Γιώργος Σεφέρης: Ανήκω σε μια χώρα μικρή
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά• κανόνας της είναι η δικαιοσύνη….
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»
Το παραπάνω, είναι ένα μικρό απόσπασμα από τον μικρό λόγο που εκφώνησε ο μεγάλος ποιητής μας, Γιώργος Σεφέρης, στην Σουηδική Ακαδημία κατά την βράβευσή του στις 10 Δεκεμβρίου του 1963. Ο πρώτος Έλληνας που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τι τιμή για την μικρή μας χώρα! Κι ο λόγος του για την γλώσσα, την ανθρωπιά και τη δικαιοσύνη, επίκαιρος, να μας θυμίζει τους βασικούς πυλώνες της εθνικής μας κληρονομιάς, και το χρέος μας να διατηρήσουμε αυτές τις αξίες ζωντανές στο πέρασμα του χρόνου αν θέλουμε να επιβιώσουμε.
Ο Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στις 29 Φεβρουαρίου 1900. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ο πατέρας του ήταν νομικός και μετέπειτα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η δε μητέρα του διακρινόταν για την ευαισθησία και την καλλιέργειά της.
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, από τότε σε ηλικία 14 χρονών γράφει, αναγκάζει την οικογένεια να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και να μετακομίσει στην Αθήνα όπου το 1917 τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1918 πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική. Σύντομα στρέφεται ακόμα περισσότερο προς τη λογοτεχνία: “Έχω μια μεγάλη διάθεση να γράψω κάθε ώρα. Καθετί μου φέρνει ένα θέμα, μια τραγικότητα για να εκφράσω”
Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται στο διπλωματικό σώμα. Το Μάιο του 1931 κυκλοφορεί η πρώτη ποιητική του συλλογή «Στροφή», ενώ διορίζεται στο ελληνικό Γενικό Προξενείο του Λονδίνου. Ακολουθούν το 1935 το «Μυθιστόρημα», το 1936 η «Γυμνοπαιδία», το 1940 το «Τετράδιο γυμνασμάτων» και τα «Ημερολόγια καταστρώματος Α», το 1944 τα «Ημερολόγια καταστρώματος Β΄» και το 1947 η «Κίλχη».
Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ζάνου.
Λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας η ζωή του χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετακινήσεις. Έτσι ως ακόλουθος κι αργότερα ως πρέσβης, υπηρέτησε σε πολλές ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού γεγονός που καθόρισε σημαντικά το έργο του. Η ποίηση του επηρεάστηκε από τον Έλιοτ, τον Κλωντέλ, το Βαλερί και τον Πάουντ. Το γεγονός όμως που τον σφραγίζει ανεξίτηλα είναι η εθνική καταστροφή του 1922 και ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και η φήμη του ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά στη μικρή πατρίδα είναι σχεδόν άγνωστο το έργο του.
«Το 1963 ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ» γράφει ο Νίκος Καρύδης στο προσωπικό του ημερολόγιο. «Τη μέρα εκείνη έτρεξα στο σπίτι της οδού Άγρας με μια αγκαλιά κουμαριές. Όταν μπήκα μέσα με πιάσανε τα κλάματα από χαρά και συγκίνηση. Ο Σεφέρης ήτανε ήρεμος και η Μαρώ έλαμπε ολόκληρη. Ήμαστε λίγοι φίλοι κι ένα-δυο φωτογράφοι εφημερίδων. Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν άρθρα και φωτογραφίες με την είδηση. Κάναμε βιτρίνα στον Ίκαρο με τα βιβλία του και φωτογραφίες του και ο κόσμος στεκόταν και αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός ο Σεφέρης και κάμποσοι έλεγαν ότι είναι αυτός που γράφει τα λόγια στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η κυβέρνηση που υπήρχε ήταν υπηρεσιακή και τηλεόραση δεν υπήρχε. Ο κόσμος πολύ λίγο ενδιαφέρθηκε και η πώληση των βιβλίων των ποιημάτων του ήταν μέτρια.
Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο. Όταν γύρισε, στο αεροδρόμιο δεν ήρθε κανείς επίσημος να τον υποδεχθεί. Αυτόν τον άνθρωπο που έφερνε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το Νόμπελ. Τον περιμέναμε, οι δυο κόρες της Μαρώς και εγώ. Κανένας άλλος.»
Στην Ελλάδα, συνηθίζεται, η αναγνώριση να έρχεται πάντα καθυστερημένη και οι τιμές μετά θάνατον.
Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό η «διακήρυξη» του εναντίον της δικτατορίας και του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή καθώς και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 μετά από εγχείρηση στο δωδεκαδάκτυλο, φεύγει από τη ζωή.
Η θριαμβευτική υποδοχή του Σεφέρη γίνεται οκτώ χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σουηδία. Το απόγευμα της κηδείας του (22 Σεπτεμβρίου 1971) αυτόκλητος, σύσσωμος ο ελληνικός λαός υποδέχεται τον ποιητή του, ενώ ο ίδιος είχε αναχωρήσει δυό μέρες πρίν. (απόσπασμα από το άρθρο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη στην εφημερίδα το βήμα 26/10/2013)
Ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος ποιητής της γενιάς του 30, ακολουθεί ο Ελύτης, που συγκλόνισε συθέμελα το οικοδόμημα του ελληνικού ποιητικού λόγου ανοίγοντας νέους αχαρτογράφητους δρόμους.
