HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ Αγία Άννα στη ΒΔ Λευκάδα: ένα Εξωκκλήσι της περιόδου του Μεσοπόλεμου και η Ιστορία του

Η Αγία Άννα στη ΒΔ Λευκάδα: ένα Εξωκκλήσι της περιόδου του Μεσοπόλεμου και η Ιστορία του

Του Αντώνη Γ. Περδικάρη

Το εκκλησάκι της Αγίας Άννας είναι γνωστό σε ελάχιστους κατοίκους της ΒΔ Λευκάδας. Βρίσκεται σε μια πρώην αγροτική περιοχή, η οποία πριν από ένα αιώνα έσφυζε από ζωή, γεμάτη με αμπέλια και ελαιόδεντρα και με μεγάλη παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Σήμερα που η ύπαιθρος έχει εγκαταλειφτεί και οι μετακινήσεις γίνονται μέσα από τους νέους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, η «Αγία Άννα», ακριβώς πάνω από το χωριό του Αγίου Νικήτα, στην απότομη πλαγιά που ανηφορίζει προς το κεφαλοχώρι της Καρυάς (περιοχή «Απιδούλι»), στέκεται έρημη και σιωπηλή να αγναντεύει το απέραντο Ιόνιο. Η μονοτονία αυτή σπάει μόνο κάθε χρόνο, στις 25/7, όταν το μικρό εκκλησάκι ευπρεπίζεται και λειτουργιέται, υποδεχόμενη τους λίγους προσκυνητές από τα γύρω χωριά, που έρχονται να τιμήσουν την Αγία και τους οικοδεσπότες της(1), στη καρδιά της Λευκαδίτικης φύσης.

Η εικόνα του σημερινού κτίσματος, δεν μας οδηγεί πολύ πίσω στο χρόνο. Τόσο ο ίδιος ο ναός, όσο και οι εικόνες του, μας παραπέμπουν στο πρώτο μισό του προηγούμενου (20ου) αιώνα, όταν τα γύρω χωριά ήταν ακόμα γεμάτα από ζωή, γεμάτα από ανθρώπους φτωχούς αλλά ακούραστους δουλευτές της γης, ανθρώπους αγράμματους αλλά θρησκευόμενους. Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι, που δούλευαν πρωί-βράδυ για να εξασφαλίσουν απλά τα απαραίτητα, βρήκαν τότε το χρόνο και τα μέσα να οικοδομήσουν το ναό της Αγίας Άννας, στερούμενοι ποιος ξέρει τι και για πόσο μεγάλο διάστημα.

Η προφορική παράδοση στην οικογένεια των ιδιοκτητών, μιλάει για τυχαία ανακάλυψη(2) στη περιοχή, ενός ερειπωμένου ναού, τον οποίο θεώρησαν ότι είχαν ηθική υποχρέωση να τον ξαναχτίσουν. Οι ιδιοκτήτες, δεν γνωρίζουν πως συνδέθηκε ο ερειπωμένος αυτός ναός με την συγκεκριμένη αγία, αναφέρουν όμως πως ο πρόγονός τους(3), προκειμένου να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσόν αναγκάστηκε (πράγμα σύνηθες τότε) να ζητιανέψει και ότι στην προσπάθειά του αυτή έφτασε μέχρι την Κεφαλονιά. Δεν υπάρχει επίσης πληροφόρηση, πότε ακριβώς χτίστηκε ο νέος ναός και αν αυτό κατέστη δυνατό από τον τότε ιδιοκτήτη. Ξέρουμε ότι ο ναός υπήρχε την δεκαετία του 1920, όπως μαρτυρά η εικόνα της Αγίας και η πληροφορία ότι χρησιμοποιήθηκε σαν αναρρωτήριο(4) μελών της οικογένειας που προσβλήθηκαν από φυματίωση. Πιθανόν τότε να έγινε απλά μια ανακαίνιση ενός ήδη υπάρχοντος ναού, πιθανόν όμως και να ήταν η πρώτη φορά που ο ναός κτίστηκε. Προς την δεύτερη εκδοχή συνηγορεί και το γεγονός ότι την περίοδο αυτή εμφανίζεται το όνομα Άννα, ως βαπτιστικό όνομα, για πρώτη φορά στην οικογένεια των ιδιοκτητών(5).

