HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΊωακείμ Βαλαμόντες (1810-1851) – Κώστας Βαλαμόντες (1911-1998)

Ίωακείμ Βαλαμόντες (1810-1851) – Κώστας Βαλαμόντες (1911-1998)

Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου

Μιά μικρή ἀφιέρωση στόν ἀγαπητό μας Βαλαμόντε πού κλείνει 21 χρόνια τίς ἡμέρες αὐτές ἀπό τήν ἀπόδρασή του ἀπό τά γήϊνα. Ἧταν μιά παρουσία πού δεν μποροῦσες νά τήν ξεπεράσεις οὔτε νά τήν ἀγνοήσεις. Μιά συνεχής ἀκροβασία ἀνάμεσα στήν λογική καί τήν ὑπέρβασή της.

Μιά ἀναζήτηση ἐλευθερίας ἀπό τίς συμβατικές φόρμες σέ ὅλους τούς τομεῖς. Μιά ἰδαίτερη περίπτωση ἀνθρώπου μέ πολλές ἰκανότητες, πού τάραζε τά νερά ἀκόμη καί ὅταν ὅλοι νομίζανε ὅτι ἔλεγε ἤ ζωγράφιζε ἀκαταλαβίστικα πράγματα. Πολυτάλαντος: φιλοσοφοῦσε, τραγουδοῦσε, ζωγράφιζε, καί μέ τό ποιήμα του Λευκάδα μπῆκε στόν κορμό τῶν ποιητῶν τῆς Λευκάδας. Πέραν τῆς ἀκραίας καθαριότητας πού τόν διέκρινε πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἦταν ἔντιμος, εὐπρεπής καί καλός στήν ψυχή του, κάτι πού φαινόταν καί στόν παταγώδη γέλωτά του καί περιφρονητής τοῦ χρήματος.Ἕνας Δον Κιχώτης, μοναχικός ὅπως ἐκεῖνος, πού ἔσπερνε θύελλες καί θέριζε πάλι θύελλες.

Τόν Βαλαμόντε τόν θυμᾶμαι ἀπό τό Χαλάνδρι, τήν δεκαετία τοῦ 1950, πού πήγαινα τότε στό Γυμνάσιο. Ὁ Βαλαμόντες τραγουδοῦσε τά βράδυα στίς ταβέρνες τοῦ Χαλανδρίου καί ἔβγαζε μέ αὐτόν τό τρόπο τά πρός τά ζῆν. Καί φυσικά ἦταν πασίγνωστος. Στό Χαλάνδρι τότε εἴμαστε νομίζω μόνο δύο οἰκογένειες ἀπό Λευκάδα καί ἔτσι τόν βλέπαμε. Εἶχε ἀρχίσει ἀπό τότε τίς… ἰατρικές μελέτες του καί γυρνοῦσε τήν ἡμέρα μέ ἕνα κάδρο ὅπου εἶχε καδραρισμένα διάφορα φιλοσοφοεπιστημονικά κείμενα.

Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 βρέθηκα στήν Λευκάδα καί ἔμενα στήν θεία μου Εὐαγγελία Σταματέλου στήν ὁδό Τηλυκράτους, καί δίπλα ἔμενε ὁ Βαλαμόντες. Ἔμαθε ὅτι εἶχα σπουδάσει ἀρχιτέκτων, μοῦ εἶπε ὅτι ζωγραφίζει καί ἐγώ τοῦ ζήτησα νά μοῦ δείξει κάτι. Μοῦ ἔφερε ἕνα πίνακα ὅπου εἶχε ζωγραφίσει μέ στυλό, ἕνα κτίριο κατά περίεργο τρόπο ἐπιρρεασμένο ἀπό τήν γοτθική ἀρχιτεκτονική. Μιά πρωτότυπη ναίφ τέχνη πού δέν εἶχε πρότυπα στήν Ἑλλάδα. Πραγματικά μέ ἐντυπωσίασε καί τοῦ εἶπα ὅτι εἶναι πολύ καλό. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πού μέ εὐτελῆ ὑλικά ἔφκιασε μιά ἰσοροπημένη στό χαρτί εἰκόνα, αὐτός, πού τόν θεωρούσαμε ὅλοι χωρίς πνευματική ἰσορροπία, μέ στοιχεῖα ὀνειρικά. Μοῦ ἦρθαν στό νοῦ ὅλες οἱ τάσεις τῆς ζωγραφικῆς ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αὶῶνα, ὅπου κυρίαρχο ρόλο ἔπαιζε ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ὅπως ψυχεδελική ζωγραφική, σουρεαλιστική, ναϊφ, ζωγραφική τοῦ περιθωρίου, νταντά, κ.λπ.

