HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΑν τύχει να ’σαι από νησί

Αν τύχει να ’σαι από νησί

Του Δημήτρη Ε. Σολδάτου

ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΝΑ ’ΣΑΙ ΑΠΟ ΝΗΣΙ, αν τρέχει αρμύρα μες στις φλέβες σου κι όχι αίμα, αν βάρκα ήταν η κούνια σου και κύμα το νανούρισμά σου, κοχύλια τα παιγνίδια σου και προσφορίτες κι αχιβάδια, πες πως ετούτες οι γραμμές είναι σανίδες στο καρνάγιο, που προσπαθώ μ’ αυτές να φκιάξω ένα καράβι να σε ταξιδέψω…

soldatos

Θυμάμαι τα καλοκαίρια τα παλιά στο Λιβαδάκι: έναν λασπότοπο γεμάτο βούρλα πλάι στην θάλασσα. Κι εμείς, φτωχά παιδιά, κακοντυμένα και ξυπόλυτα, αγρίμια που κρυβόμαστε απ’ τον κόσμο. Για να φτάσουμε ως εκεί, περνούσαμε ξυστά απ’ τις σκηνές των γύφτων. Διαβαίναμε κάτω απ’ το μεγάλο γιοφύρι, που έζεχνε απ’ την βρωμιά και τ’ αφοδεύματα. Από πάνω τα γυφτάκια πετούσαν πέτρες, έφτυναν, μας έβριζαν στην γλώσσα τους.

Εμείς παραμέναμε σιωπηλοί, μ’ ένα αίσθημα κρυφής ανωτερότητος, προσηλωμένοι απόλυτα στον σκοπό μας: στο φτάσιμο στην θάλασσα! Την άκουγα να πάλλεται πίσω απ’ τα δέντρα, καθώς με τα γαϊδούρια πλησιάζαμε απ’ το χωριό παρέες-παρέες, κι ανατρίχιαζα, λες και θα πλάγιαζα πρώτη φορά με γυναίκα! Μύριζα το άρωμά της, τσέρνιαζαν τα ρουθούνια μου απ’ το ιώδιο, χάιδευε η αύρα της τα μαλλιά μου, τρύπωνε στο λινό πουκαμισάκι μου προκαλώντας με να γδυθώ, να μπω μέσα της, να με τυλίξει το υγρό κορμί της. Ουρλιάζοντας χυμούσα στην αγκαλιά της! Κατάπινα γουλιές αρμύρα, λες και ρουφούσα το στόμα της! Χτυπούσα τα χέρια μου στα νερά κι άφριζε τριγύρω μου ο οργασμός της! Τι παιγνίδια, τι χαρές, τι πλατσουρίσματα… Ήταν δική μου κι ήμουν δικός της!

Λίγο πιο πέρα – εκατό μέτρα απόσταση – έρχονταν τα παιδιά του διπλανού χωριού. Ο χώρος ήταν νοητά οριοθετημένος. Απ’ το καρνάγιο ως το σουδάρι, αυτοί! Από κει ως τα βούρλα εμείς. Και στο βαλτοτόπι τα γυφτάκια. Ομηρικές μάχες δίνονταν καθημερινά για την υπεράσπιση της επικράτειάς μας. Με καλάμια, με ξύλα, με μπουγελώματα…

Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως υπερασπιζόμαστε με τόση αυταπάρνηση την παραλία, γιατί δεν είχαμε τίποτ’ άλλο δικό μας να υπερασπιστούμε εκτός απ’ το τίποτα, που ανήκε, ακριβοδίκαια μοιρασμένο, σε όλους. Ένας ξένος, που θα μας έβλεπε ανακατωμένους, δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει εμάς απ’ τα γυφτάκια! Θα έβλεπε μόνον φτωχά κι εξαθλιωμένα παιδιά, το ίδιο βρώμικα, το ίδιο μαύρα, το ίδιο χαρούμενα, ν’ απολαμβάνουν κάτω απ’ τον ίδιον ήλιο την ίδια θάλασσα!

Τις νύχτες ονειρευόμουν πως βγάζει πόδια το χωριό μου, σηκώνεται και περπατάει μέχρι το Λιβαδάκι! Και κάνω έτσι, μια, και πηδάω μες στα κύματα απ’ το κρεβάτι μου!

(απόσπασμα)
Δημήτρης Ε. Σολδάτος
«Λευκαδίτικα διηγήματα»

Προηγουμενο αρθρο
Μαρίνα, Μαρίνα, Μαρίνα!!!
Επομενο αρθρο
Σχετικά με την τροφή, 18-25/07, στο Νήιον

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.