HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑπομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Μέρος Α΄

Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Μέρος Α΄

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ (1889-1912)

 

Και τώρα παιδιά μου θα σας διηγηθώ εν ολίγοις μερικά γεγονότα από την ζωήν μου.

Εγεννήθην εις Σύβρον Τέλος Δεκεμβρίου το έτος 1889 από γονείς τους μακαριστούς Νικόλαον Κακαβούλην τον πατέρα μου και την μητέρα μου Αγγελικήν το γένος Σκληρού εκ Μαραντοχωρίου. Είμεθα 6 αδέλφια 4 αγόρια και 2 κορίτσια, τα 3 έχουν πεθάνει μέχρι σήμερον και τα άλλα 3 υπάρχουμε εις την ζωήν.

Από ηλικίαν 15 ετών εργαζόμην ως γεωργός και μυλωνάς μέχρις ότου με κάλεσαν στρατιώτην. Ημουν της κλάσεως του έτους 1911. Υπηρέτησα ως κληρωτός εις Μεσολόγγιον μήνας 8. Τούτο διότι ήμουν διαθέσιμος, απελύθην τον Ιούνιον του 1912.

 Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης στη δεκαετία το 1920 -πριν χειροτονηθεί ιερέας. Εικονίζεται με την σύζυγο του, την αδελφή της και τα τρία παιδιά του.

Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης στη δεκαετία το 1920 -πριν χειροτονηθεί ιερέας. Εικονίζεται με την σύζυγο του, την αδελφή της και τα τρία παιδιά του.

Ο πόθος μου τότε ήτο να μεταβώ στην Αμερικήν για να καλλιτερεύσω την οικογενειακήν μας ζωήν οικονομικώς. Μετά βασάνων κατόρθωσε ο μακαρίτης ο πατέρας μου να μου εξοικονομήση το εξ 75 δραχμών εισιτήριόν μου απο Πάτρας μέχρι Ν. Υόρκης. Εν τέλει μας το έδωσε ο τότε πράκτορας εν Βασιλική Γεωρ. Κατηφόρης.

Από Πάτρας φύγαμε με άλλους πολλούς και φθάσαμε εις Ν. Υόρκην την 1ην Αυγούστου έπειτα απο 17 ημέρες ταξείδι. Εκεί ηργάσθηκα σε ξενοδοχείον μέχρι τον Δεκέμβριον του 1912.

Η είσοδος στην Αμερική (Νήσος Έλις) του Κωνσταντίνου Κακαβούλη
Η είσοδος στην Αμερική (Νήσος Έλις) του Κωνσταντίνου Κακαβούλη

Εν τω μεταξύ εκηρύχθη ο Βαλκανικός πόλεμος τον Σ/βριον του 1912. Εκτοτε ελάβαινα απο τον πατέρα μου 2 γράμματα την εβδομάδα και μου έγραφε να έλθω να πολεμήσω για την πατρίδα. Κατ’ αρχάς εγώ δεν αποφάσιζα να έλθω τόσον γρήγορα στην Ελλάδα, διότι ούτε και χρήματα δεν είχα διότι όταν εκηρύχθη ο πόλεμος είχα δαπανήσει κάτι λίγα χρήματα. Είχα στείλει στον πατέρα μου για να πληρώση το εισιτήριον που είχαμε χρεωθή, έφκιασα και κάτι ρούχα και δεν είχα παρά μόνον 30 Δολλάρια ίσα ίσα για το εισιτήριον.

Οταν όμως έλαβα το τελευταίο του γράμμα εις το οποίον μου έγραφε, ότι πολεμά η πατρίς και εάν δεν έλθης να πολεμήσης για την Πατρίδα θα σε διαγράψω από παιδί μου, αυτό το γράμμα έπεσε σαν κεραυνός επάνω μου. Πολύ στενοχωρήθηκα που δεν είχα χρήματα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Βλέποντας αυτήν την κατάστασιν ο μακαρίτης δεύτερος μου εξάδελφος Αναστάσιος του Λεωνίδα Κακαβούλη με τον οποίον μέναμε στο ίδιον δωμάτιον με παρακίνησε να επιστρέψω στην Ελλάδα και θα μου έδιδε κι’ αυτός 30 Δολλάρια τα οποία είχε. Πράγματι λοιπόν βγάλαμε το εισιτήριον απο Ν. Υόρκη εις Πειραιά 30 Δολλάρια και τα άλλα 30 τα είχα στην τσέπη.