Δυσπίστησε στήν ἀρχή καί μέ ρώτησε ξανά ἄν πράγματι λέω τήν ἀλήθεια. Τοῦ εἶπα ναί, τοῦ λέω τήν ἀλήθεια. Ἐνθουσιάστηκε καί μοῦ λέει: Φεύγω καί σέ λίγο θά σοῦ φέρω καμμιά δεκαριά. Καί πράγματι ἄρχισε ἡ παραγωγή. Ἀργότερα μοῦ χάρισε δύο πίνακές του, πού ἔκτοτε ἔχω.

Ἀργότερα στήν Λευκάδα, ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 πίναμε πολύ συχνά μαζί καφέ στό καφενεδάκι τῆς κυρά Μάνθως, στήν κεντρική πλατεῖα. Ἀλλά καί τά βράδυα τόν συναντούσαμε συνήθως στόν Ρεγάντο.Ἔτσι ζήσαμε ἀπό πρῶτο χέρι τήν ἰδιόρρυθμη σκέψη του. Στήν ἰδορρυθμία του ἐντασσσόταν κατά γενική ὁμολογία, καί ἡ ἐπιμονή του νά προτάσσει τό Ντέ στό ὀνομά του, ἐνδεικτικό κάποιου τίτλου. Κανείς βέβαια δέν πίστευε κάτι τέτοιο.

Ἦταν ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 90 ὅταν μιά μέρα ὁ σύζυγος μου με ἐνημέρωσε ὅτι στήν μονογραφία «Κώδικες γάμων καί βαπτίσεων τῆς ἑλληνικῆς Κοινότητος Λιβόρνου, Πάτραι 1986» , ὁ ἱστορικός τῶν Πατρῶν Κ. Τριανταφύλλου, ἀναφέρεται σέ ἕναν ἀπό τούς πιό διακεκριμένους Λευκαδίους τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰῶνος. Τόν Ἰωακείμ Βαλαμόντε, ὁ ὁποῖος διετέλεσε ἐφημέριος στό Λιβόρνο (1810-1851), καί παραθέτει καί τήν εἰκόνα του.

Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι τιμήθηκε μέ ἀνώτατο μετάλλιο (χρυσοῦν σταυρόν) καί τίτλο εὐγενείας ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῆς Ρωσίας: «Εἰς ἀνταμοιβήν τῶν πόνων καί μεριμνῶν τά ὁποίας εἶχεν ἐν Λιβόρνῳ». Στό ἔγγραφο πού συνώδευσε τό παράσημο ὁ Αὐτοκράτωρ ἔγραφε ὅτι τοῦ τό ἀπονέμει «.. ὡς σημεῖον ἀξιώματος τῷ ὁποίῳ κοσμοῦνται οἱ ἀξιότατοι τῶν ἡμετέρων πνευματικῶν» δηλ. ὡς τίτλον εὐγενείας. Ἡ δημοσευμένη φωτογραφία του, φυλάσσεται στήν συλλογή τοῦ τέως δημάρχου Πατρέων Διον. Τσερώνη, τοῦ ὁποίου ὁ Βαλαμόντες ὑπῆρξε μακρινός συγγενής.

