Χριστουγεννιάτικες Παιδικές Αναμνήσεις από τη Λευκάδα
Της Σοφίας Κοψιδά-Γαληνού
Διαβάζοντας αυτά τα λίγα γραφόμενα θυμηθείτε.
Θέλω να σας θυμίσω τα Χριστούγεννα, όπως τα ζούσαμε εμείς κάποτε, τότε που τα υλικά αγαθά ήταν λίγα και τα ξενόφερτα έθιμα δεν υπήρχαν. Τότε που η συντροφικότητα, ο ρομαντισμός, τα ήθη και τα έθιμά μας ήταν ζωντανά και ξεχείλιζαν απ’ τις καρδιές όλων μας.
Όταν, λοιπόν, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, θυμάμαι, άρχιζαν οι ετοιμασίες. Καθαριότητα στο σπίτι, ψώνια για το γιορτινό τραπέζι. Οι μαμάδες έκαναν τα γλυκά και ζύμωναν τα χριστόψωμα. Τα στόλιζαν με ζυμαρένια λουλούδια, αμύγδαλα, καρύδια. Για τα παιδιά έκαναν ζυμαρένια ανθρωπάκια. Που τους έβαζαν μάτια με σταφίδες και τα λέγαμε βλάχες.
Το πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων λέγαμε τα κάλαντα:
«Καλήν εσπέραν Άρχοντες
Αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θεία γέννηση
Να πω στ’ αρχοντικό σας»
Μας φίλευαν πορτογάλια, φιρίκια, αμύγδαλα, φουντούκια.
Το απόγευμα η γιαγιά μας, μας έβαζε να ρίξουμε ένα ξύλο ο καθένας μας στο τζάκι, για να μην μας πειράζουν τα παγανά (παγανά ήταν τα καλικαντζαράκια).
Το βραδινό τραπέζι ετοιμαζόταν ενωρίς, γιατί έπρεπε να κοιμηθούμε ενωρίς, γιατί το πρωί είχε εκκλησία. Γέμιζε το τραπέζι από όλα τα είδη των ξηρών καρπών και ξερά σύκα. Προμάδες (φρυγανισμένο ψωμί στο τζάκι ή τη φουφού) περιχυμένες με λάδι και γλυκό κόκκινο κρασί από τον Καραμέτσο. Στη μέση του τραπεζιού δύο μποτσόνια, ένα με λάδι και ένα με κρασί, και ο μαστραπάς με νερό. Ο πατέρας έπαιρνε το χριστόψωμο, πού’ χε ζυμώσει η μάνα μας, χάραζε επάνω τρεις φορές το σταυρό, το ακουμπούσε στα μποτσόνια και το μαστραπά και όλη η οικογένεια έκοβε από ένα κομμάτι με τα χέρια ευχόμενη «Χρόνια πολλά».
Το πρωί στην εκκλησία. Το μεσημέρι κοτόσουπα και τέρμα η νηστεία.
Οι μέρες μέχρι την Πρωτοχρονιά περνούσαν χαρούμενα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ξανά τα παιδιά στα σοκάκια για τα κάλαντα:
«Άγιος Βασίλης έρχεται
Από την Καισαρεία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
Χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
Και το χαρτί μιλούσε.
Βασίλη, πόθεν έρχεσαι
Και πούθε κατεβαίνεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι
Και στο σχολειό πηγαίνω.
Βασίλη μ’ ξέρεις γράμματα,
Πες μας την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί του ακούμπησε,
Να πει την αλφαβήτα.
Και το ραβδί του ήταν χλωρό,
Χλωρούς βλαστούς πετούσε.»
Ξανά τα καλούδια στο πανεράκι μας.
Ο μπαμπάς, μαζί με τα ψώνια για το τραπέζι, αγόραζε και την κουτσούνα (αγριοκρέμμυδο). Η κουτσούνα έμπαινε στο σπίτι για γούρι και αν, κατά το χρονικό διάστημα που ζούσε, πετούσε βλαστάρι, τότε η χρονιά θα ήταν πολύ καλή. Η μαμά έκανε λαδόπιτα και πεκμεζόπιτα. Δεν υπήρχαν άλλα γλυκίσματα.
Το απόγευμα έξι φελιά πίτα στο πιατάκι, τυλιγμένο με άσπρη πετσέτα, πηγαίναμε στις θείες και τις νονές μας και αυτές, παίρνοντας την πίτα μας, έβαζαν από τη δική τους και μας την έδιναν. Το βράδυ τα παιδιά βάζαμε τα παπούτσια μας μέσα από την πόρτα της εισόδου, για να μας βάλει τα δώρα ο Άγιος Βασίλης.
Οι γονείς το βράδυ έβγαιναν στην αγορά, να ψωνίσουν τα δώρα για τα βαφτιστήρια και για μας. Διασκέδαζαν, λέγοντας αστεία, κάνοντας πλάκες.
Τα μεσάνυχτα έβγαινε η Φιλαρμονική να παίξει τη «Διάνα». Άλλαζε ο Χρόνος. Οι κονσόλοι δεν άφηναν τίποτα ήσυχο. Φώναζαν, γελούσαν, κλωτσούσαν τους τενεκέδες σκουπιδιών, που τότε είχαμε έξω από τα σπίτια, για να παίρνουν από κει τα σκούπρα οι σκουπιδιάρηδες.
Όταν γυρνούσαν οι γονείς μας αργά το βράδυ, μετά την αλλαγή του Χρόνου, και αφού είχαν διασκεδάσει, άφηναν στα παπούτσια των παιδιών τους τα παιχνίδια, «που έφερε ο Άγιος Βασίλης».
Το πρωί μετά την εκκλησία, έμπαινε στο σπίτι κάποιος, που πιστεύαμε ότι θα μας κάνει καλό ποδαρικό. Μετά, πριν το μεσημέρι, περνούσαν οι νονοί και οι νονές, να φέρουν παιχνίδια στα βαφτιστήρια. Με τα καινούρια παιχνίδια και με τις επισκέψεις στα σπίτια των εορταζόντων περνούσε και η Πρωτοχρονιά.
Τα Φώτα το πρωί στην εκκλησία και μετά από την εκκλησία όλοι μαζί για την παραλία. Στο δρόμο περίμεναν οι οπωροπώλες να μας πουλήσουν τα πορτογάλια τους. 4-5 πορτογάλια (όπως τα έλεγε η μαμά μου) ήταν δεμένα από το κοτσάνι με σπάγκο. Αγοράζαμε όλοι και, όταν ο παπάς έριχνε τα Σταυρό στη θάλασσα και ενώ έπεφταν τα αγόρια για να τον πιάσουν, ο κόσμος βουτούσε τα πορτοκάλια στη θάλασσα τρεις φορές. Τότε πετούσαν οι μαμάδες το περσινό πορτοκάλι, που ήταν όλο το χρόνο στο εικονοστάσι, χωρίς να σαπίσει.
Γυρνώντας στο σπίτι, έβαζαν στο εικονοστάσι ένα άλλο, από αυτά που βούτηξαν στη θάλασσα. Μετά, περιμέναμε να περάσει ο παπάς να μας ψάλει και να μας αγιάσει. Σβήναμε το τζάκι και πετούσαμε τη στάχτη πίσω από τα παγανά, που έφευγαν με τον Αγιασμό.
Έτσι λιτά, με χαρά και αγάπη απέραντη από όλους για όλους περνούσαν οι γιορτές παλιά στη Λευκάδα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια