε ξεκάθαρες θέσεις για τη νεοελληνική γλώσσα, ακολουθώντας την κοραϊκή οδό. Δεν τύπωσε τα λογοτεχνικά του έργα κι όσα λίγα γνωρίζουμε σώθηκαν στο «αρχείο Τσαρλαμπά». Πρόκειται για δύο κωμωδίες που έγραψε γύρω στα 1836 στην καθαρεύουσα και ένα χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις πατριωτικό ποίημα για το ελληνικό πολεμικό πλοίο «Λουδοβίκος» που ελλιμενίστηκε στα μέσα του αιώνα στη Λευκάδα. Με τον Βαλαωρίτη μοιράστηκαν βαθιά αισθήματα εκτίμησης και σεβασμού και συναντήθηκαν στις προεκλογικές μάχες ενάντια στους “Περουκόνους” και στις κοινοβουλευτικές υπέρ των μεταρρυθμίσεων και της Ένωσης.

Ο Γεώργιος Καββαδίας (Λευκάδα 1815; – Κεφαλονιά 1883) σπούδασε Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου δραστηριοποιήθηκε στο ενωτικό κίνημα. Εργάστηκε ως δικηγόρος στη Λευκάδα και ως δικαστής και ειρηνοδίκης στη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, τους Παξούς και την Ιθάκη. Από τα 1844 καταπιάστηκε με το θέμα του αστικού συνεταιρισμού ως μέσο ειρηνικής κοινωνικής αλλαγής και προόδου, διαμορφώνοντας τη δική του θεωρία που ήταν επηρεασμένη από τους βρετανικούς και γερμανικούς συνεταιρισμούς. Στα 1869 με στήριξη του Βαλαωρίτη προχώρησε στην ίδρυση της εταιρείας «Συγκομιδή» επιχειρώντας να εφαρμόσει τις ιδέες του – προσπάθεια που τελικά δεν ευδοκίμησε. Κατέθεσε την κοσμοθεωρία του στο ποιητικό έργο Η Αλήθεια και τα περί του Συνεταιρισμού στο πεζό διαλογικό έργο Η πέντε δραχμές… – Ορμήνια. Συνέγραψε, τέλος, την κωμωδία Ο Κρισολόγος και ο Δώνατος. Υπήρξε απ’ όλους τους Λευκαδίτες ο ενθερμότερος δημοτικιστής.


Από την ποίηση του Βαλαωρίτη δεν επηρεάστηκε. Ο Βαλαωρίτης υπήρξε γι’ αυτόν, όμως, το κεντρικό πρόσωπο αναφοράς, ο συνομιλητής, ο υποστηρικτής τόσο της εφαρμογής της θεωρίας του όσο και της ολοκλήρωσης της τεράστιας συλλογής επτανησιακών παροιμιών που κατάρτισε. Ο Καββαδίας, που εχθρευόταν το αναχρονιστικό αρχοντολόι, είχε τις πιο ρηξικέλευθες θέσεις απ’ όλους τους Λευκαδίτες της εποχής για το πολίτευμα, τη δικαιοσύνη, την οργάνωση της οικονομίας, του κράτους και της κοινωνίας, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στη δυτική Ευρώπη, ανεπηρέαστος από τον μεγαλοϊδεατισμό της εποχής και του περιγύρου του.

Ο Σπυρίδωνας Καββαδάς γεννήθηκε στα 1825 και σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία. Εμφανίστηκε στα γράμματα μόλις στα 18 του με το μελόδραμα Η δόξα της Λευκάδος. Με αφορμή τις εκλογές του 1850 δημοσίευσε το διαλογικό Οδηγία δια την εν Λευκάδι εκλογή των αντιπροσώπων…, διατυπώνοντας τα πρώτα δείγματα της πολιτικής του σκέψης και της πολεμικής του ενάντια στο παλαιό καθεστώς.