Αὐτό πού ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν δημοσίευση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ οἰκογένεια Βαλαμόντε εἶχε τίτλο εὐγενείας. Κάτι πού ὁ Βαλαμόντες πιθανόν τό ἤξερε γι’αὐτό κόλλαγε πάντα στό ὀνομά του τό Ντέ: Κώστας Ντέ Βαλαμόντε. Καί κανείς δέν τό πίστευε. Τελικά εἶχε δίκιο. Τό κείμενο μαζί μέ τήν φωτογραφία πού δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα Νήρικος τοῦ Συλλόγου Λευκαδίων Πατρῶν, (6ο Φύλλο, Ἰούνιος 1990), στάλθηκε στόν ἀείμνηστο Νίκο Πανοθῶμο ὁ ὁποῖος, μέ μεγάλη του χαρά, ἀνέλαβε νά τοῦ δώσει τό δημοσίευμα καί νά τοῦ πεῖ τό μεγάλο νέο. Ὅτι πράγματι ἡ οἰκογένεια εἶχε τίτλο, μέ ἀποδείξεις πλέον. Καί μάλιστα ὁ τίτλος δόθηκε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα τῆς Ρωσσίας καί ὅχι ὅπως συνέβαινε μέ τούς ἅλλους ἑπτανησίους ἀπό τούς Ἑνετούς καί Ἄγγλους κατακτητές.

Ὁ Βαλαμόντες συγκινήθηκε πολύ καί ὅταν ἀργότερα τόν εἴδαμε στήν Λευκάδα εἶπε στόν ἄνδρα μου, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε, ὅτι τό νέο αὐτό τοῦ χάρισε δέκα χρόνια ζωῆς. Λίγο μετά τό 2000 πῆγα στό Θέατρο Λιθογραφεῖον τῆς Πάτρας νά παρακολουθήσω μιά παράσταση. Τό θέατρο αὐτό τότε ἦταν τό μόνο ἰδιωτικό θέατρο ἐκτός τοῦ Δημοτικοῦ θεάτρου ΑΠΟΛΛΩΝ. Ἐκ τῶν ὑστέρων ἔμαθα ὅτι τό θέατρο αὐτό ἵδρυσε ὁ δικός μας, λευκαδίτης τῶν Πατρῶν, Φάνης Δίπλας, μέ τήν θεατρική ὁμάδα Βιομηχανική. Ἕνας ἐξαίρετος ἠθοποιός καί σκηνοθέτης καί ὑπεύθυνος τοῦ θεάτρου μέχρι καί τό 2014. Ὅπως μαρτυρεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεάτρου τό κτίριο ἀνῆκε σέ παλιό Λιθογραφεῖο τῆς Πάτρας. Στήν εἴσοδο τοῦ θεάτρου μού κίνησε τήν περιέργεια μιά λιθογραφική μήτρα, πού ἐξέθεταν. Προσπάθησα νά διαβάσω τό ἀνάποδο κείμενο καί εἶδα ὅτι μεταξύ τῶν ἄλλων ὑπῆρχε καί τόν ὄνομα ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕΣ.

Πέρισυ διαβάζοντας τήν περιγραφή τοῦ σημαντικοῦ Ζακυνθίου ἱστορικοῦ Παν. Χιώτη γιά τήν Πάτρα τοῦ 1883, δηλαδή γιά τήν περίοδο τῆς μεγάλης ἀκμῆς τῆς πόλεως, βρῆκα τήν παρακάτω περικοπή: «Ἐγευματίσαμεν εἰς τῆς κυρίας Ἀνέτας Δ. Τσερόνη…. Ὁ θεῖος τῆς Τσερόνης Ἰωακείμ Βελαμόντες, ἐφημέρευε τόν ναόν τῆς ἐν Λιβόρνῳ ἑλληνικῆς Κοινότητος, καί εἶχε συλλογήν πλουσίαν βιβλίων ἐκκλησιαστικῶν, εἰκόνων καί ἱερῶν κειμηλίων. Ἐλιθογράφει εἰκό­νας τεχνικωτάτας, ὧν καί ἡ τοῦ ἁγίου Διονυσίου πανομοιότυπος». (Παναγιώτης Χιώτης, Διαμονή ἐπί τέσσαρας ἡμέρας ἐν Πάτραις, 2-7 Σεπτεμβρίου 1883, περιοδικό ΚΥΨΕΛΗ Ζακύνθου, 1884). Τότε κατάλαβα γιατί στό παλαιό Λιθογραφεῖο ὑπῆρχε ἠ μήτρα μέ τό ὄνομά του. Προφανῶς συνεργαζόταν στήν κατασκευή λιθογραφειῶν.