Κατά τα τέλη Δ/βρίου 1912 αναχωρήσαμε απο την Ν.Υόρκην μέσω Ευρώπης και βγήκαμε στην Χάβρη και αφού περάσαμε από το Παρίσι και καθήσαμε εκεί επί μίαν ώραν, φύγαμε σιδηροδρομικώς δια Μασσαλίαν. Παραμείναμε εκεί 5-6 ημέρας και κατόπιν φύγαμε δια θαλάσσης και φθάσαμε εις Πειραιά την 31ην Δ/βρίου 1912. Την επομένην 1ην Ιανουαρίου εορτήν του Αγίου Βασιλείου φύγαμε με το ατμόπλοιον Νίκη και μετά από 24ωρον ταξείδι φθάσαμε στην Βασιλικήν Λευκάδος. Εκεί περίμενε ο πατέρας μου ο οποίος κατασυγκεκινημένος με έβαλε στην αγκαλιά του και με καταφιλούσε. Απ’ εκεί πήγαμε εις Σύβρον περπατώντας και όταν πήγα στο σπίτι η μακαρίτισσα η μητέρα μου λιποθύμησε απο την χαράν της που με ξαναείδε. Παρέλειψα να σας πω ότι και όταν έφευγα για την Αμερική όταν πήγα να την αποχαιρετήσω και τότε λιποθύμησε και έπεσε κατά γης.

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1913 –ΜΑΙΟΣ 1914

ΣΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙ

Στο Χωριό βρήκα και άλλους περί τους 15 Χωριανούς μετανάστες και αφού καθήσαμε λίγες μέρες να ξεκουρασθούμε κατόπιν όλοι μαζί φύγαμε για την Αθήνα και παρουσιασθήκαμε εις τα έμπεδα Αθηνών.

Μετά απο 20 ημέρες μας έφυγαν με αποστολην για το Μπιζάνι. Φθάσαμε εκεί την 20ην Φ/αρίου παραμονήν της πτώσεως του Μπιζανίου και των Ιωαννίνων.

Εκεί έτυχε ο Λόχος μου να παρίσταται εις την παράδοσιν των αιχμαλώτων. Μετά συνεκεντρώθησαν όλοι οι αιχμάλωτοι εις την πεδιάδα των Ιωαννίνων και γύρω απο τους αιχμαλώτους φυλάγαμε σκοποί. Την νύχτα μου είπε ένας απο τους αιχμαλώτους παρακαλώντας με να του επιτρέψω να φύγη να πάει στο σπίτι του. Αυτός μου είπε πως είναι απο την Πάργα. Αρχικώς του ηρνήθην, αλλά κατόπιν εκάμφθην απο τας παρακλήσεις του και του επέτρεψα και έφυγε.

Μετά απο 2 ημέρες μας ανέβασαν πάλι στο Μπιζάνι και μας έβαλαν να καταλαμβάνουμε τα πυροβόλα των Τούρκων τρέχοντας και να ανεβαίνουμε καβάλα εις αυτά δια να βγάζουν κινηματογραφικές ταινίες. Οταν κατεβήκαμε πάλιν εις την πεδιάδα των Ιωαννίνων εκεί είδα πράγματα φρικτά. Ενας Τούρκος έκοβε απο ένα άλογο ψόφιο κρέας και το έτρωγε ωμό. Οταν τρώγαμε ερχόταν οι αιχμάλωτοι και μάζευαν τα τριμόψιχα απο το ψωμί. Βρήκαμε στα χαρακώματα τους κριθάρι σε τεψά μέσα που το έψεναν να το φάγουν. Εως ότου τακτοποιηθούν για να τους δώσουν ψωμί και συσσίτιο υπέφεραν πολύ.

Μετ’ ολίγας ημέρας πήγαμε στα Γιάννενα δεν μας άφησαν όμως μέσα στην πόλη και καταυλισθήκαμε έξω απο αυτήν. Εκεί μείναμε λίγες ημέρες και κατόπιν φύγαμε για το Αργυρόκαστρο. Φθάσαμε στο Τεπελένι και 2 ημέρες βαδίζαμε σε κάτι χωριά πέραν απο το Τεπελένι πήγαμε εκεί και κάναμε αφοπλισμό.

Μάχη Μπιζανίου 1

ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ – Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ

Μετά απο λίγες ημέρες γυρίσαμε πάλι στο Τεπελένι και εκεί αρρώστησα. Πήγα στον γιατρό, τον μακαρίτη Κων/νον Καββαδά (Γεργούτσο) ο οποίος με έβγαλε υγιή. Παρά τας διαμαρτυρίας μου αυτός επέμενε ότι δεν έχω τίποτε. Ευτυχώς και ήτο και άλλος γιατρός ο μακαρίτης ο … και αυτός έδωσε προσοχήν εις τας διαμαρτυρίας μου και με έστειλε σε ένα πρόχειρο αναρρωτήριον. Την επομένην πρωί ήλθε άλλος γιατρός και μόλις με εξήτασε διέταξε να με μεταφέρουν στο Αργυρόκαστρο που είχε Νοσοκομείον.

