HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ γλώσσα των βατράχων και ο Κολοβελώνης Βασιλιάς!

Η γλώσσα των βατράχων και ο Κολοβελώνης Βασιλιάς!

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

Νωρίς τ’ απόγιομα εκεί στ’ αντλιακό καθισμένος, καθάριζα το μαγέρεμα για το βραδινό φαγητό, τη φακή! Δίπλα μου η γριά βαβά μου πάσχιζε να βάλει ένα μπάλωμα στο ήδη μπαλωμένο παντελόνι του παπούλη μου, του προγιαστού, όπως πάντα τον αποκαλούσε… Μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα… Ζωή σαν παραμύθι, μιας άλλης εποχής, που η ανέχεια έσπρωχνε τον κόσμο σε επινοήσεις και διάφορες πατέντες, προκειμένου να σταθεί στα πόδια του και να αντιμετωπίσει την σκληρή του καθημερινότητα…

Παραδίπλα στην βαβά μου η αχώριστη συντροφιά της, η γειτόνισσά της, η θειά Μαριώ η Πλατ(υ)στομίτισσα! Το συνηθίζανε τούτο στο χωριό, όλες τις γυναίκες που έρχονταν νύφες απ’ τα άλλα χωριά να τις αποκαλούν με το όνομα του χωριού τους! Ποτέ δεν έμαθα το μικρό όνομα απ’ την θειά Καντλιώτισσα, απ’ την Καντήλα Ξηρομέρου, ή την θειά Απολπαινιώτισσα, απ’ την Απόλπαινα, ή την θειά Κομπλιώτισσα απ’ το Κομπλιό, ή την θειά Κατ(ου)νιώτισσα, απ’ την Κατούνα, χώρια της Καβαλισσάνες που τις ονόμαζαν όλες Καλαβρέζες, ή τις Σπανωχωρίτισσες Ζαγανούδες!

Κάθε τόσο η γριά γυρνούσε προς το μέρος μου: «Για μπελονιασέ μου τούτο το βλοημένο το βελόνι, άγγονα, γιατί θαμποβλέπω…»

Σαν «έπαιρνε ο ήλιος», σηκώνονταν η γριά και σγουμπά – σγουμπά πήγαινε μέσα στο σπίτι… «Πάω να κολήσω τ’ φωτιά και να βάλω το μαέρεμα, σήμανε ο παπάς … Νάρτουνε το βράδυ ξυλιασμένοι απ’ τσ’ ελιές να βρούνε ένα πιάτο φαϊ…». Μόλις έπαιρνε το πρώτο κύλισμα το μαγέρεμα, τότε η χαρά μας ,«η παπάρα», με τον αγκαθό το ψωμί και το ζουμί απ΄το πρωτοκύλισμα του φαγητού… «Όχι όλο τον καρπό, πρόσταζε η γριά, να μείνει φαϊ και για τους αποσταμένους το βράδυ…]

Κι όταν έφτανε το βράδυ, γύρω απ’ την γωνιά και την αναμμένη φωτιά καθόμαστε δέκα άτομα! Οι γονείς, οι παπούδες και έξι αδέρφια! Μια κοινωνία ολάκερη στον ρυθμό της … μέθεξης, στον ρυθμό της άγιας οικογένειας, που συζητούσε ώρες ατέλειωτες για όλα τα θέματα, για τις ξωμάχικες δουλειές της επομένης, για τις ετοιμασίες των γιορτών που πλησίαζαν, για τα κοινωνικά θέματα της μικρής κοινωνίας του χωριού, για το καράβι που βούλιαξε στη Φαλκονέρα και πήρε μαζί του τόσες ψυχές, για το ποιά ημέρα θα κάναμε σαν οικογένεια το Σαραντάρι στην εκκλησιά, για το πότε θα κάμουν τις ελιές στο λιτροβιό, για το ποιός θα πάει στη χώρα να ψωνίσει τα χρειαζούμενα για τη φαμελιά, ζάχαρη, καφέ, σπαέτο, μπακαλιάρο, κοφίσι, φασόλια και μπότες για μας τα παιδιά, γιατί έμπαινε φουριόζος ο χειμώνας! Αυτές οι γαλότσες… Απ’ την πολυφορεσιά είχαν κάνει γαϊτάνι στο καλάμι του ποδιού μας! Τις φορούσαμε απ’ όταν άρχιζε το σαρανταήμερο μέχρι τον Μάρτη μήνα!

