HomeΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣΗχόχρωμα Τσιτσάνη από τον «Στησίχορο»

Ηχόχρωμα Τσιτσάνη από τον «Στησίχορο»

Γράφει η Ευαγγελία Κούρτη

«Κάθε δαχτυλιά μου πάνω στο μπουζούκι και στη χάραξη του δίσκου ήταν για μένα ιερή στιγμή. Όταν δούλευα είχα σκοπό να δώσω κάτι καλύτερο από εκείνο που είχα δώσει την προηγούμενη, πάντα έτσι δουλεύω, τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, η φαντασία μου φτερούγισε παντού: έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, για τη λευτεριά, για τη φτώχεια, για τον πόνο, για την αδικία, για την ελπίδα, για την εργατιά, για τη μάνα, για το ανικανοποίητο. Μουσική και λόγια βγαλμένα απ’ την καρδιά μου και παιγμένα απ’ τα χέρια μου και μιλημένα από μένα τον ίδιο σαράντα χρόνια τώρα πάνω στο σανίδι του πάλκου».

Η ομάδα μουσικών «Στησίχορος» παρουσίασε το Σάββατο 10 Ιανουαρίου στον χώρο τέχνης ARTηρία τη δεύτερη δουλειά της-αφιέρωμα στον καταξιωμένο μας συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη. Είχε προηγηθεί το 2013 το αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη και η ολοκλήρωση της τριλογίας θα γίνει το καλοκαίρι με την παρουσίαση του μεγάλου ρεμπέτη Γιάννη Παπαϊωάννου.

101

Σε μια κατάμεστη από κόσμο αίθουσα (ελπίζουμε να επαναληφθεί, διότι αρκετοί δεν μπόρεσαν να την παρακολουθήσουν) στον φιλόξενο χώρο της ARTηρίας, που πραγματικά αποτελεί μια όαση πολιτισμού στο νησί μας για τις πρωτότυπες και καινοτόμες προτάσεις του στην τέχνη, απολαύσαμε και σιγοτραγουδήσαμε ευλαβικά -σχεδόν σε ένα τρίωρο πρόγραμμα- τις ωραιότερες μελωδίες του Τσιτσάνη.

Μια παράσταση εμπλουτισμένη με βίντεο και συνεντεύξεις από το αρχείο της ΕΡΤ και με πολλά τραγούδια από όλο το φάσμα της δισκογραφίας του συνθέτη, άρτια εκτελεσμένα από τους μουσικούς, που στη μακρά διαδρομή τους έχουν αποδείξει το ήθος και τον σεβασμό για την τέχνη τους.

Η παράσταση «διατρέχει» το φαινόμενο-Τσιτσάνη και ανατρέχει στην εποχή που γεννήθηκε, ανδρώθηκε και δημιούργησε ο πολυγραφότερος από όλους τους Έλληνες συνθέτες.

102

Η μουσική του ιδιοφυΐα αρθρώνεται σε πολλά επίπεδα: ερωτικό, κοινωνικό, πολιτικό. Τα τραγούδια του μιλούν σε κάθε ψυχή: πότε με μεταφορές, με αλληγορίες, πότε με συμβολισμούς για τις δύσκολες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Μπορείς να τα ακούσεις σε ένα λαϊκό γλέντι και να σηκωθείς αυθόρμητα να χορέψεις, αλλά και μόνος σου με διάθεση στοχαστική σαν να διαβάζεις ένα ποίημα. Όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει ο Τσαρούχης (και μάλιστα και ο ίδιος χόρευε ακούγοντας ζεϊμπέκικα, χαρακτηρίζοντας τον Τσιτσάνη «Θεόφιλο» της μουσικής), «το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος»(1).

103

Σύμφωνα με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, βαθύ μελετητή του έργου του αλλά και του ρεμπέτικου γενικότερα, «ο Τσιτσάνης διέθετε και τις τέσσερις ιδιότητες: μουσική, όργανο, στίχο και φωνή _ που μόνον ο Βαμβακάρης από τους υπόλοιπους ρεμπέτες τις κατείχε εξίσου όλες _ και αυτό και μόνο τον έκανε έναν σημαντικό λαϊκό συνθέτη».

Και αλλού: «Είναι φαινόμενο ανάλογο του Καβάφη. Ενώ έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τον θάνατο και των δύο, η αξία τους όχι απλώς δεν έσβησε, αλλά καλπάζει…».

Αλλά και ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Γ. Σκαμπαρδώνης σε συνέντευξή του με αφορμή την επανακυκλοφορία του βιβλίου του «Ουζερί Τσιτσάνης» λέει: «Ο Τσιτσάνης δεν ήταν ένας ναΐφ ρεμπέτης, αλλά ένας μορφωμένος άνθρωπος, που διάβαζε πολύ, και ταυτόχρονα ζούσε καθημερινά τον κόσμο από κοντά. Είχε υψηλές εσωτερικές επεξεργασίες και μαζί με το ταλέντο, ήξερε πολύ καλά τι έκανε και πού έπρεπε μουσικά να πάει και πώς. Μελετούσε τα πάντα, συνδύαζε, έψαχνε, τολμούσε. Και γι’ αυτό άλλαξε όλη την πορεία του λαϊκού τραγουδιού αλλά και τη δομή του πάλκου, αφού πρόσθεσε πιάνο, ακορντεόν και χρησιμοποίησε πιο πολύ το μινόρε-ματζόρε, παρά τους παραδοσιακούς δρόμους».