Εικόνα 2: Η Αγία Άννα: Εικόνα από το τέμπλο του ναού (μέσα 10ετίας 1920)

Με βάση την προφορική αυτή πληροφορία, για την ύπαρξη ερειπωμένου ναού στη περιοχή, ο οποίος ανακαλύφθηκε από τους τότε ιδιοκτήτες, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έγινε μια προσπάθεια διερεύνησης των παλαιότερων ιστορικών πηγών για την επιβεβαίωση ή τη διάψευση της πληροφορίας αυτής. Θα πρέπει εδώ να διευκρινιστεί, ότι η περιοχή περιήλθε στα χέρια της οικογένειας Αντρέα Περδικάρη, στον Άγιο Νικήτα, την 1/8/ 1872(6), καθώς μέχρι τότε την ενοικίαζε ο Νικ. Μικρώνης, κάτοικος Καρυάς ο οποίος, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, την χρησιμοποιούσε ως βοσκότοπο. Ήταν τότε το μέρος αυτό μια ορεινή και κακοτράχαλη περιοχή, γεμάτη θάμνους και πέτρες, που οι νέοι ιδιοκτήτες βάλθηκαν να μετατρέψουν σε αμπελώνες της τοπικής ποικιλίας σταφυλιών – το λεγόμενο «βαρτζαμί»- που ήταν τότε περιζήτητο στην αγορά. Η προσπάθεια αυτή ήταν ουσιαστικά μια σκληρή πάλη με την φύση που απαίτησε χρόνια κοπιαστικής εργασίας, με ξερίζωμα φυτών και βράχων, δημιουργία αναβαθμίδων, καλλιέργεια των νέων εδαφών κ.λ.π..

Μέσα σ’ αυτή την ακαλλιέργητη και δασώδη περιοχή, βρέθηκαν –λέγεται- όταν απομακρύνθηκαν οι θάμνοι, τα ερείπια του παλαιού ναού. Ήταν – σύμφωνα με τις περιγραφές- γκρεμίσματα τοίχων που έφεραν υπολείμματα χρωμάτων, προερχόμενα πιθανόν από παλιές αγιογραφίες, οι οποίες είχαν υποστεί τη φθορά του χρόνου.

Με δεδομένο ότι η εν λόγω περιοχή, επί Ενετοκρατίας, άνηκε στη περιφέρεια της Καρυάς, η έρευνα μας ξεκίνησε από το Ενετικό κτηματολόγιο της περιοχής και τον χάρτη που τον συνοδεύει(7) (1726). Πράγματι, διαπιστώσαμε ότι στον εν λόγω χάρτη, στη θέση της σημερινής Αγίας Άννας, σημειώνεται η ύπαρξη μικρού αριθμού κτισμάτων και μιας εκκλησίας που φέρεται καταχωρημένη ως «C. S. Aneta» (=Αγία Αννέτα)(8). Ο ναός αυτός φαίνεται να καταλαμβάνει δημόσια γη, υπάρχουν όμως κοντά δύο ιδιωτικά αγροτεμάχια(9) τα οποία ανατρέχοντας στο βασικό κείμενο του κτηματολογίου διαπιστώσαμε ότι αναφέρονται ως ευρισκόμενα στη θέση «Προσαντάτα», «Καλύβια» ή «Απιδούλι» για το πρώτο και «Αγία Άννα» ή «Καλύβια» για το δεύτερο.

Στο χάρτη του κτηματολογίου της Καρυάς που έγινε το 1726 από τον Ενετό μηχανικό Santo Semitecolo, εμφανίζεται ναός (σημειώνεται με σταυρό) και μικρός αριθμός κτισμάτων (τα παραλληλόγραμμα σχήματα στα αριστερά του) σε περιοχή με το τοπωνύμιο «Αγία Άννα».

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, δεν εμφανίζεται τέτοια εκκλησία στο νεώτερο Ενετικό χάρτη, του μηχανικού Girolamo Delanges (1757), παρ’ όλο που καταγράφονται εκεί άλλα εξωκλήσια της περιοχής, όπως π.χ. ο Άγιος Γεώργιος (Τσουκαλάδες). Ωστόσο σε παλαιότερους Ενετικούς χάρτες, όπως ο χάρτης του Sebastian Alberti (1688) και του V.M.Coronelli (1688), δηλαδή χάρτες αναφερόμενους στην αρχή της Ενετικής κυριαρχίας στο Νησί, φαίνεται να υπάρχει εκκλησία στην «επίμαχη» περιοχή φέρουσα την ονομασία «S. Mana».

Τμήμα του Ενετικού χάρτη του V.M. Coronelli (1688). Στη θέση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Άννας εμφανίζεται η ονομασία S. Mana

Ειδικότερα παρατηρούμε ότι στον μεν χάρτη του Coronelli, σημειώνεται απλά η ονομασία αυτή στο Δυτικό τμήμα της Περιφέρειας της Καρυάς, ανατολικά του λιμανιού «Porto Angius»(10) και περιγράφει πιθανώς το όνομα της περιοχής, στον δε χάρτη του Alberti καταγράφεται ως κάποια συγκεκριμένη θέση με πιθανή ύπαρξη κτίσματος στη θέση αυτή.

