HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΑπομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Επιστροφή στο μέτωπο – Μέρος Γ΄

Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Επιστροφή στο μέτωπο – Μέρος Γ΄

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Πήρα το μπαστούνι και έφυγα για την Αθήνα.

Παρουσιάσθηκα στην υγειονομική επιτροπή η οποία με έβγαλε υγειή και μου έγραψε εις το φύλλον πορείας να μεταβώ στο σώμα μου. Κάποιος καλός Χριστιανός μου έκανε μίαν αναφοράν εις τον τότε αρχίατρον Αιγιαλίδη και με παρουσίασε ενώπιον του διάβασε την αναφοράν, ανεγνώρισε την ανάγκην που είχα δια νοσηλείαν αλλά μας είπε ότι δεν έχει δικαίωμα να μου δώση άδειαν εκτός και εισαχθώ εις Νοσοκομείον. Τότε πήγα πάλιν εις την υγειονομικήν επιτροπήν με την αναφορά, μόλις με είδαν με εγνώρισαν και ένας από τους 2 γιατρούς κτύπησε το χέρι του επάνω στο τραπέζι και είπε: Και τώρα τι να τον κάνουμε; Είναι εκείνος που λέγαμε προχθές. Μου έγραψαν στο φύλλον πορείας 4 ημέρες ελευθέρας και κατόπιν να μεταβώ στο σώμα μου.

Πήγα στο λόχο προσκολήσεως και την επομένην πήγα πάλιν στον γιατρό, διέταξε τον νοσοκόμο να με θερμομετρήση, και για πρώτη ημέρα απο της αρχής της ασθενείας μου βρέθηκα απύρετος. Εφ’ όσον λοιπόν δεν είχα πλέον πυρετόν αποκλείετο να εισαχθώ εις Νοσοκομείον για να πάρω νέαν αναρρωτικήν άδειαν. Μόλις λοιπόν πέρασαν οι 4 ημέρες που ήμουν ελεύθερος αναχώρησα απο την Αθήνα δια Θεσσαλονίκην σιδηροδρομικώς και πάλιν εκεί πήγα στον γιατρό.

Εκεί ήτο βοηθός του ένας νοσοκόμος που υπηρετούσε όταν ήμουν εγώ ασθενής εις το Νοσοκομείον Αργυροκάστρου,και του είπα εγώ είμαι και αυτός μου είπε πάλιν: Εγώ σε νόμιζα ότι ήσουν πεθαμένος πλέον και θαύμα μου φαίνεται πως γλύτωσες και άρχιζε να εξιστορή στον γιατρό τα της ασθενείας μου. Τότε ο γιατρός είπε: Φαίνεται ο καημένος που έχει ανάγκην περιθάλψεως έως ότου γίνη τελείως καλά. Μου έδωσε εισιτήριον για το νοσοκομείον Θεσσαλονίκης. Πήγα στο νοσοκομείον με κράτησαν 4 ημέρες και κατόπιν μου έδωσαν φύλλον πορείας και τροφοδοσίαν 4 ημερών και με άλλους συναδέλφους αναχωρήσαμε πεζοί δια το μέτωπον που τότε πολεμούσαμε με την Βουλγαρίαν.

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Οταν περπάτησα λιγάκι κουράστηκα και δεν ημπορούσα να προχωρήσω πλέον. Πέταξα τον γιλιό και την κουβέρτα και κράτησα το όπλο, τα φυσίγγια και την χλαίνη μου και προχωρούσα σιγά σιγά. Οι άλλοι που είμεθα μαζί εις το φύλλον πορείας έφυγαν και τους έχασα πλέον. Σιγά σιγά έφθασα στο μέτωπο. Καθ’ οδόν συνήντησα δύο Χωριανούς μου, τον Γεωρ. Τζανή Χαλικιά και Γρηγόριον Κονιδάρη ελαφρώς τραυματίας και μου είπαν ότι έγινε ανακωχή.