Υπήρξε σημαίνον μέλος του Πολιτικού Συλλόγου «Η Αδελφότης» και βασικός συντάκτης της εφημερίδας Λευκάς, στην οποία με άρθρα, πεζά διαλογικά και ποιητικά κείμενα κατακεραύνωνε τις δυνάμεις οπισθοδρόμησης και ευαγγελιζόταν την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Υπήρξε, επίσης, συνέταιρος στη «Συγκομιδή». Στα 1872 και 1873 δημοσίευσε τα πολύστιχα ποιήματά του Η διακόρευσις της Μαρίας… και Το Ψέμμα… στρεφόμενος ενάντια στους ιερείς που καταπατούν την πίστη τους κι ενάντια στο ψέμα που βασιλεύει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις κι εκδηλώσεις. Δεν ήταν λογοτέχνης αξιώσεων. Το έργο αυτής της περιόδου έχει κοινωνική στόχευση και γλώσσα δημοτική με τοπικούς ιδιωματισμούς. Στη συνέχεια διορίστηκε ειρηνοδίκης στην Ακαρνανία, τους Παξούς και την Κέρκυρα. Η ήττα των δυνάμεων αλλαγής, ο ηλικιακός κι επαγγελματικός συμβιβασμός και η πρόσδεση στο αθηναϊκό άρμα κατοπτρίζονται στο έργο αυτής της περιόδου, που εμφορείται από τον αλυτρωτισμό και είναι γραμμένο κυρίως στην καθαρεύουσα. Τον Βαλαωρίτη τον θαύμαζε και στρατεύτηκε μαζί του στους αγώνες για την κοινωνική και πολιτική ανέλιξη.

Ο Ιωάννης Σταματέλος (Λευκάδα 1825-1881) δραστηριοποιήθηκε στα 1848-1851 στο Ενωτικό Κίνημα ως συντάκτης των ριζοσπαστικών εφημερίδων Νεολαία και Ρομφαία της Νεολαίας. Επίσης, δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και ποιήματα σε ριζοσπαστικές εφημερίδες της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Μετά το 1851 δεν έχουμε άλλη πληροφορία για ριζοσπαστική δράση και η ποιητική του προσπάθεια, που ήταν μέσο καταγγελίας της Προστασίας, φαίνεται να σταματά μαζί της. Ο φλογερός νέος έδωσε τη θέση του στον αυστηρό σχολάρχη, τον επιγραφολόγο, τον γλωσσολόγο, τον ερανιστή και τον λαογράφο που το έργο του ξεπέρασε κατά πολύ τα στενά όρια του τόπου. Τα τέσσερα γνωστά του ποιήματα είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα κι ακολουθούν πιστά τα ιδεολογικά και λογοτεχνικά πρότυπα της Αθηναϊκής Σχολής. Με τον Βαλαωρίτη μοιράζονταν βαθιά φιλία κι αλληλοεκτίμηση, αλλά και τα ερευνητικά πεδία του τοπικού ιδιώματος και των δημοτικών τραγουδιών. Έσκυψε πάνω στην ποίησή του αναλύοντας γλωσσολογικά, ποιήματα και στίχους, στεκόμενος ιδιαίτερα στο ποίημα για τον Γρηγόριο τον Ε΄, δημοσιεύοντας «καλλιλογική» του ανάλυση και μεταφράζοντάς το στα Λατινικά. Επί του τάφου του εκφώνησε νεκρολογία και, τέλος, εξέδωσε βιογραφία του.

 