Στό ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον βιβλίο της ἡ Ελένη Δ. Γράψα: «Η Χωροταξία της Αγίας Μαύρας, 1823. Κοντράδες καί Μαχαλάδες, από τα Αρχεία της περιόδου του Ιονίου Κράτους. Εταιρεία Λευκαδικών, Μελετών, Πρακτικά ΙΕ΄ Συμποσίου, Δρόμοι και Παράδρομοι της τοπικής Ιστορίας Αθήνα 2011, σελ. 163 -203». Καταγράφει τά ὀνόματα τῶν κατοίκων τῆς Χώρας γιά τό ἔτος 1823. Ἔτσι στόν Μαχαλᾶ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος συναντοῦμε τό ὄνομα Ρετόκριτος Βαλαμόντες καί στόν Μαχαλᾶ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, συναντοῦμε τούς Σπῦρο Βαλαμόντε, Θοδωρῆ Βαλαμόντε καί Δημήτριο Βαλαμόντε. Τούς Σπῦρο Βαλαμόντε καί Θοδωρῆ Βαλαμόντε ἀναφέρει καί ὁ Κ. Μαχαιρᾶς στήν Πολιτική καί Διπλωματική Ἱστορία τῆς Λευκάδος 1797 -1810, στίς σελίδες 356 καί 134 ἀντιστοίχως. Ἡ οἰκογένεια λοιπόν Βαλαμόντε ὑπάρχει ἀπό παλιά στήν Λευκάδα καί κυρίως ὡς κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου κατοικοῦσε καί ὁ γνωστός μας Κώστας Βαλαμόντες.

Ἕνα βράδυ, μιά μεγάλη παρέα τρώγαμε στό κέντρο Ἀδριάτικα, πού ἦταν στήν ἀρχή τῆς Κουζούντελης, στό ἀριστέρό μας χέρι. Στήν παρέα ἐκτός τῶν ἄλλων καί ὁ Βούλης καί ὁ Τάκη Προδρομίτης. Στό βάθος τοῦ κήπου καθόταν μόνος του ὁ Βαλαμόντες. Τόν καλέσαμε νά ἔρθει στό τραπέζι μας ἀλλά ἀρνήθηκε. Ἐπιμείναμε ἀλλά ἦταν ἀνένδοτος. Ὁ λόγος, ἡ ἀντιπαλότητα μέ τόν Βούλη, πού ὑποψιαζόταν ὅτι τοῦ εἶχε κλέψει κείμενα ἐπιστημονικά, τουτέστιν εἶχε διαπράξει λογοκλοπή. Καί ἐπίσης λόγω τοῦ Τάκη Προδρομίτη διότι, ὡς φίλος τοῦ Βούλη, τόν ἔπαιρνε καί αὐτόν τό σχέδιο. Στό τέλος, μέ τά πολλά, πῆγε καί τόν πῆρε ἀπό τό χέρι ὁ ἄνδρας μου, μέ τόν ὁποῖο εἶχε πολύ καλές σχέσεις καί τόν ἔφερε στό τραπέζι μας, καί ἀφοῦ δόθηκαν ἐξηγήσεις, ἄκρως θεατρικοῦ περιεχομένου, μεταξύ τῶν ἀντιμαχομένων, κάθησε μέ τόν παταγώδη γέλωτα πού ὅλοι γνωρίζουμε.Ἧταν δέ τόσο ριζικό τό τέλος τῆς παρεξηγήσεως, ὥστε μᾶς τραγούδησε κιόλας. Καί φυσικά τήν Ξανθή Βαρώνη. Ἧταν ἡ τελευταία φορά πού ἐμεῖς τουλάχιστον τόν ἀκούσαμε νά τραγουδάει. Βέβαια ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Βούλης ἦταν ὁ πιό ἐνημερωμένος βιογράφος τοῦ Βαλαμόντε μέ ἀτελείωτες ἱστορίες, πού μᾶς καθήλωναν μέ τήν γλαφυρότητα πού τόν διέκρινε. Ἀλλά καί μέ ἀφιερώσεις κειμένων καί ποιημάτων σέ αὐτόν, πού εἶναι γνωστά.