Ο Ελύτης είπε για τον Γιώργο Σεφέρη:
«Κανείς άλλος δεν στάθηκε τόσο ικανός ν’ ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι».
Και ο Γιάννης Ρίτσος:
«Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιγε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική σε μια γνήσια και φυσική ενότητα , αφήνοντας μια υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σε ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Από το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’» το ποίημα που ακολουθεί:
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστροαρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσαπράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένουπαγονιούμας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλάστριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύονταςστ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τιςπάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμαχάνοντας δύναμη ολοένα.Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτοςκαι το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλη τείχη.Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτακι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνιατώραάγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρομόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιηριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φωςσαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδαπαντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»και τα παιδιά του αγάλματακι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέραςστα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια τουαραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-στρύχουςανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μαςένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάριμέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:ένα κενό παντού μαζί μας.Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώναμε σπασμένη φτερούγασκήνωμα ζωής,κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξειμε τα σκυλόδοντα του καλοκαιριούκι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμοκι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνειο χείμαρρος του ήλιουμε τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέταιυπάρχουν άραγεανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τιςαιχμές τα κοίλα και τις καμπύλεςυπάρχουν άραγεεδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρακαι της φθοράςυπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργήςεκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μαςαυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί μετην απεραντοσύνη του πελάγουή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάροςη νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανήςεκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζονταςσαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στηδιάρκεια της απελπισίαςενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμέναμες στο βούρκοεικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.Ο ποιητής ένα κενό.Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώνταςκι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα ταραγμένηχτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς τηςΑσίνηςπου τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε τούτη την ακρόποληγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνωστις πέτρες.
Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα
Πηγές:
tvx.gr
logotexnikoperivoli.blogspot.com
www.thetoc.gr
1 Σχόλιο
Προσφορά φθινοπωρινή …πάλι η άρνηση …πάλι το λάθος…
Στο περιγιάλι το κρυφό, κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι•μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ’ όνομά της•
ωραία που φύσηξε ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή.
Mε τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας• λάθος! κι αλλάξαμε ζωή.
Μια άνω τελεία μπήκε και δημιούργησε πρόβλημα. Και μια λέξη «λάθος» ακολούθησε.
Γραμμένο στα 1929, μεταφέρει όλα όσα ο ποιητής αισθάνεται ότι ακυρώθηκαν ή η ζωή του αρνήθηκε με το γνωστό επιλογικό «κι αλλάξαμε ζωή».
Το ποίημα δομείται σε τρεις στροφές και σε κάθε στροφή το νόημα ανακόπτεται από μία άνω τελεία …κι αρνείται ό,τι προηγήθηκε:
Σε κάθε στροφή υπάρχει κάτι που εξαρτάται από μας, αλλά ακυρώνεται από εξωγενείς παράγοντες. Εμείς «διψάσαμε», «επιθυμήσαμε», «μα το νερό γλυφό». Εμείς «γράψαμε», μα «σβήστηκε η γραφή».
Η καταγραφή της άρνησης στην «δίψα» μας και στην «γραφή» μας γίνεται μετά την άνω τελεία. Νερό και αέρας, στοιχεία θεμελιώδη για την ζωή, στοιχεία του φυσικού κόσμου μας, μας τα αρνήθηκαν. Μαζί την αθώα μας νιότη ,την επιθυμία για πρόοδο, την απόπειρα να καταγράψουμε το στόχο μας, τα συναισθηματικά εφόδια για την πορεία μας.
Στην τρίτη στροφή η λέξη «λάθος» βρίσκεται μετά την επίμαχη άνω τελεία, οπότε το «λάθος» δεν φαίνεται να προκύπτει από τις πράξεις μας.
Να υποκρύπτεται εδώ η «Φθορά» του Καρυωτάκη; «Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι»;
Τελικά η σοφία ευρίσκεται στη συνειδητοποίηση της παροδικότητάς μας; Ότι «η ζωή είναι … μια σκόνη σ’ ένα σπυρί της άμμου κι ακόμα λιγότερο»;
Ό,τι και αν ισχύει το θέμα είναι πως λογαριάζουμε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο ξενοδόχος μπορεί να είναι η Ζωή, η Ιστορία, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, τα πρόσωπα που μας περιβάλλουν, τα «τσακάλια» και τα «ψοφίμια», τα επικαιρικά, τα απρόβλεπτα, τα οποία δεν συγκινούνται από το ωραίο περιγιάλι και την ξανθή αμμουδιά, και μας είπαν ΟΧΙ, μας αρνήθηκαν… Θαρρώ λοιπόν, η «ΑΡΝΗΣΗ» επιβάλλει έναν επαναπροσδιορισμό, αλλά και συνέχιση του ταξιδιού, έστω και από λιμάνι σε λιμάνι, όπως είναι φανερό σε όλο το μετέπειτα έργο του Σεφέρη.