Απόσπασμα από τον χάρτη του Sebastian Alberti (1688). H θέση περιγράφεται ως «S. Mana» (ή «S. Mama»)

Τέλος η έρευνα επεκτάθηκε και στον 19ο αιώνα, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία απογραφής(11) του 1822, στο «Ιόνιο κράτος» (Αγγλοκρατία), όπου και διαπιστώθηκε ότι στην ευρύτερη περιοχή των οικισμών της Καρυάς, του Δρυμώνα και της Εξάνθειας (ο Άγιος Νικήτας δεν υπήρχε τότε ως οικισμός) δεν αναφέρεται η ύπαρξη εκκλησίας της Αγίας Άννας, η έστω κάποιας αγίας με παραπλήσια ονομασία.

Με βάση τα ευρήματα αυτά, θεωρώ ότι πρέπει να δεχθούμε ως αληθινό, τον ισχυρισμό των ιδιοκτητών του σημερινού ναού της Αγίας Άννας, ότι δηλαδή ο υπάρχων ναός της Αγίας κτίστηκε σε αντικατάσταση άλλου, παλαιού, ερειπωμένου ναού της περιοχής, καθώς φαίνεται ότι πράγματι, υπήρχε κάποιος ναός και κάποιου είδους κατοικίες στη θέση αυτή, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Αφού οι νεώτεροι χάρτες και οι μεταγενέστερες απογραφές, δεν καταγράφουν ναό ή οικισμό εκεί, θα πρέπει να δεχθούμε ότι στη πορεία του χρόνου η περιοχή εγκαταλείφθηκε, έμεινε ακατοίκητη και ακαλλιέργητη μέχρι την δεκαετία του 1870, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε λόγγο, ο οποίος νοικιαζόταν από τους Ενετούς ιδιοκτήτες του ως βοσκότοπος για τα ζώα των χωρικών της περιοχής. Ο τελευταίος ενοικιαστής της περιοχής «Αγία Άννα» και πρόγονος των σημερινών ιδιοκτητών, κατά την προσπάθειά του να τη μετατρέψει σε αμπελώνα, έπεσε πάνω στον ερειπωμένο ναό. Δεν ήταν παρά ένας αγρότης, γεννημένος στη περιοχή και ο οποίος διάνυε την έκτη δεκαετία της ζωής του. Είχε ωστόσο, έντονα αναπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα(12), γεγονός που τον ώθησε να λάβει την απόφασή, για την ανέγερση νέας εκκλησίας με οποιοδήποτε τίμημα.

Ωστόσο, το «τάμα» του ιδιοκτήτη δεν θα υλοποιήθηκε άμεσα. Η πρώτη και πιο μεγάλη δυσκολία ήταν όπως αναφέρθηκε η εξεύρεση πόρων για την ανέγερση της, η οποία περιγράψαμε πως ξεπεράστηκε. Πιθανόν, μια άλλη δυσκολία- παρ’ όλο που δεν έχει αναφερθεί- ήταν η απόφαση σε ποιον άγιο ή αγία θα έπρεπε να αφιερωθεί ο νέος ναός, καθώς αυτό φαίνεται ότι δεν προέκυπτε από τα ανευρεθέντα ερείπια και απαιτούσε κάποια έρευνα. Εδώ, με δεδομένο το μορφωτικό επίπεδο των τότε αγροτών και της απαιτούμενες -από το «Βασίλειο της Ελλάδος» πλέον- διαδικασίες για την ανέγερση ιδιωτικού ναού, είναι βέβαιο ότι ο ιδιοκτήτης θα προσέφυγε στη τοπική Εκκλησία, δηλαδή στη Μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης.