Εικονίζονται οι: Τάκης Κατωπόδης (Μαλιαρής), Κώστας Βαλαμόντε και Σπύρος Κόγκας. Στο πίσω μέρος η φωτογραφία γράφει: Το ιατροφιλοσοφικό τρίο μπελκάντο στην παραδοσιακή πάλε ποτέ ταβέρνα “ΡΕΓΑΝΤΟΣ”.
Φωτογραφικό αρχείο: Νίκος Ζαβιτσάνος

Πολλοί ἔγραψαν γιά αὐτόν, μιά καί ὅλοι, ὅσο τόν γνωρίσαμε, εἴχαμε πολλά νά ποῦμε. Ἀκόμη καί βιλίο ἀφιερώθηκε σέ αὐτόν ἀπό τήν κ. Βιβή Κοψιδᾶ – Βρεττοῦ μέ τίτλο, «Λαϊκός Σουρεαλισμός-Κώστας Ντε Βαλαμόντες – Ο αντιήρωας μιας παρα-λογικής αφήγησης».
Κάποια στιγμή πολύ ἀργότερα, ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1997, τόν συνάντησα στόν Ἅγιο Μηνᾶ. Ἔτρεξα νά τόν χαιρετήσω. Μοῦ εἶπε νά μήν τόν πλησιάσω διότι πράγματι βρισκόταν σέ κακή κατάσταση καί ἦταν καταλερωμένος πρᾶγμα ἀνήκουστο γιά τίς συνήθειές του. Τοῦ εἶπα νά πᾶμε γιά τόν καφέ. Ἀλλά μοῦ εἶπε ὄχι, μέ χαιρέτησε κουνώντας τό χέρι καί μέ μιά τραγική ἔκφραση ταλαιπωρημένου ἀνθρώπου στό πρόσωπο τράβηξε, βουβός πρός τά περιβόλια.

Δέν τόν ξανάδα.

Στό τέλος Ἰανουαρίου τοῦ 1998 ἔλαβα τό παρακάτω ψυχρό γραφειοκρατικό ἔγγραφο ἀπό τόν φίλο Σπῦρο Θᾶνο, μέ τόν τίτλο Αἰφνίδιοι Θάνατοι. Μαζί μοῦ ἔστειλε καί μιά δημοσίευσή του. Ἦταν ὁ ἐπίλογος μιᾶς ἐμφαντικῆς παρουσίας, μέ ἔντονα τά στοιχεῖα τῆς τραγικότητας, στήν μεταπολεμική μικρή μας πόλη.

Τά παραθέτω. Στήν μνήμη πλέον καί τῶν δύο.

Πηγή

Προηγουμενο αρθρο
Πανλευκάδιος – Αμβρακικός Βόνιτσας
Επομενο αρθρο
Καιρός: «Αρωμα» άνοιξης μέχρι την Τρίτη, πτώση θερμοκρασίας από Τετάρτη

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.