Σαν τέλειωνε το φαγητό και ο προγραμματισμός για τις δουλειές τις επομένης, έπιανε δουλειά ο παπούλης και με τις ιστορίες του και τα παραμύθια μας ταξίδευε σε χώρες και τόπους αλαργινούς… Πλάνταζε η παιδική μας φαντασία τόσα που γνώριζε ο γέροντας και μας τα διηγούνταν με στόμφο και ζήλο μεγάλο… Σαν είχαν τελειώσει τα λεφτά απ’ την γλίσχρα σύνταξη και δεν είχε την δραχμούλα να με στείλει να του πάρω τέσσερα τσιγάρα «ΜΑΤΣΑΓΓΟΣ» απ’ την κούτα του μπακάλικου, έβγαζε απ’ την σουταμπάρκα του την ταμπακέρα και έστριβε νωχελικά ένα «λαθραίο» τσιγάρο με καπνό και φυλλαράκι χαρτί που τα προμηθεύονταν λαθραία απέναντι απ’ το Ξηρόμερο… Είχαν άτυπη συμφωνία μεταξύ τους οι χωριανοί, όσοι βρίσκονταν στο Ξηρόμερο, για δουλειά, ή εμπόριο, έπρεπε να φέρουν στους υπόλοιπους καπνό για το τσιγάρο τους… Έκανε μάτσο τα φύλλα του καπνού ο γέροντας και με ένα κοφτερό μαχαίρι, απάνω στο καρεκλάκι, ψιλόκοβε τον καπνό για το «λαθραίο»! «Βλέπεις, μου έλεγε, τόμαθα από μικρός και τώρα δεν μπορώ να το κόψω… Να φανταστείς πως στα νιάτα μου, άμα δεν είχα τσιγάρο ή καπνό έκοβα ξεραμένα αμπελόφυλλα και κάπνιζα… Εσύ να μην το βάλεις στο στόμα σου…» Τον άκουσα δια βίου τον γέροντα…

Τέλειωνε το σέρτικό του, έριχνε μερικά ρεβύθια πάνω στη γωνιά και από πάνω τους κάρβουνα, για νάχει να πίνει την βολά του το κρασί και αρχινούσε τα παραμύθια του.. Έξω δαιμονισμένος αέρας και βροχή, να χτυπούν τις λαμαρίνες στο διπλανό αχούρι για τα ζωντανά… Μια παράξενη «μελωδία», μια μοναδική «ραψωδία» των στοιχειών της φύσης χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη της νοσταλγίας και της άσπιλης ζωής…

«Απόψε θα σας πω για τον Κολοβελώνη και τους βατράχους, ξεκίναγε ο γέροντας… Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια μεγάλη οικογένεια στην άκρη ενός ποταμιού. Ο πατέρας, η μάνα και εφτά αδέρφια. Ο πατέρας πήγαινε στο δάσος, έκοβε ξύλα, μα μάζωνε και τα ξύλα που κατέβαζε το ποτάμι απ’ τα βουνά, τα πουλούσε στην πόλη και ζούσαν φτωχικά με τα χρειαζούμενα. Τα έξι απ’ τα αδέρφια ήταν δυνατά και όμορφα παιδιά, που τα ζήλευε όλο το χωριό. Το τελευταίο παιδί ήταν αδύνατο και καχεχτικό… Τόσο αδύνατο που μπορούσε να περάσει απ’ τον κόλο του βελονιού, γιαυτό και στο χωριό το φώναζαν όλοι αναγελαστικά Κολοβελώνη… Τ’ αδέρφια του πηγαίνανε στο σχολειό, να μάθουν γράμματα, να ξεφύγουν απ’ την τυραγνισμένη ζωή του πατέρα τους…

Κοντοστέκονταν εδώ ο γέροντας και άρχιζε τις παραινέσεις σε μας τα παιδιά… Να μάθτε και σεις γράμματα, να πιαστείτε απ’ το Δημόσιο, για να ζείστε… Είδατε το μπάρμπα σας; Έγινε δάσκαλος, πιάστηκε απ’ τη θυρίδα του Δημοσίου και τώρα… «βάρτου με μια βεργούλα!!!» Μου άρεσε τούτη η τελευταία ατάκα του γέρο Κωσταντή και πάντα τη θυμάμαι με συγκίνηση και νοσταλγία… «Βάρτου με μια βεργούλα»! Το έλεγε τακτικά σαν ήθελε να παινέψει κάποιον για μια του επιλογή, που του έφερνε προσωπικό όφελος και πρόκοβε στην ζωή του…