Ο Άγγελος Καλκάνης (Λευκάδα 1829-1899 φοίτησε στα Πανεπιστήμια της Πίζας και της Πάντοβας Φιλολογία και Φιλοσοφία. Στήριξε ποικιλότροπα τον ενωτικό αγώνα. Εκλέχθηκε βουλευτής στο ελληνικό κοινοβούλιο στα 1873 και στα 1895.
Υπήρξε ο πολυγραφότερος Λευκαδίτης συγγραφέας, με τουλάχιστον 64 έργα στην ελληνική και στην ιταλική γλώσσα: πολύστιχα ποιήματα, δραματικά θεατρικά, νεκρολογίες, διηγήματα και μικρές διατριβές. Στην ποίηση χρησιμοποιούσε δημοτική γλώσσα επηρεασμένη από τα δημοτικά τραγούδια και τη βαλαωρίτικη ποίηση, ενώ στα λόγια κείμενα την καθαρεύουσα. Το έργο του εμπνεόταν κυρίως από την Επανάσταση του 1821 και τον αλυτρωτισμό. Ο Άγγελος Καλκάνης παρά τις κοσμογονικές αλλαγές παρέμεινε ενταγμένος στο ιταλικό πολιτισμικό συνεχές χωρίς, όμως, αυτό να αποτελεί αντίβαρο στον εθνικό σκοπό.
Με τον Βαλαωρίτη τον συνέδεε φιλία από τις σπουδές τους στην Πίζα και τη συμμετοχή τους, στα 1848, στον αγώνα για την ιταλική ενοποίηση. Στο 1870 βρέθηκε μαζί του στην κεφαλή του αστικού συνεταιρισμού «Συγκομιδή» ως πρόεδρός της και στα 1871 ήταν στην επιτροπή που διοργάνωσε τη θριαμβευτική του υποδοχή από την Αθήνα, όπου είχε απαγγείλει το ποίημά του για τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄.

 

Ο Αναστάσιος Βερίκιος γεννήθηκε στα 1837. Σπούδασε Νομικά. Υπήρξε μέλος των προοδευτικών αστικών κύκλων, φίλος του Καββαδά και συνέταιρος στη «Συγκομιδή». Μετά το 1870 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, στην οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρώντας σχέσεις με την πατρώα γη και τον εκεί οικογενειακό και φιλικό του κύκλο. Τα ποιήματά του τα εξέδωσε, μόλις στα 1902, σε βιβλίο με τίτλο Δάκρυα, φιλοφρονήσεις και πόθοι, μετά από παρακίνηση του Ιωάννη Σικελιανού, του πατέρα του ποιητή. Η γλώσσα τους είναι δημοτική με λίγες ιδιωματικές λέξεις και η θεματολογία τους κυρίως ερωτική κι επιμνημόσυνη-θρηνητική, με φανερή σε κάποια απ’ αυτά την επίδραση του δημοτικού τραγουδιού και της βαλαωριτικής ποίησης.

 

O Επαμεινώνδας Κονιδάρης (Λευκάδα 1837 – Οδησσός Ρωσίας 1897) φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία και στα Πανεπιστήμια της Λειψίας και της Βιέννης Ζωγραφική, Φιλολογία και ξένες γλώσσες. Στα 1865 εγκαταστάθηκε στη Οδησσό, όπου δίδαξε ζωγραφική και συνέγραψε διδακτικά για τη ζωγραφική έργα. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη Λογοτεχνία συγγράφοντας ποιημάτια που περιλήφθησαν σε συλλογές ασμάτων για σχολική χρήση, καθώς και δύο μάλλον άτεχνα διηγήματα σε καθαρεύουσα γλώσσα, με τίτλους Οι δύο αιχμάλωτοι (1872) και Αμαλία (1873), που ως θέμα τους έχουν τον ανολοκλήρωτο έρωτα. Στο δεύτερο, που τυπώθηκε στη Λευκάδα, διακρίνονται και ψήγματα της κοινωνικής κατάστασης της πόλης της.

 

Για τη ζωή του Τηλέμαχου Σουλαϊδόπουλου (Λευκάδα 1843–1907>). γνωρίζουμε ελάχιστα κι αυτά έμμεσα. Δεν ενεπλάκη στα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα. Δημοσίευσε ποιήματά του «έμπλεα ερωτικών μυστικοπαθειών» σε τοπικές εφημερίδες και στα 1879 εξέδωσε τη συλλογή Διάφορα ποιήματα. Ήταν ατάλαντος ποιητής, χωρίς βαθιές αναζητήσεις και προβληματισμούς. Μετρημένα είναι τα ποιήματα που ξεφεύγουν, κάπως, από τον γενικό αυτόν κανόνα. Πλην ενός πατριωτικού-αλυτρωτικού ποιήματος και δύο επιμνημόσυνων, η θεματολογία του περιορίζεται στους έρωτες και τον ρηχό ρομαντισμό. Η γλώσσα των ποιημάτων ήταν η δημοτική με κάποιες λόγιες ή ιδιωματικές λέξεις, σε μερικά επηρεασμένη από το δημοτικό τραγούδι και τον Βαλαωρίτη.