Είτε η προσφυγή αυτή έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα(13) -όταν αρχικά ανακαλύφθηκε ο παλαιός ναός- είτε στα τέλη της β΄ δεκαετίας του 20ου αιώνα(14) -όταν και έγινε η ανέγερση του σημερινού κτίσματος- το ενδιαφέρον της Εκκλησίας πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο. Ωστόσο, πιθανότατα η διερεύνηση του θέματος απαιτούσε χρόνο και δεν ήταν δυνατόν να δοθεί άμεση απάντηση. Δεν γνωρίζουμε ποια στοιχεία ακριβώς έλαβε τελικά υπ’ όψη της η Ι. Μητρόπολη ώστε να δώσει την άδεια στην οικογένεια για να προχωρήσει στην ανέγερση ναού της Αγίας Άννας, αλλά θεωρώ ότι λογικά τα στοιχεία αυτά θα προερχόταν από την περίοδο της Ενετοκρατίας, καθώς στη συνέχεια ο ναός εγκαταλείφθηκε. Αν οι εγγράμματοι ιερείς, είχαν τότε δυνατότητα πρόσβασης στο Ενετικό κτηματολόγιο, θα ήταν δυνατόν να διαπιστώσουν ότι η περιοχή ονομαζόταν Αγία Άννα.

Ίσως η ονομασία αυτή(«Αγία Άννα») υπήρχε στη μνήμη των ηλικιωμένων κατοίκων της Καρυάς, ως τοπωνύμιο και το γεγονός αυτό περιήλθε σε γνώση της Μητρόπολης. Πάντως η άποψη, ότι είχε διασωθεί, μέσα στα ερείπια, η παλαιά εικόνα της Αγίας και έτσι έγινε η αναγνώριση, ελέγχεται ως αναληθής, γιατί δεν υπάρχει σήμερα τέτοια εικόνα, ούτε στην εκκλησία, ούτε στα χέρια των ιδιοκτητών, ούτε σε κάποιο μουσείο του Νησιού.

Στο σημείο αυτό ας επικεντρωθούμε στο παλαιό ναό, για τον οποίο –ουσιαστικά- δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία, επιχειρώντας να μαντέψουμε, τον χρόνο κτίσης και τους κτήτορές του. Ως προ το χρόνο κτίσης, όπως εξηγήθηκε παραπάνω και εφ’ όσον φαίνεται ως ναός στους παλαιότερους Ενετικούς χάρτες (1688) είναι προφανές ότι υπήρχε την περίοδο της Ενετικής κατάκτησης του Νησιού και συνεπώς δημιουργήθηκε πιθανότατα την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ποιοι ήταν όμως οι κάτοικοι της περιοχής αυτής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας; Προφανώς, όπως και στην υπόλοιπη ορεινή Λευκάδα, ήταν άνθρωποι της γης, αγρότες ή κτηνοτρόφοι, ορθόδοξοι χριστιανοί στο θρήσκευμα, οι οποίοι θεωρούσαν απαραίτητο, στον τόπο εργασίας τους ή και διαμονής τους, να έχουν την δυνατότητα να τελούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις.

Η ύπαρξη στο χάρτη του Semitecolo (1726) και πιθανώς στον παλαιότερο του Alberti (1688) κάποιου είδους κατασκευών στη θέση της εκκλησίας, μας οδηγεί στην σκέψη ύπαρξης εκεί κάποιου οικισμού. Η άποψή μου είναι ότι ο οικισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινή και όχι ως μόνιμη διαμονή, καθώς τόσο το τοπωνύμιο «Καλύβια», όσο και το παλαιό μεγάλο πέτρινο κτίσμα -ένας «βόλτος»(15)- που σώζεται στη περιοχή, ολίγο βορειότερα της εκκλησίας, μέσα σε ρεματιά(16), μας οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα. Εξ άλλου, η περιοχή έχει άμεση οπτική επαφή με την θάλασσα, γεγονός που θα αποτελούσε τότε εμπόδιο στη δημιουργία μόνιμου οικισμού, καθώς η θέση του θα μπορούσε να εντοπιστεί εύκολα από τους πειρατές, οι οποίοι λυμαίνονταν ανεξέλεγκτα τις ακτές, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι καλλιεργητές και κυρίως οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, διέμεναν στα πέτρινα καλύβια τους, την περίοδο που απαιτούταν εντατική εργασία στον αγρό ή την περίοδο που έβοσκαν τα ζώα τους στις γύρω πλαγιές καθώς διέθεταν άλλη, μόνιμη κατοικία, σε κάποιο από τα καλά κρυμμένα από τη θάλασσα χωριά του Νησιού.