Από Τεπελένι εις Αργυρόκαστρον κατατυράνησα τον καημένον τον ημιονηγόν διότι κάθε τέρτατο της ώρας έπρεπε νε κατέβω απο το ζώον, επειδή είχα πόνους στην κοιλιά, ευκοιλιότητα με αίμα. Φθάσαμε τέλος πάντων κατά την δύσην του ηλίου εις το νοσοκομείον Αργυροκάστρου. Εκεί μία νοσοκόμα που ήτο στο μπαλκόνι με υπεδέχθη με ύβρεις και απειλάς. Πήγα στο γιατρό ο οποίος κι’ αυτός μου είπε δεν έχω τίποτε και δεν μου έδωσε καμίαν σημασίαν.

Ευτυχώς εκεί υπηρετούσε ένας γνωστός μου νοσοκόμος και με έβαλε σε ένα θάλαμο και μου έδωσε ένα κρεβάτι. Δεν άργησε όμως και την επομένη εξεδηλώθη η ασθένεια μου, εις βαρυτάτην μορφήν κοιλιακού τύφου. Περιήλθον εις αφασίαν, παρ’ ότι όμως ευρισκόμην εις αφασίαν ενεθυμήθην μίαν εντολήν του πατέρα μου που μου έδωσε όταν έφευγα για στρατιώτης. “Παιδί μου θέλω ό,τι σου συμβαίνει να μου το γράφεις”, τότε εγώ άρχισα όπως μου έλεγαν κατόπιν να φωνάζω τηλεγραφήστε του πατέρα μου. Ηταν εκεί μερικοί πατριώτες του πατέρα μου αλλά ο γιατρός δεν τους άφηνε να του τηλεγραφήσουν γιατί θα πέθαινα και τι να έλθει ο πατέρας μου στο Αργυρόκαστρο αφού δεν υπήρχε καμία ελπίς ότ θα ζήσω διότι η μορφή της ασθενείας ήτο πολύ βαριά.

Την επομένην και πάλιν ήλθον οι ίδιοι πατριώτες μου να με επισκεφθούν και πάλιν εγώ διαρκώς εφώναζα τηλ/στε του πατέρα μου. Τότε ένας απ’ αυτούς είπε ότι πρέπει να του τηλ/σουμε και ας κάμη όπως θέλει αφού είναι επιθυμία του ασθενούς. Του τηλ/σαν λοιπόν, κι’ αυτός απήντησε ότι έρχεται. Μου ανήγγειλαν το τηλεγράφημα αλλ’ εγώ ευρισκόμενος εις αφασίαν δεν καταλάβα πολλά πράγματα.

Την 8ην ημέραν μετά την εισαγωγήν μου εις το Νοσοκομείον, βλέπω στην θύρα του θαλάμου ένα γέροντα που ερωτούσε που βρίσκεται ο στρατιώτης Κακαβούλης. Αμέσως παρ’ ότι δεν γνώριζα κανένα τον γνώρισα και τον φώναξα εδώ πατέρα. Μπήκε μέσα ο μακαρίτης και ήλθε κοντά στο κρεβάτι μου και έπεσε επάνω μου και με καταφιλούσε κάνοντας μου θάρρος ότι τώρα που ήλθα εγώ θα γίνεις καλά. Επειτα είχα πολύ πυρετό και μεγάλη φλόγωση. Μου είχαν δίπλα στο κεφάλι μου μια λεκάνη με νερό και βούταγα μέσα το κεφάλι μου και το οποίον έβγανε από την φλόγωσιν που είχα σύννεφα καπνού. Κάθησε ο πατέρας μου δίπλα μου και μου έκανε θάρρος.

Τέλος ήλθε ο γιατρός ο οποίος είπε στον πατέρα μου ανεπιφυλάκτως: Γιατί να έλθης εδώ που το παιδί σου θα πεθάνη; η μορφή αυτή είναι τόσον βαριά που δεν αφήνη ελπίδες ζωής και να φύγης να πας στο σπίτι σου διότι δεν γνωρίζουμε το πότε θα πεθάνει πάντως δεν πρόκειται να ζήση. Και ο πατέρας μου του απάντησε ότι θα καθήσω έως ότου πεθάνει θα το κηδεύσω και τότε θα φύγω. Τότε ο γιατρός υπεχώρησε και είπε στον πατέρα μου αφού θα καθήση να πηγαίνη όποια δήποτε ώρα είναι ανάγκη και νύκτα ακόμη να τον ξυπνάει. Διέταξε ο γιατρός να του δώσουν κρεβάτι μέσα στον ίδιον θάλαμο να κοιμάται κοντά μου. Αυτό μου έδωσε μεγάλο θάρρος και σιγά σιγά άρχισε η ασθένεια να υποχωρή και μια ημέραν λέγει ο γιατρός στον πατέρα μου. Ξέρεις κ. Κακαβούλη ο ασθενής φαίνεται ότι είναι ένας απο τους 1000ους που γλυτώνουν απ’ αυτήν την ασθένειαν και τουτο εξαρτάται από τον οργανισμό του ασθενούς.