 

Ο Νικόλαος Σταματέλος ήταν γιος του λόγιου Ιωάννη. Γεννήθηκε στα 1861 και πέθανε νεότατος στα 1889. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αθήνα υπήρξε μέλος λογοτεχνικών ομάδων μαζί με τους Νιρβάνα, Ξενόπουλο, Δρακούλη κ.ά. Δημοσίευσε σε λογοτεχνικά περιοδικά ποιήματα, μεταφράσεις διηγημάτων από τα Γαλλικά και δικά του διηγήματα, αστικής κυρίως, λαογραφίας. Έγραψε περισσότερο στη δημοτική με πολλές ιδιωματικές λέξεις, αλλά και στην καθαρεύουσα. Στο ποιητικό του έργο βαθύ στίγμα άφησαν ο θάνατος του αδερφού του και του πατέρα του, ο γενέθλιος τόπος κι η βαλαωρίτικη ποίηση. Τον Βαλαωρίτη τον γνώριζε προσωπικά και τον θαύμαζε και στη μόνη εκδομένη συλλογή του έδωσε, όπως κι ο Βαλαωρίτης, τον τίτλο Στιχουργήματα, στην οποία μάλιστα περιέλαβε ποίημα για τον τάφο του μεγάλου ποιητή.

Η λογοτεχνική παραγωγή αυτών των ελασσόνων ποιητών, που σημάδεψε τη λευκαδίτικη πολιτισμική ιστορία του 19ου αιώνα, γεννήθηκε κάθε άλλο παρά τυχαία. Εδράζεται στις καταβολές τους και στα κοσμογονικά γεγονότα που χάραξαν την εποχή τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά: τους ιταλοτραφείς πρόγονους, την ορθοδοξία, τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, τον νεοκλασικισμό και ρομαντισμό, την εισαγωγή των δημοκρατικών ιδεών, τη γλωσσική επίδραση του κοραϊσμού, την καθιέρωση της Ελληνικής ως επίσημης γλώσσας του Ιόνιου κράτους, την ίδρυση δημόσιων σχολείων και της Ιόνιας Ακαδημίας, την αναζήτηση του λευκαδίτικου παρελθόντος και τη στροφή στη λαϊκή παράδοση με τις συλλογές των δημοτικών τραγουδιών και τη σύνδεσή τους με την έντεχνη ποίηση από τον Σολωμό ήδη από το 1823, τον επτανησιακό ρομαντισμό. Επίσης, το τέλος της βενετοκρατίας, τον ερχομό των Γάλλων δημοκρατικών, την ίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας και τη Βρετανική Προστασία, την επανάσταση του 1821 και τη συμμετοχή των Λευκαδιτών σε αυτήν, τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και τον επακόλουθο Ενωτικό Αγώνα που συνυφάνθηκε με τον κοινωνικό, και τέλος τον αλυτρωτικό μεγαλοϊδεατισμό.

Η έλλειψη τυπογραφείου και τοπικών εφημερίδων μέχρι το 1866, μας στέρησε από έργα και πληροφοριες όχι μόνο για τους παραπάνω ποιητές, μα επίσης για άλλους που είτε τους γνωρίζουμε μόνο ονομαστικά, είτε το όνομα και το έργο τους παρέμειναν στη λήθη. Ανάλογα σκοτεινή είναι και η περίοδος από το 1868 μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, δεδομένου ότι από τις πολλές εφημερίδες της περιόδου διασώθηκαν ελάχιστα φύλλα.