«Βόλτος» στην ορεινή Λευκάδα. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής που χάνεται στα βάθη των αιώνων (πρβλ.: με τα Κρητικά «μιτάτα» ή «μητάτα» στο Ψηλορείτη)

Θεωρώ όμως ότι το είδος των κατοίκων αυτών, της περιοχής, μάς εξηγεί ουσιαστικά και την ένδειξη (S. Mana) των Ενετικών χαρτών του 1688, για την παλιά εκκλησία. Ως γνωστόν ο προστάτης άγιος των βοσκών σε όλη την Ελλάδα -Κρήτη, Χαλκιδική, Πελοπόννησο, Χίο, Σκύρο, Μήλο, Κάρπαθο, Σπέτσες, Νάξο κ.ά- από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, είναι ο Άγιος Μάμας. Υπάρχουν αναφορές για λατρεία του Αγίου και στα Επτάνησα(17). Είναι γνωστό επίσης ότι στην περιοχή του Ξηρομέρου (απέναντι από την Λευκάδα) υπήρχε, κατά την περίοδο της Τουρκικής κατοχής του Νησιού (1652), ένα μικρό χωριό με το όνομα «Άγιος Μάμας» (Τουρκ.: “Ayo Mama”)(18). Γενικά ο Άγιος Μάμας(19) θεωρείται ως ο άγιος της εξοχής, οι εκκλησίες του είναι απλές και απέριττες και ο ίδιος αναπαρίσταται ως νεαρός βοσκός, προστάτης των φτωχών ομοτέχνων του και των κοπαδιών τους(20). Πιθανότατα, λοιπόν, οι χριστιανοί βοσκοί της περιοχής είχαν οικοδομήσει αρχικά κάποια εκκλησία εκεί για να τιμήσουν τον προστάτη άγιο τους. Όταν η περιοχή πέρασε στα χέρια των Ενετών, το όνομα του αγίου μεταφράσθηκε ως «S. Mana» στους Ενετικούς χάρτες. Οι πληροφορίες που έχουμε για την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι ότι υπήρχε πράγματι μια μεγάλη ανάπτυξη τότε της κτηνοτροφίας στο Νησί και η περιοχή της «Αγίας Άννας» είναι γνωστό, ότι ενδείκνυται για βοσκότοπος. Χρησιμοποιήθηκε άλλωστε- όπως αναφέρθηκε- για το σκοπό αυτό και αργότερα (19ος αιώνας).

Ο άγιος Μάμας, προστάτης των βοσκών. Μικρογραφία από χειρόγραφο κώδικα της Ι.Μ. Αγ. Αικατερίνης, Σινά (12ος αιώνας)

To πώς ακριβώς από τον άγιο Μάμα της Τουρκοκρατίας (διότι οι χάρτες του 1688, ουσιαστικά μας δείχνουν τι παρέλαβαν οι Ενετοί, το 1684, όταν κατάλαβαν το Νησί) φθάσαμε στη «S. Aneta» του χάρτη του 1726, δεν μπορούμε να το ξέρουμε σήμερα ακριβώς. Αυτό που γνωρίζουμε, είναι ότι η Ενετική κατάκτηση, άλλαξε πλήρως τον χάρτη των ιδιοκτητών της γης και την χρήση αυτής. Συγκεκριμένα, όταν οι Τούρκοι γαιοκτήμονες αποχώρησαν, μαζί με τα Τουρκικά στρατεύματα, τους συνόδευσαν και όσοι κάτοικοι του Νησιού συνεργάζονταν μαζί τους, ενώ παράλληλα κατέφθαναν σ’ αυτό, νέοι κάτοικοι προερχόμενοι από άλλες περιοχές.

Επακολούθησε μια ριζική ανακατανομή της γης και της ιδιοκτησίας στο Νησί καθώς παραχωρήθηκαν εκτάσεις σε Ενετούς ευγενείς, σε συμπολεμιστές του Ενετικού στρατού και σε πρόσφυγες από άλλα μέρη του κράτους . Όσα κομμάτια γης παρέμειναν αδιάθετα- κυρίως πρώην Τουρκικές περιουσίες ή αγνώστου ιδιοκτήτη- χαρακτηρίστηκαν ως δημόσιες γαίες(21).