Κάθησε ο πατέρας μου 40 ημέρες μέσα εις το Νοσοκομείον. Είχα αρχίσει να αναρρώνω και να θέλω να φύγω για το σπίτι μου. Είχα καταντήσει σαν μικρό παιδί. Ο πυρετός όμως δεν έπεφτε απο το 38. Τέλος παρεκάλεσε ο πατέρας τον γιατρό να μου δώση άδειαν να φύγω αλλ’ αυτός ηρνήτο εφ’ όσον είχα πυρετό.
Τέλος εκάμφθη ο γιατρός και μου έδωσε 50 ημέρες άδειαν.

Επρεπε να φύγω με ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Με κατέβασαν 2 Νοσοκόμοι καθισμένον σε μίαν καρέκλα στο αυτοκίνητο, αλλά ο σωφέρ δεν ήθελε να πάρη τον πατέρα μου. Εκεί ήτο ένας αξιωματικός ο οποίος είπε στον πατέρα μου να παραμείνη αυτός και θα με προστάτευση αυτός μέχρι τα Ιωάννινα. Θα με βάλη σε ξενοδοχείον και την επομένην που θα ήρχετο ο πατέρας μου θα με εύρισκε εκεί. Αλλ’ ο πατέρας μου δεν ήθελε να το δεχθή και έλεγε στον αξιωματικό. Δεν στο δίνω το παιδί μου που έκαμα τόσα να το αναστήσω γιατί εσύ μόλις φθάσης στα Γιάννενα θα κτυπάς το σπαθί σου και θα κυτάζης τα παράθυρα να βλέπης τις κοκότες. Τότε ο αξιωματικός βγάζει το σπαθί του να κτυπήση τον πατέρα μου και ο πατέρας μου του έλεγε. Βάρει ωρέ. Το σπαθί και τα γαλόνια το παιδί μου στα έδωσε. Εγώ εφωναζα ότι δεν πάω πουθενά χωρίς τον πατέρα μου. Τότε με κατέβασαν απο το αυτοκίνητο και με κάθησαν σε μια καρέκλα και ο μακαρίτης ο πατέρας μου γύρισε όλο το Αργυρόκαστρο για να εύρη ένα κρεβάτι να ξαπλώσω, αλλά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχον κρεβάτια στα μέρη εκείνα. Ολοι πτωχοί και πλούσιοι κοιμούνταν σε ψάθες. Τότε κατ’ ανάγκην με έβαλαν πάλιν οι νοσοκόμοι στην καρέκλα και με ανέβασαν στο νοσοκομείον και με έβαλαν στο ίδιο κρεβάτι που ήμουνα 50 ημέρες άρρωστος, και τότε από την στενοχώρια μου και την ταλαιπωρίαν είπα ότι είναι γραμμένο να πεθάνω στο Αργυρόκαστρο στο ίδιο κρεβάτι που ήμουν 50 ημέρες άρρωστος.

Επεθύμησα να φάγω μίαν σούπα με ντομάτα. Γύρισε ο πατέρας μου όλα τα ξενοδοχεία του Αργυροκάστρου δεν υπήρχον τέτοια φαγητά. Τα φαγητά εκεί τα έκαναν όλα γιαχνιστά.

11

Συνεχίζεται

line1

Διαβάστε το Α΄ μέρος [ΕΔΩ].Β΄ [ΕΔΩ]. Γ΄ [ΕΔΩ]. Δ΄ [ΕΔΩ]. Ε΄ [ΕΔΩ].Ζ΄ [ΕΔΩ]. Η΄ [ΕΔΩ]. Θ΄ [ΕΔΩ].Ι΄ [ΕΔΩ].Κ’ [ΕΔΩ].Λ’ [ΕΔΩ].Ε [ΕΔΩ]

Προηγουμενο αρθρο
Οι ομορφιές και τα... ναυάγια του διαύλου
Επομενο αρθρο
Eιδική συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου για την εκλογή προέδρου, την Τρίτη 18/10

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.