Η γενιά αυτή αποκόπηκε από το ισχνό λογοτεχνικό παρελθόν του τόπου που περιοριζόταν σε έργα χαμηλής ποιότητας στην Ιταλική και στην Ελληνική, δουλόφρονα για τους ανά καιρούς Προβλεπτές και Αρμοστές, και παρήγαγε πρωτότυπο και μεταφραστικό έργο στα τρία λογοτεχνικά είδη, θέατρο, πεζογραφία και ποίηση, με θεματολογία εθνική, πολιτική, κοινωνική, κριτική, σατιρική, αλλά κι ερωτική κι επιμνημόσυνη. Αρκετοί, επίσης, μετέφρασαν ή παρέφρασαν από την Ιταλική διάφορα έργα στην Ελληνική, ή συνέγραψαν ποιήματά τους στην Ιταλική.

Η πνευματική τους παραγωγή υπήρξε άρρηκτα δεμένη με τις κοινωνικές και πολιτικές “στασιμότητες”, αναζητήσεις κι εξελίξεις που σημάδεψαν τον τόπο και υπήρξε ευαίσθητος δέκτης τους και φωνή τους.

Η κοινωνία παρέμενε χωρισμένη στους αριστοκράτες και τον υπόλοιπο λαό. Στις γκρίζες ζώνες του διαχωρισμού, τα υψηλότερα στρώματα της εμπορικής τάξης αναζητούσαν τρόπους για να συμμετάσχουν στη νομή της εξουσίας. Ο αρμοσμένος με τις πολυποίκιλες ελπίδες για κοινωνική μεταρρύθμιση ή αλλαγή ενωτικός αγώνας, έδωσε νέα πνοή στον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό. Αρκετοί από τους αριστοκράτες προσκολλήθηκαν στην Προστασία για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, ενώ άλλοι που «απαρνήθηκαν» ως ένα σημείο την τάξη τους εμφορούμενοι από νέες ιδέες και πατριωτικό φρόνημα, αναζήτησαν συμμάχους στην αστική τάξη και στα λαϊκά στρώματα και τέθηκαν επικεφαλής τους. Οι προσπάθειες της Προστασίας για αποκλεισμό, φίμωση και δίωξή τους είχαν ως αποτέλεσμα τη συσπείρωσή τους και την ταύτισή τους με τους εχθρούς των προνομίων. Σε αυτούς ανήκουν και οι περισσότεροι Λευκαδίτες λογοτέχνες, με τον Καββαδά και τον Καββαδία να κατακεραυνώνουν την αριστοκρατία σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποιος θα πίστευε ότι δεν ανήκαν σ’ αυτήν.

Από τη δεκαετία του 1840 οι αντιδράσεις κατά της παλιάς τάξης υπό το εθνικό πρίσμα, πήραν στην πόλη ολοένα και πιο οργανωμένη μορφή με ευρεία λαϊκή συμμετοχή και συχνές διώξεις των πρωταγωνιστών τους, όπως π.χ. των νεαρών επιστημόνων που το 1848 εξέδωσαν τις χειρόγραφες ριζοσπαστικές εφημερίδες Νεολαία και Ρομφαία της Νεολαίας.
Η διευρυνόμενη με το πέρασμα του χρόνου εκλογική βάση πολιτικοποίησε μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού, δίνοντας τη δυνατότητα για κοινωνικές κι εθνικές διεκδικήσεις που οδήγησαν παρά την τρομοκρατία και τη νοθεία στην εκλογή αντιπάλων της Προστασίας στις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 1850. Ανάμεσά τους και οι λογοτέχνες μας Βαλαωρίτης, Ζαμπέλιοι και Μαρίνος. Οι Λευκαδίτες βουλευτές δεν εμφορούνταν από ριζοσπαστικές ιδέες και κινήθηκαν εντός των ορίων της μεταρρύθμισης και του ενωτικού αγώνα. Ο Βαλαωρίτης, που από τα 1850 είχε έρθει σε ρήξη με τη φιλοκαθεστωτική οικογένειά του χαράζοντας τον δικό του δρόμο, εκλέχθηκε συνεχόμενα βουλευτής από το 1857 έως και την Ένωση, ξεδιπλώνοντας το αγωνιστικό και ρητορικό του ταλέντο που τον κατέστησε κέντρο αναφοράς των καλλιεργημένων και ανανεωτικών δυνάμεων του τόπου. Με τον Μαρίνο συνέπραξαν στους εθνικούς και μεταρρυθμιστικούς αγώνες εντός κι εκτός κοινοβουλίου και ήταν μαζί στην τελευταία Ιόνια Βουλή, που κήρυξε την Ένωση.