6

Προχώρησα χωρίς πλέον φύλλον πορείας διότι το είχαν πάρει οι σύντροφοί μου. Εφθασα μέχρι Τσουμαγιάς. Εκεί αντάμωσα μερικούς Λευκαδίτες μεταξύ των οποίων ήτο και ο αδελφός μου Μιχαήλ. Ητο της κλάσεως 1913, τους είχαν πάρει προ μηνός και τους έστειλαν στο μέτωπο. Πήγα και παρουσιάστηκα στον υπασπιστή της 2ας Μεραρχίας ο οποίος αντί να με λυπηθή και να με ανακουφίση στα χάλια που βρισκόμουνα, μου είπε ποιός ξέρει τι κουραμπιές είσαι! Εγώ του απάντησα ότι σας πληροφορεί η παρουσία μου και έφυγα. Μου έδωσε σημείωμα για το Κρητικό σύνταγμα το οποίον συνήντησα σ’ένα χωριό στο Μελένικο.

Απ’ εκεί πήγαμε στο Νευροκόπι. Ητο μην Αυγουστος, ήτο η εορτή της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο. Εκεί είχε καλαμπόκια πολλά και αγριοστάφυλα και έτρωγα πολλά απ’ αυτά. Να ξημερώνη λοιπόν της Παναγίας με έπιασαν φοβεροί πόνοι στην κοιλιά και 40 πυρετός. Την άλλην ημέραν έφεραν γιατρό μ’ εκοίταξε και διέταξε να με φύγουν αμέσως για το νοσσοκομείον Δράμας με αυτοκίνητο.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ

Εφθασα στην Δράμα, μπήκα στο νοσοκομείο, εκεί προσπαθούσε ο καημένος ο γιατρός με όλα τα μέσα να με αφήση ο πυρετός, αλλά δεν ημπορούσε να κάμη τίποτε κι’ αυτός απορούσε για την κατάστασή μου.

Ο πυρετός αυτός μ’ έπιανε κατά τις 9 η ώρα το βράδυ με κρύο, ανέβαινε μέχρι 40 βαθμούς και κοντά να φέξη με άφηνε, ούτως ώστε στο φύλλον ασθενείας με παρουσίαζε απύρετον. Είπα στον γιατρό την κατάστασή μου και διέταξε τον νοσοκόμο όταν μου ανέβη ο πυρετός να τον φωνάξω να με θερμομετρήση. Οταν αισθάνθηκα ότι μου ανέβηκε ο πυρετός φώναξα τον νοσοκόμο να με θερμομετρήση αλλ’ αυτός δεν ήθελε και όταν του είπα ότι θα τον αναφέρω το πρωί στον γιατρό ήλθε και μου έβαλε το θερμόμετρο το οποίον σήκωσε 40 βαθμούς. Τότε μου είπε έχεις δίκιο και με συγχωρείς που εφέρθηκα έτσι, αλλά αυτό είναι σπάνιο όλην την ημέρα να είσαι απύρετος και το βράδυ να σου αναβαίνη αυτός ο πυρετός. Την επομένη ημέρα ήλθε ο γιατρός και είδε στο φύλλο μου τον πυρετό μεταχειρίσθηκε όλα τα μέσα αινέσεις, κινίνο, καθαρτικά αλλά ο πυρετός επέμενε.

17

Εκάθησα 20 ημέρες στο νοσοκομείον χωρίς καμίαν βελτίωσιν της υγείας μου. Τότε ειπα στον γιατρό εάν του είναι δυνατόν να μου δώση λίγη άδεια αλλά μου είπε ότι έχουν απαγορευθή οι άδειες και τότε του είπα να με βγάλη από το νοσοκομείον γιατί βαρέθηκα πλέον εκεί μέσα χωρίς καμίαν βελτίωσιν της υγείας μου. Τότε μου είπε κι’ εγώ το βλέπω παιδί μου πως δεν ημπορώ πλέον να σου φανώ χρήσιμος, το σύνταγμα σου είναι εδώ κοντά καταυλισμένο θα σε αφήσω 4 ημέρες ελεύθερον υπηρεσίας, πάρε και 4 σωληνάρια κινίνο και πάλιν εδω είμαστε. Πήρα τα πράγματα και έφυγα από το νοσοκομείον κατά την δύσιν του ηλίου.

