Από τη δώθε μεριά που βρίσκονταν τα χάνια…
Τα πρωινά στην πλατεία του Αγίου Ματθαίου γινόταν μεγάλη φασαρία. Δίπλα απ’ τα χάνια ήταν τα σιδεράδικα, που ΄φκιαναν πέταλα, τσεκούρια και τσαπιά….
Από τη δώθε μεριά που βρίσκονταν τα χάνια, ο τόπος μύριζε σβουνιά φρέσκη. Το χειμώνα, τα κρύα πρωινά, καθώς κοπρίζονταν τα ζώα, έβλεπες τον αχνό της ζεστής κόπρου. Σου πιανόταν η αναπνοή.
Οι πεταλωτήδες δούλευαν όλο το πρωί, σχεδόν ασταμάτητα. Η τέχνη τους φάνταζε κάπως συναρπαστική κι επικίνδυνη. Τους έβλεπες να σκύφτουν δίπλα στ’ άλογο, φώναζαν ένα «σήκω το», άρπαζαν το λυγισμένο ποδάρι του αλόγου και το στερέωναν ανάμεσα στα γόνατά τους μ’ ένα τρόπο παράξενο. Ύστερα με την τανάλια ξεκάρφωναν τα παλιά φαγωμένα πέταλα. Έπαιρναν στα σβέλτα τη φαλτσέτα κι έκοβαν το νύχι του αλόγου ώσπου να ισιάξει. Έπειτα, πάλι στα σβέλτα, κάρφωναν τα καινούρια πέταλα, λιμάριζαν τις κορφές απ’ τα καρφιά, έδιναν και μια-δυο με τη λίμα στο πέταλο για να κάνει χαρακιές και να μη γλιστράει.
Όταν το ζώο ήταν ατίθασο, ο πεταλωτής καλούσε σε βοήθεια, έβαζαν «χαβί» στο ζώο, τού ‘δεναν ένα σχοινί στο απάνω χείλι και μόλις αυτό έκανε ν’ αγριευτεί, τραβούσαν το σχοινί και το ζώο έμενε ακίνητο.
Περ’ απ’ τα χάνια άρχιζαν τα περιβόλια…
Κώστας Φωτεινός: «Πίσω από την ομίχλη», εκδόσεις Νεφέλη, 1985
1 Σχόλιο
Πού βρίσκεται η πλατεία του Αγίου Ματθαίου;