Μετά την Ένωση, αστοί, δικηγόροι και προοδευτικοί γόνοι παλιών οικογενειών ίδρυσαν τον πολιτικό σύλλογο «Αδελφότης», σκοπεύοντας στην «προαγωγή της ισότητος», την κατάργηση των προνομίων και την «πολιτικήν ανάπλασιν και πρόοδον» του λαού. Με την αγορά τυπογραφείου και την έκδοση της εφημερίδας Λευκάς στα 1866, βασιζόμενοι στην ευφορία της Ένωσης, στο καθολικό δικαίωμα ψήφου και στον φανατισμό του λαού της πόλης «κατά των Αρχοντίσκων», πέτυχαν για πρώτη φορά εκλογή δημάρχου και αρκετών συμβούλων που ανήκαν στην αστική τάξη, παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών αριστοκρατών.

Από τα βασικά μέλη της κίνησης αυτής ήταν, όπως είπαμε, ο Σπυρίδωνας Καββαδάς. Η Λευκάς υπηρέτησε καλά τον τόπο και σ’ αυτή δημοσιεύτηκαν όχι μόνο σημαντικά άρθρα, αλλά και ποιήματα και διαλογικά έργα. Απηχούσε, επίσης, θέσεις του Βαλαωρίτη και συχνά κινήθηκε στη γραμμή του.

Στα 1869 ο Βαλαωρίτης μετά από δυο βουλευτικές θητείες αποσύρθηκε στη Λευκάδα απογοητευμένος από την αθηναϊκή πολιτική σκηνή και στα τέλη του χρόνου πρωτοστάτησε στην ίδρυση της συνεταιριστικής Εταιρείας «Συγκομιδή», τη διοίκηση της οποίας ανέλαβε μαζί με τον Άγγελο Καλκάνη και τον Γεώργιο Καββαδία. Ο συνεταιρισμός, που βασιζόταν στις οικονομικοπολιτικές θεωρίες του Καββαδία και στον οποίον συμμετείχαν οι επιφανέστεροι της πόλης, μεταξύ τους και οι λογοτέχνες Βερύκιος και Καββαδάς, υπήρξε η σημαντικότερη συλλογική προσπάθεια του αιώνα για κοινωνική πρόοδο, μα έληξε άδοξα γύρω στα 1872 σηματοδοτώντας το τέλος των προσπαθειών αλλαγής του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, με αποτέλεσμα την επικράτηση ξανά της παλιάς τάξης, με την οποία συμμάχησαν οι μεγαλοαστοί συνάπτοντας οικονομικούς και συγγενικούς δεσμούς.
Η ευφορία της Ένωσης έδωσε τη θέση της στην απογοήτευση, αφού ο νομός Λευκάδας καταργήθηκε, η ληστεία αποθρασύνθηκε, η κοινωνική και οικονομική στασιμότητα επανήλθε. Πολλοί διανοούμενοι συνθηκολόγησαν και ιδιώτευσαν. Η μεταενωτική πραγματικότητα και η κατασίγαση του κοινωνικού ανταγωνισμού με τις συνακόλουθες πολυειδείς διαψεύσεις των ελπίδων που επέφεραν, επέδρασαν και στο λογοτεχνικό έργο και η όποια κοινωνική κριτική έσβησε και η στράτευση των ντόπιων λογοτεχνών στην ιδεολογία και τα προτάγματα του εθνικού κέντρου, φανερώνεται στα πολεμιστήρια άσματα κυρίως του Καλκάνη και του Καββαδά.
Η ολοένα φθίνουσα θέση της Λευκάδας στον μεταενωτικό χάρτη δεν της επέτρεψε να δώσει ικανούς νέους υπηρέτες της Μούσας, ούτε να συγκρατήσει στον γενέθλιο τόπο τα δημιουργικά πνεύματα, τα οποία κατευθύνθηκαν στην Κέρκυρα, την Αθήνα ή και το εξωτερικό –φαινόμενο κοινό στα Επτάνησα της εποχής– ούτε να εκπροσωπηθεί στη λογοτεχνική γενιά του 1880: ο Νικόλαος Σταματέλος, ο μοναδικός που θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτή, πέθανε νωρίς.