Εις την έξοδον της πόλεως Δράμας συναντήθηκα με ένα Ανθυπίατρο ο οποίος με ρώτησε εισέρχεσαι εις το νοσοκομείον η εξέρχεσαι; Εγώ του απήντησα ότι εξέρχομαι και μου λέγει αυτός ποιός κερατάς γιατρός σε έβγαλε από το νοσοκομείον σε τέτοια χάλια που είσαι; Τότε του είπα εγώ ότι δεν φταίει ο γιατρός αλλ’ εγώ μόνος μου ζήτησα να εξέλθω, διότι δεν ημπορούσα να παραμείνω άλλο εκεί μέσα αφού πέρασαν 20 ημέρες και καμίαν βελτίωσιν δεν είδα. Τότε με άφησε και έφυγα, έφθασα στον καταυλισμό σούρουπο.

ΑΡΡΩΣΤΟΣ  ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟ

Πήγα στο ένα αντίσκηνο τους έλεγα να βάλω κι’εγώ το αντίσκηνο μου και να μείνω μαζύ τους αλλά δεν εδέχοντο. Μου έλεγαν ότι είναι συμπληρωμένο. Πήγα σε άλλα δύο τρία αντίσχοινα αλλά την ίδια απάντησιν μου έδιδαν. Τότε μου πέρασε απο το μυαλό ότι είμαι φυματικός και γι’ αυτό δεν με δέχονται. Δεν εγνώριζα δε κανέναν στον λόχο διότι αρρώστησα και έφυγα για το νοσοκομείο προτού γνωρίσω κανένα ήτο δε όλοι Κρητικοί, τρείς μόνον ήτο παλαιοελλαδίτες.

Αυτή η σκέψις ότι είμαι φυματικός με έφερε σε μεγάλην μελαγχολία και απαγοήτευσιν. Πήγα παρά πέρα έστησα όπως μπορούσα το αντίσχοινό μου μόνος και έπεσα από κάτω να πεθάνω πλέον, αλλά ως εκ θαύματος πέρασε η νύχτα εκείνη και δεν με έπιασε πυρετός. Είχα πάρει το βράδυ 5 χαπάκια κινίνο το οποίον έπαιρνα και στο νοσοκομείον και φασόλια από το καζάνι. Περνάει και η δεύτερη βραδυά πουθενά πυρετός και η τρίτη και η τέταρτη βραδυά χωρίς πυρετό.

Εν τω μεταξύ έρχεται προς επίσκεψίν μου ο μακαρίτης και πολύ αγαπητός εξάδελφός μου Στέλιος Μομφεράτος ο οποίος ήρχετο κάθε ημέρα στο νοσοκομείο και με έβλεπε και μου έφερνε ένα μπουκάλι γάλα. Πήγε την ημέρα που έφυγα και δεν με βρήκε και νόμισε πως πέθανα. Δεν πίστευε τους άλλους ασθενείς και τους νοσοκόμους ότι εξήλθα και ζήτησε το πρωτόκολλον για να βεβαιωθή. Ηλθε λοιπόν στον καταυλισμό και με είδε και ήρχετο τακτικά, και με έβλεπε.