Ο χάρτης του Semitecolo (1726), περιγράφει μια πλήρως διαφορετική κατάσταση από τους χάρτες του 1688: Η περιοχή της «Αγίας Άννας» είναι δημόσια γη όπου υπάρχει ναός με Σλαβικό όνομα(22) και τριγύρω υπάρχουν ιδιωτικά γεωργικά τεμάχια καλλιεργήσιμης γης και όχι ακαλλιέργητος βοσκότοπος. Προφανώς η κοινότητα των κτηνοτρόφων -που υποθέσαμε ότι ίδρυσε το παλαιό ναό στην περιοχή- δεν κατάφερε να διατηρηθεί στις νέες συνθήκες, αφού η θέση του ναού στο χάρτη περιγράφεται ως δημόσια γη. Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς τα προβλήματα των κτηνοτρόφων ξεκίνησαν από την αρχή του Βενετοτουρκικού πολέμου, με την έναρξη των εχθροπραξιών(23). Το πιθανότερο είναι, ότι η δημόσια αυτή γη, ανήκε πριν σε κάποιο Τούρκο γαιοκτήμονα ο οποίος την παραχωρούσε έναντι αμοιβής στους κτηνοτρόφους. Όταν αυτός αποχώρησε, μαζί με τα Τουρκικά στρατεύματα ενδεχομένως τον ακολούθησαν και οι ίδιοι, καταφεύγοντας στην απέναντι ακτή. Αν κάποιοι παρέμειναν θα αποχώρησαν αργότερα, εκδιωχθέντες από τους νέους ιδιοκτήτες, ή και από το ίδιο το Ενετικό κράτος, που οικειοποιήθηκε τη περιοχή και που επιθυμούσε να παρέχει δημόσια γη προς χρήση των νέων αποίκων, ορισμένοι εκ των οποίων προέρχονταν και από Σλαβόφωνες περιοχές.

Sradioto” γκραβούρα του 1724 (G. Daniel)

Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο η εκκλησία και ο οικισμός στη θέση «Αγία Άννα» που περιγράφει ο χάρτης του 1726 να προέρχεται από «υπαλλήλους» του Ενετικού κράτους: Είναι γνωστό ότι η βενετική διοίκηση πάντοτε χρησιμοποιούσε ξένους για τις στρατιωτικές της ανάγκες. Το ίδιο συνέβη -κατά κόρον- και κατά τον έβδομο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1714–1718) κατά τον οποίο μάλιστα και το Νησί περιήλθε- για ένα έτος -ξανά στα χέρια των Οθωμανών. Ένα μεγάλο μέρος των μισθοφορικών αυτών στρατευμάτων (κυρίως το ελαφρύ ιππικό) αποτελούταν από του λεγόμενους «στρατιώτες» (Ενετ.: stradioti) οι οποίοι στρατολογούνταν από την Δαλματία, την Αλβανία τη Σερβία,και την Ελλάδα. Με δεδομένο ότι οι stradioti στρατοπέδευαν ομαδικά στην ύπαιθρο, ήταν πλήρως προσηλωμένοι στις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις και αξιοποιήθηκαν και μετά τον πόλεμο από το Ενετικό κράτος σε διάφορα καθήκοντα – π.χ. αγροφύλακες- δεν είναι απίθανο η εκκλησία της «S. Aneta» του χάρτη του 1726 να είναι δημιούργημα κάποιων σλαβόφωνων stradioti οι οποίοι διέμεναν τότε στον εγκαταλελειμμένο –πλέον- οικισμό των βοσκών. Οποιαδήποτε όμως και αν ήταν η προέλευση των σλαβοφώνων κατοίκων της περιοχής, η ονομασία «S. Mana» ήταν γι αυτούς ακατανόητη, την ερμήνευσαν ως «Αγία Μητέρα» και ταύτισαν το τιμώμενο πρόσωπο με τη Αγία Άννα (γι αυτούς Aneta), την μητέρα της Παναγίας. Λόγω της ύπαρξης του ναού αυτού, ονομάστηκε πιθανότατα η περιοχή- από τους ντόπιους- «Αγία Άννα», μια ονομασία για την οποία εξηγήσαμε πως, έμεινε ζωντανή μέχρι τις μέρες μας.

SUMMARY
The small church of Agia Anna in northwest Lefkáda and its history
By Antonios G. Perdikaris
Today’s church of Saint Anna in northwest Lefkáda, on a hillside east of the village of Agios Nikitas, was built in the early 1920s as a private church, by a well-known family of the Village. The family claimed to have been obliged to build a new church, as one of its ancestors found an old ruined church of the Saint in the 1870s when he had bought this area to grow vines.
Based on old maps, documents, and other historical sources, the author tries to prove whether the family’s claims that an old church had existed in the area are valid.
Indeed, documents from the 19th century and the last half of the 18th century bear such references. It seems that there was a church in the area. A map of 1726 shows a church, which was named “Saint Aneta”, alongside a small number of residences. Older maps, from 1688, however, call the area “Saint Mana”.
The author claims that the original church was founded by shepherds of the region, in honor of St. Mamas, their patron saint according to the Orthodox Church. During the Venetian rule, the church was used by a Slavophone Orthodox community, which devoted it to the Holy Mother of Virgin Mary. This church was abandoned after some time, and as the area remained uninhabited for a long time, it turned into ruins and was redeveloped by the new owners in 20th century.