Οι λογοτέχνες μας, φορείς προοδευτικών και ανθρωπιστικών ιδεών, συχνά συναντήθηκαν σε κοινούς αγώνες σε αυτή την ταραγμένη εποχή και βρέθηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κοντά στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον ποιητή, τον πολιτικό, τον αγωνιστή της Ένωσης και της Μεγάλης Ιδέας, τον μεταρρυθμιστή και τον συλλέκτη έργων της λαϊκής παράδοσης. Ο Βαλαωρίτης, κυρίαρχη μορφή σε όλα τα πεδία του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού βίου, είχε ευήκοα ώτα, συγκροτημένη σκέψη, ήταν ιδεαλιστής κι οπαδός της προόδου – όσο του επέτρεπαν τα ταξικά του όρια. Για πολλούς ήταν το επίκεντρο, ο συνεργός, ο εμψυχωτής και σε αυτόν συχνά απευθύνθηκαν για να στηρίξει τις προσπάθειές τους ή τον ακολούθησαν γοητευμένοι από τα οράματα, το προσωπικό κύρος, την πολιτική κι εθνική του δράση και το υψηλό ποιητικό του ανάστημα.
Οι λογοτέχνες που εξετάσαμε, όμως, δεν μπορούν να ενταχθούν σ’ έναν διακριτό λογοτεχνικό κύκλο με κέντρο αυτόν, ούτε σε μια τοπική ομαδοποίηση, δεδομένου ότι απουσιάζουν τα κοινά γνωρίσματα που θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Γενικά, ανήκαν στη χορεία των εξωσολωμικών ποιητών. Η επίδραση της βαλαωρίτικης ποίησης στο έργο τους δεν ήταν η αναμενόμενη και δεν το καθόρισε – όλοι τους, όμως, θεωρούσαν τον Βαλαωρίτη κορυφαίο ποιητή σε εθνικό επίπεδο. Άλλοι δημιούργησαν το έργο τους πριν ή και κατά τα πρώτα ποιητικά του βήματα, οι περισσότεροι στην εποχή της ποιητικής του καταστάλαξης και άλλοι μετά τον θάνατό του χωρίς, όμως, να είναι κληρονόμοι και συνεχιστές του. Ο καθένας κουβαλούσε το δικό του ψυχικό, ιδεολογικό και πνευματικό φορτίο, τις δικές του αναζητήσεις, τις δικές του απόψεις για το κοινωνικό γίγνεσθαι, το δικό του ποιητικό ύφος και τη θεματική στόχευση. Αλλά στο βάθος της πολυμορφίας και πολυτροπίας της έκφρασης, του λογοτεχνικού και καλαισθητικού ύψους και ύφους και των αναζητήσεών τους, διαφαίνεται το κοινό πολιτιστικό παρελθόν, οι πνευματικές και ιδεολογικές τους συγγένειες.

Οι εξεταζόμενοι συγγραφείς και το λογοτεχνικό τους έργο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του αστικού πολιτισμικού χώρου, που περιλάμβανε, επίσης, τη Φιλοδραματική Λέσχη, την Ακαδημία των Φιλογραμμάτων, τη Φιλαρμονική Εταιρεία κ.ά., τα φιλολογικά σαλόνια, το αναγνωστικό κοινό που αποτελούνταν από μορφωμένους συντοπίτες τους, το θέατρο με τα έργα στην Ιταλική και την Ελληνική, τη δυτικότροπη ζωγραφική, τη λαϊκή (καντάδες) και την εκκλησιαστική μουσική (τετραφωνία), τη μελοποιημένη ποίηση και βέβαια τις τοπικές εφημερίδες – βήμα πρόσφορο δημοσιοποίησης των έργων τους αλλά και κίνητρο για συγγραφή.