Μόλις τελείωσαν οι 4 ημέρες που ήμουνα ελευθέρας από τον γιατρό του νοσοκομείου πήγα πάλιν στον γιατρό ο οποίος και αυτός με άφησε 4 ημέρες ελεύθερον. Εν τω μεταξύ μίαν από αυτάς τας ημέρας με κάλεσε ο Λοχαγός κ. Σπυρίδων Βλισμάς εις το γραφείον του και μόλις με είδε μου είπε: Εσύ είσαι Κακαβούλη που είχαμε στο Μεσολόγγι;, ήτο τότε Ανθυπολοχαγός. Μάλιστα του λέγω κ. Λοχαγέ. Και γιατί όταν άκουσες ότι έχεις Λοχαγό τον Βλισμά δεν ήλθες να σε γνωρίσω; Του απάντησα ότι έχω απαγοητευθή από την αρρώστεια και δεν ημπορώ ούτε να μιλήσω έχω βαρεθεί την ζωήν μου πλέον. Τότε αυτός μου είπε: Μην φοβάσαι τίποτε τώρα που ήλθες στα χέρια τα δικά μου.Αμέσως φώναξε τον επιλοχία και του είπε, να προσέξης τον Κακαβούλη γιατί τον είχα στο Μεσσολόγγι και είναι από τους εξαιρετικούς στρατιώτες. Ευχαρίστησα τον Λοχαγό και έφυγα μαζί με τον επιλοχία, ο οποίος μου είπε αν θέλω να πάω στα μεταγωγικά. Εγώ του απήντησα ότι δεν δύναμαι να κρατήσω το μουλάρι. Τότε μου είπε καλά, σε λίγες μέρες μου είπε εάν ημπορώ να με αποσπάση στην αποθήκη του λόχου. Δέχθηκα την απόσπασιν αυτήν διότι δεν ήτο βαρειά η υπηρεσία αυτή.

Εκεί η αποθήκη είχε άφθονα τρόφιμα, βούτιρο, τυρί, κ.λ.π. Επαιρνα το συσσίτιό μου αμαγείρευτο μαζί με τον επιλοχία και τον σιτιστή και τα μαγειρεύαν αυτοί και τρώγαμε μαζί. Εκεί εγίναμε πλέον φίλοι και οι τρείς. Ο πυρετός εξέλιπε πλέον και η υγεία μου βελτιώθηκε καταπληκτικά. Αρχισα να παχαίνω, καλοζωία και καθησώνι. Πήγαινα κάθε απόγευμα μέσα στην Δράμα κι’ έτρωγα 2 μερίδες στιφάδο, είχα μίαν όρεξη καταπληκτική.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ

Μετά από ένα μήνα περίπου φύγαμε από την Δράμα πήγαμε στο Μοναστήρι σιδηροδρομικώς και απ’ εκεί στην Φλώρινα πορεία. Στην Φλώρινα καθήσαμε κάνα μήνα και κατόπιν φύγαμε για την Κοριτσά. Περάσαμε από ένα χωριό που λέγεται Πισοδέρι, εκεί που σκότωσαν τον Παύλο Μελλά και να ξημερώνη του Αγίου Δημητρίου φθάσαμε κατόπιν τετραημέρου πορείας.
Αυτήν την νύκτα έκανε μεγάλη κακοκαιρία, αστραψές, βροντές και ραγδαία βροχή. Αυτήν την νύχτα έπεσε κεραυνός και έσχισε ένα τζαμί στην Κοριτσά στα δύο. Από την κορυφή έσχισε τον μιναρέ εως κάτου, μάλιστα τότε εθεωρήθεη ως θαύμα.

Καθήσαμε στην Κοριτσά περίπου 2 μήνες και απ’ εκεί κατεβήκαμε στην Ερσέκα. Εκεί ζήτησα να μετατεθώ στο 15ο σύνταγμα που ήτο πολλοί πατριώτες μεταξύ των οποίων και ο αγαπητός εξάδελφος Στέλιος Μομφεράτος.

128

Ενεκρίθει η μετάθεσίς μου και έφυγα απο την Ερσέκα και πήγα στην Μπορόβα. Απ’ εκεί πήγαμε στην Μοσχόπολη και εις άλλα χωριά της Βορείου Ηπείρου.