1. Η Αγία Άννα, είναι ιδιωτικός ναός, ανήκουσα στους κληρονόμους του Αντρέα Περδικάρη του Μιχαήλ (1915-1992), από τον Άγιο Νικήτα.
2. Πιθανότατα τη δεκαετία του 1870
3. Πρόκειται για τον Περδικάρη Αντρέα του Βασιλείου που γεννήθηκε περί το 1828.
4. Εξ αιτίας του μεγάλου υψομέτρου
5. Περδικάρη Άννα του Μιχαήλ (1918-2004) συζ. Ιωάννη Ε. Βερυκίου, Άγιος Νικήτας.
6. Συμβόλαιο υπ’ αρθμ. 2710/5-12-1868 του συμβολαιογράφου Λευκάδος Σπυρ. Βλάχου.
7.Ο χάρτης αυτός συντάχθηκε από τον μηχανικό Santo Semitecolo, υπάρχει στο αρχειοφυλακείο Λευκάδας και είναι δυνατόν να ανακτηθεί και από το διαδίκτυο: https://www.dropbox.com/s/sylvynsgkmvwgvh/%CE%BA%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BF%20%CE%9A%CE%B1%CF%81%CF%85%CE%B1%CF%82.jpg?dl=0
8.Με την ονομασία αυτή δεν υπάρχει καμιά αγία ούτε της Ανατολικής, ούτε της Δυτικής Εκκλησίας. Το όνομα “Aneta” θα μπορούσε να μεταφερθεί στα Ελληνικά ως «μικρή Άννα» και η ορθογραφία του παραπέμπει σε Σλαβική γλώσσα. Υπενθυμίζεται ότι οι Δαλματικές ακτές και νησιά της Αδριατικής, ανήκαν τότε στους Ενετούς.
9.Πρόκειται για το υπ’ αριθμ. 1180 τεμάχιο που ανήκε στον Ιωάννη Ζακυνθινό και το υπ’ αριθμ. 1181 τεμάχιο που ανήκε στον Σπυρίδωνα Καρφάκη.
10. Το τότε επίνειο της Καρυάς, στη σημερινή περιοχή του Αγίου Νικήτα.
11. Τα στοιχεία της απογραφής αυτής, ευρίσκονται στο Αρχειοφυλακείο Λευκάδας.
12.Ο πατέρας του (Βασίλειος) θα ήταν ασφαλώς θρήσκος, ως «αναγνώστης» (:ψάλτης), στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στο Δρυμώνα. Στην ίδια εκκλησία υπηρετούσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1830, ως ιερέας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Λευκάδος και Αγίας Μαύρας, Ευγένιος ο Β΄. Παρ’ όλο που αυτός πέθανε την δεκαετία του 1850, η σχέση του και η επιρροή του στο νεαρό Αντρέα Περδικάρη. πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη.
13. Την περίοδο αυτή μητροπολίτης υπήρξε ο Ευγένιος ο Γ΄ (Περδικάρης), του οποίου το προσωπικό ενδιαφέρον θεωρείται δεδομένο, καθώς καταγόταν από τη περιοχή και η οικογένεια της αδερφής του διέμενε μόνιμα στον Άγιο Νικήτα.
14. Κατά την περίοδο αυτή μητροπολίτης υπήρξε ο Δανιήλ (Σουλίδης), ο οποίος όμως ως αντιβενιζελικός, είχε απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και την διοίκηση της Μητροπόλεως ασκούσε τότε τριμελής επιτροπή ιερέων, ένας εκ των οποίων ήταν και ο κάτοικος του Άγιου Νικήτα, ιερομόναχος Ανατόλιος (Αντώνιος) Φίλιππας (1867-1951), γείτονας των ιδιοκτητών του ναού.
15. Έτσι ονομάζουν οι ντόπιοι, τα αποκλειστικά πέτρινα κυλινδρικά κτίσματα τα οποία συναντάμε και σε άλλες ορεινές περιοχές του Νησιού αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα οποία χρησίμευαν κυρίως ως καταφύγια των αγροτών και των κτηνοτρόφων και ως αποθηκευτικοί χώροι των προϊόντων τους. Εικάζεται ότι η λέξη προέρχεται από την Ιταλική λέξη volta
16. Κατά τις περιγραφές παλαιών κατοίκων του Αγίου Νικήτα ο «βόλτος» αυτός είναι ασυνήθιστα μεγάλος και στο εσωτερικό του φέρει παχνιά, κατάλληλα για διατροφή μεγάλων ζώων. Η θέση του κτίσματος δεν είναι προσβάσιμη, σήμερα.
17. Αναφέρονται 2 εκκλησίες του αγίου Μάμα, στο νησί των Κυθήρων.
18. Βλ. Κολοβός (2013), σελ. 279
19. Μάρτυρας του 3ου αιώνα Μ.Χ.
20. Βλ. Μαράβα-Χατζηνικολάου (1995), σελ. 85