Στο έργο τους είναι φανερά τα αποτυπώματα των ρευμάτων που διέτρεχαν και διέκριναν τον ιόνιο λογοτεχνικό χώρο, τα οποία πήγαζαν στην Εσπερία, όπως η συγγραφή ποιημάτων που αφορούν τον ιδιωτικό χώρο: τον έρωτα αλλά και τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο, τη χρήση φυσικών φαινομένων για να αποδοθούν ψυχικές καταστάσεις, αισθήματα κ.ο.κ.

Οι θέσεις τους για το γλωσσικό ζήτημα δεν ήταν κοινές. Η δημοτική τους παρουσιάζει πρόδηλες διαφορές και κάποιοι από αυτούς κινούνταν με ευκολία και στα δύο αντίμαχα στρατόπεδα καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών. Αρκετοί πάλι χρησιμοποιούσαν τη δημοτική στον ποιητικό λόγο επηρεασμένοι από το δημοτικό τραγούδι, και στον πεζό την καθαρεύουσα συνοδοιπορώντας με τον Βαλαωρίτη και τους γλωσσαμυντορικούς αθηναϊκούς ακαδημαϊκούς κύκλους – φαινόμενο όχι σπάνιο στα Επτάνησα. Την καθαρεύουσα ως όχημα ποιητικής έκφρασης χρησιμοποίησε ο Βαλαωρίτης στα πρώτα του φτερουγίσματα, πριν κατασταλάξει στη δημοτική, καθώς και ο Ιωάννης Σταματέλος και περιστασιακά οι Σουλαϊδόπουλος, Καββαδάς και Καλκάνης. Η καθαρευουσιάνικη στροφή, αρχικά στα κοραϊκά πρότυπα και στη συνέχεια σ’ αυτά της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής, έγινε ολοένα και ισχυρότερη με το πέρασμα των χρόνων σε μια κίνηση συγχρονισμού με το εθνικό κέντρο και αφομοίωσης απ’ αυτό.

Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής τους έμεινε στο χειρόγραφο και χάθηκε. Πολλοί δεν άφησαν απογόνους ή οι οικογένειές τους εξέλειπαν και τα χειρόγραφά τους, έχοντας γλιτώσει από τους ισοπεδωτικούς σεισμούς, την τρομερή υγρασία του τόπου και τις φωτιές που αποτέφρωσαν στο πέρασμα των χρόνων κάποια αρχοντικά, πετάχτηκαν στα Βαρδάνια και στον κάμπο της πόλης ή χρησιμοποίηθηκαν ως περιτύλιγμα, ελλείψει χαρτιού, στον Μαρκά και την Αγορά ή ως προσάναμμα στα χέρια αδαών.

Επιχειρήθηκε να δοθεί εδώ μια πρώτη εικόνα των ανήσυχων αυτών συντοπιτών μας, της ζωής, της δράσης και του έργου τους, του ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού περίγυρού τους καθώς και της πολυποίκιλης σχέσης τους με τον Βαλαωρίτη -αναγκαστικά αλλού ελλιπής ή αλλού πολύ περιληπτική ώστε να χωρέσει στο εικοσάλεπτο της παρουσίασης-, με την ελπίδα ότι θα συμβάλει στην ανάσυρσή τους από την αφάνεια και ότι τα Πρακτικά θα περιλαμβάνουν όλ’ αυτά που θα φωτίσουν ανθρώπους κι εποχή.

(Το κείμενο είναι η τοποθέτηση του Βασίλη Φίλιππα στο 22ο Συμπόσιο της Εταιρείας Λευκαδιτών Μελετών που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Αυγούστου στη Λευκάδα με θέμα «Λογοτεχνία και Λογοτέχνες της Λευκάδας 19ος -20ος αι»)

Προηγουμενο αρθρο
Βέρνη, γραφική και καταπράσινη
Επομενο αρθρο
Η εμπειρία της σοβιετικής «απελευθέρωσης»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.