Κατά τον Μάρτιον μήνα ήλθε διαταγή να εκκενώσουμε την Βόρειον Ήπειρον διότι έγινε αυτονομία και την παραδώσαμε εις την Καραμπιναρία της Ιταλίας. Ηλθανε εκεί ως προστάται των Αλβανών.

Θρήνος και κλαυθμός κατέλαβε τους κατοίκους της περιοχής εκείνης οι οποίοι έφυγαν πλέον από τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες. Τότε σχηματίσθηκαν αντάρτικα σώματα από Βορειοηπειρώτες. Πήγαν και πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες από τον Ελληνικό στρατό μεταξύ των οποίων και ο επιλοχίας μου. Ηθελα να πάω κι’ εγώ αλλά δεν με άφησε αυτός, μου είπε ότι εγώ πάω για γαλόνια ενώ εσύ είσαι απλός στρατιώτης και σε λίγο καιρό θα απολυθής και έτσι δεν πήγα στα αντάρτικα.

Κατόπιν μείναμε λίγες ημέρες στο Λιασκοβίκι κι’ απ’ εκεί πήγαμε στην Κόνιτσα. Εκεί κάναμε Πάσχα το 1914, το Πάσχα του 1913 το έκαμα στο Αργυρόκαστρο και τοΠάσχα του 1912 στο Μεσσολόγγι. Από την Κόνιτσα κατεβήκαμε στα Μεσογέφυρα και εκεί πήρα απολυτήριον.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης στη δεκαετία το 1920 -πριν χειροτονηθεί ιερέας. Εικονίζεται με την σύζυγο του, την αδελφή της και τα τρία παιδιά του.
Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης στη δεκαετία το 1920 -πριν χειροτονηθεί ιερέας. Εικονίζεται με την σύζυγο του, την αδελφή της και τα τρία παιδιά του.

Την 21ην Μαίου 1914 έφθασα το μεσημέρι στο σπίτι μου, την ημέρα του Αγίου Κων/νου που έχω την εορτή μου, τους βρήκα μεσ’ την ώρα που τρώγανε. Οταν με είδανε τους ήλθε σαν ψέματα πως με βλέπουνε πίσω στο σπίτι, έπειτα από την κατάσταση που ήμουνα όταν έφυγα από το σπίτι άρρωστος. Κάθησα φάγαμε και είμαστε όλοι χαρούμενοι.

Το βράδυ μετά το φαγητό αρχίσαμε την συζήτηση τι θα έκανα αφού γύρισα στο σπίτι. Εγώ εξέφρασα την γνώμην να ξαναπάω στην Αμερική αλλ’ οι γονείς μου, επ’ ουδενί λόγω ήθελαν να ακούσουν τέτοιο πράγμα. Ελεγε ο πατέρας μια φορά σε άφησα και έφυγες από την αγκαλιά μου, δεύτερη φορά δεν γίνεται αυτό,η δε μητέρα μου έκλαιγε. Μάλιστα ο πατέρας μου έλεγε ότι θα καθήσω στο σπίτι και θα με παντρέψουν, ήμουν τότε 25 ετών. Εγώ ηρνούμην το γάμο, όχι ότι δεν ήθελα να παντρευτώ αλλά οι γονείς μου επέμεναν ότι δεν θα με αφήσουν να φύγω και θα με παντρέψουν. Τότε υπεχώρησα εγώ πλέον και συγκατατέθηκα να παντρευτώ.

Συνεχίζεται

Διαβάστε το Α΄ μέρος [ΕΔΩ]

Διαβάστε το Β΄ μέρος [ΕΔΩ]

Προηγουμενο αρθρο
Δημήτρης Γ. Γαρύφαλλος: Απέναντι στην Λάσπη των Ανωνύμων
Επομενο αρθρο
Πανικός στην Ιταλία από δύο ισχυρές δονήσεις: 6,3 και 5,4 Ρίχτερ -Πληροφορίες για τραυματίες

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.