104

Σε μια Ελλάδα λοιπόν του σπαραγμού, της φτώχειας και της εξαθλίωσης που γεννά η Κατοχή, ο Τσιτσάνης γράφει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τραγούδι εμβληματικό, του οποίου οι στίχοι βρήκαν άμεση απήχηση στο λαό και ταυτίστηκαν με το λαϊκό αίσθημα. Ο ίδιος περιγράφει σε μια συνέντευξή του στο Γιώργο Λιάνη το 1972 πώς το εμπνεύστηκε: «Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο κι όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα στο σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι». Αν και αργότερα η πατρότητα κάποιων στίχων από το τραγούδι αυτό αμφισβητήθηκε από άλλον συνθέτη, δεν παύει να είναι ένα διαχρονικό κόσμημα στην ελληνική δισκογραφία.

105

Είναι πάρα πολλά τα τραγούδια του Τσιτσάνη στα οποία αξίζει να αναφερθεί κανείς, όπως το «Κάποια μάνα αναστενάζει», 1947 (ο δίσκος αυτός ήταν απαγορευμένος για πολύ καιρό), και βέβαια η ερμηνεία του με τη Σωτηρία Μπέλλου έχει μείνει στην ιστορία. Τεράστια επιτυχία γνώρισε και το «Βαπόρι απ’ την Περσία» στα τέλη της δεκαετίας του 70, το οποίο λογοκρίθηκε αλλά αργότερα κυκλοφόρησε όπως το ξέρουμε, η «Αρχόντισσα», που βασίζεται κι αυτή σε πραγματικό γεγονός, το «Αργοσβήνεις μόνη» _ φοβερά πολύπλοκο ανατολίτικο τραγούδι _ και πάρα πολλά άλλα γνωστά ή λιγότερο γνωστά. Και βέβαια η μελωδία του «Νέο μινόρε», με την οποία ο Γούντι Άλεν «έντυσε» ένα μέρος της ταινίας του «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» το 1995. Ωστόσο και η «Αχάριστη» είχε την τιμητική της στην ταινία «High Season» το 1987 (με την Ζακλίν Μπισέ και την Ειρήνη Παπά).

106

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει στη «Ρεμπετολογία» του για το ρεμπέτικο τραγούδι «η ρεμπέτικη μουσική περιμένει πάντα τον καινούριο Bela Bartok. Καμιάν ελληνική μελέτη δεν έχουμε για τη στιχουργική του ρεμπέτικου», έτσι και για τον Τσιτσάνη, παρ’ όλες τις βιογραφίες, τις αμέτρητες αναφορές και συνεντεύξεις αλλά και τα βιβλία που έχουν γραφεί, ωστόσο ως τώρα δεν υπήρχε καμία ακαδημαϊκή μελέτη του έργου του. Πρόσφατα όμως ο νεαρός μουσικός Νίκος Ορδουλίδης επέλεξε για τη διδακτορική διατριβή του στην Αγγλία το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη. Απόσταγμα της έρευνάς του το βιβλίο του «Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη (1936-1983), ανάλυση της μουσικής του και τα προβλήματα της έρευνας στην ελληνική λαϊκή μουσική».

107

Συγκινητικό το τέλος της παράστασης, με την προσφώνηση του Μίκη Θεοδωράκη στη συναυλία που έγινε προς τιμήν του Βασίλη Τσιτσάνη στον Κόκκινο Βράχο της Νίκαιας τον Αύγουστο του 1983.
Τον επόμενο χρόνο ο «υμνωδός της ψυχής του λαού» έφυγε από τη ζωή ανήμερα των γενεθλίων του.
Η ομάδα Στησίχορος απαρτίζεται από τους μουσικούς:

• Αραβανή Γιώργο (ακορντεόν)
• Ζαβιτσάνο Στέλιο (μπαγλαμά – τραγούδι)
• Κακλαμάνη Μαρία (τραγούδι)
• Καρανάσο Γιώργο (τραγούδι)
• Κοψιδά Αποστόλη (κιθάρα)
• Κοψιδά Βαγγέλη (κρουστά)
• Λάζαρη Βαγγέλη (μπουζούκι)

Τους ευχόμαστε καλή μουσική συνέχεια και η τόσο προσεγμένη δουλειά τους να βρει απήχηση και εκτός Λευκάδας.

(1). Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Τσαρούχη «Αγαθόν το εξομολογείσθαι», εκδόσεις Καστανιώτη.

Προηγουμενο αρθρο
Φαράγγι της Μέλισσας: Γιατί οι ίδιοι καταστρέφουμε ότι πιο ωραίο υπάρχει σε αυτό το νησί;
Επομενο αρθρο
Ανακοίνωση και βιογραφικό Βασιλείου Μελά

1 Σχόλιο

  1. κωστας
    16 Ιανουαρίου 2015 at 00:02 — Απάντηση

    αυτες οι τοσο αξιολογες και ποιοτικες εκδηλωσεις θα επρεπε να επαναλαμβανοντε γιατι αρκετος κοσμος δεν καταφερε να βρει θεση δυστυχως

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.