21. Βλ. Ροντογιάννη Π.Γ. (1980), τ. Α΄, σελ.553.
22. Πιθανώς δεν είναι απλά ναός καθώς υπάρχει κάποιος αριθμός κτισμάτων δίπλα στην εκκλησία. Ίσως πρόκειται για μοναστήρι, αφού και η αναγραφή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως C(onvento) S(anta) Aneta (=μοναστήρι της Αγίας Αννέτας)
23. Ο Κ. Σάθας στο έργο του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», (σελ.316), αναφέρει ότι το 1684, οι Κεφαλλονίτες οι οποίοι έσπευσαν προς βοήθεια των Ενετών στη πολιορκία του φρουρίου της Λευκάδας, άρπαξαν 24000 πρόβατα Λευκαδίων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ζαμπέλης Γ. (2003): «Ιστορία της Εκκλησίας της Λευκάδος» (ιδιωτική έκδοση) Λευκάδα
2. Κατσιαρδη-Hering O. (2004): «Η Λευκάδα στη Βενετική χαρτογραφία (1686-1729)» Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Τετράδια Εργασίας, 25/26, 93-133
3. Κολοβός Η. (επιμ.) (2013): «Οθωμανικές πηγές για τη νεώτερη ιστορία της Λευκάδας» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) Ηράκλειο.
4. Μαραβά-Χατζηνικολάου Α. (1995): «Ο Άγιος Μάμας» (Β΄ εκδ.) (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) Αθήνα.
5. Μοσχονάς Ν.Γ. (1980): «Χειρόγραφος τοπογραφικός χάρτης Λευκάδας και Αμβρακικού του 18ου αιώνα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας» Κερκυραϊκά Χρονικά 23, 274-279
6 .Μπρόζος Σ.(2016): «Ιδιόκτητοι Ναοί» (Σημειώσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου/ Β΄ εξαμ.) (Α.Π.Θ. /Νομική Σχολή/Μ.Π.Σ./Τομέας Ιστορίας και Κοινωνιολογίας του Δικαίου) Θεσσαλονίκη
7. Περδικάρης Α.Γ. (2018): «Ιστορία του Αγίου Νικήτα, Λευκάδας», (αυτοέκδοση) Λευκάδα (ISBN: 978-960-93-9908-1)
8. Ροντογιάννης Π.Γ. (1980): «Ιστορία της Νήσου Λευκάδος» (Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών) Αθήνα
9.Σάθας Κ.Ν. (1869): «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς : ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821)» (Εκ της Τυπογραφίας των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά) Αθήνησι
10.Φιλιππας Α.Μ.(1995): «Η Γενεαλογία των Αϊγκιωτών» (Αθήνα). Υπάρχει στο https://issuu.com/aperdikar/docs/ (προσπελάσθηκε στις 23/2/2016)
11.Pappas Ν.C.J. (2014) «Stradioti: Balkan mercenaries in fifteenth and sixteenth century in Italy» (Online Article). Υπάρχει στο: https://byzantineoplomachia.wordpress.com/2015/08/29/stradioti-balkan-mercenaries-of-fifteenth-and-sixteenth-century-in-italy/ (προσπελάσθηκε στις 14/11/2018)
12.The Benedictine Monks of St. Augustine’s Abbey, Ramsgate (1921): “ The Book of the Saints” (A & C Black L.T.D.) London.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Οι κ.κ.Αντρέας Περδικάρης και Γεράσιμος Περδικάρης με βοήθησαν στη συλλογή πληροφοριών για το νέο εκκλησάκι του 20ου αιώνα.
Η κα Χριστίνα Παπακώστα και ο κ. Γεράσιμος Γληγόρης με βοήθησαν στην έρευνα στο Αρχειοφυλακείο Λευκάδας.
Ο κ. Διονύσης Φλεμοτόμος με βοήθησε στη χρονολόγηση της εικόνας της Αγίας Άννας, στο τέμπλο του ναού και του ίδιου του ναού αυτού.

Τους ευχαριστώ θερμά.

Προηγουμενο αρθρο
Είναι η οδός Φιλοσόφων ο καθρέφτης όλου του νησιού;
Επομενο αρθρο
Δύο χρόνια παράταση στο Κτηματολόγιο ζητά ο Θανάσης Καββαδάς με ερώτηση στον υπ. Περιβάλλοντος

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.