Τα έξι αδέρφια, συνέχιζε μετά την παραίνεσή του, μάθαιναν γράμματα. Ο Κολοβελώνης δεν ήθελε να πάει στο σχολειό, παρά κάθε μέρα κατέβαινε στην ακροποταμιά και έκανε παρέα με τα βατράχια, που ήταν χιλιάδες εκεί, και προσπαθούσε να μάθει τη γλώσσα τους!!! Ανησυχούσε η μάνα κι ο πατέρας, του έλεγαν να πάει σχολειό και να σταματήσει την παρέα με τα βατράχια, μα αυτός επέμενε και καθημερινά βρίσκονταν με τους φίλους τους βατράχους και συνομιλούσε…

Κάποια μέρα του χειμώνα, σαν φούσκωσε το ποτάμι και γκρέμισε τη μικρή ξύλινη γέφυρα, τ’αδέρφια του Κολοβελώνη, επιστρέφοντας απ’ το σχολειό, αποκλείστηκαν στην απέναντι μεριά του ποταμιού. Πάσχιζε ο πατέρας του με σχοινιά να τα περάσει εδώθε, μα ήταν τόση η δύναμη του νερού που παράσερνε τα πάντα στο διάβα του… Άρχιζαν οι γονείς να ανησυχούν γιατί θα νύχτωνε και θάμεναν τα παιδιά έξω θροφή στ’ άγρια θηρία. Και εκεί μέσα στην απογοήτευσή τους φτάνει στο ποτάμι ο Κολοβελώνης…

-Μη φοβάστε, αδέρφια, εγώ είμαι εδώ τους λέει. Αρχίζει στη γλώσσα των βατράχων να καλεί τους φίλους του τους βάτραχους εκεί στο μέρος του. Πράγματι, χιλιάδες βατράχια με τον βασιλιά τους τον τεράστιο Αρχιβάτραχο έφτασαν στο μέρος εκείνο. Γιατί μας κάλεσες Κολοβελώνη του λέει ο Αρχιβάτραχος, σε βλέπουμε στενοχωρημένο… Το και το τους λέει… Να τα αδέρφια μου είναι απέναντι αποκλεισμένα και θα νυχτώσει και θα κιντυνέψουν απ’ τα θηρία το βράδυ… Πως μπορούμε να τα βοηθήσουμε; Μη φοβάσαι του λέει ο Αρχιβάτραχος. Τώρα θα καλέσω χιλιάδες βατράχια, που βρίσκονται στο ποτάμι, απ’ το βουνό μέχρι εδώ, να πιούν το νερό του ποταμιού, να πέσει το φούσκωμά του και να διαβούν τ’ αδέρφια σου… Πράγματι… Ήπιαν, ήπιαν το νερό χιλιάδες βατράχοι και σε λίγο διάστημα έπεσε το φούσκωμα του ποταμιού και πέρασαν τ’ αδέρφια του Κολοβελώνη και γύρισαν σπίτι τους…

Ήταν το πρώτο μεγάλο κατόρθωμα του Κολοβελώνη που τον είχαν όλοι του πεταμού… Βλέπετε έλεγε στους γονείς και τ’ αδέρφια του… Βλέπετε που ότι μάθεις στην ζωή σου δεν πάει χαμένο… Εσείς μαθαίνετε γράμματα, εγώ μαθαίνω τη γλώσσα των βατράχων και να που σας έσωσα την ζωή…

Στην διπλανή πόλη ο βασιλιάς είχε μια μονάκριβη κόρη, πανέμορφη! Η βασιλοπούλα κατέβαινε στο ποτάμι και έπαιζε με τις φίλες της! Μια μέρα, σαν έσκυψε στο ποτάμι διψασμένη απ’ το παιγνίδι να ξεδιψάσει, κατά λάθος, μαζί με το νερό κατάπιε και ένα μικρό βατραχάκι… Μεγάλη δυστυχία πλάκωσε τότε στο παλάτι. Ο βάτραχος μέσα στην κοιλιά της βασιλοπούλας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, έβρισκε θροφές, καλοπερνούσε και με τα σάλτα του έκανε την βασιλοπούλα να υποφέρει απ’ τους πόνους. Μαράζωνε ο βασιλιάς σαν έβλεπε την κόρη του σε αυτά τα χάλια. Κάλεσε τους καλύτερους γιατρούς να την θεραπέψουν, μα κανένας δεν μπορούσε… Απελπισμένος έβγαλε μια απόφαση πως όποιος μπορέσει να γιατρέψει την κόρη του θα του την δώσει για γυναίκα του και θα του παραχωρήσει και τον θρόνο του να γίνει βασιλιάς…

Άκουσε στο χωριό ο Κολοβελώνης για το βάτραχο και την βασιλοπούλα, αλλά και την απόφαση και την υπόσχεση του βασιλιά και μια και δυό πηγαίνει στο παλάτι και παρουσιάζεται μπροστά στον βασιλιά… Σαν τον είδε ο βασιλιάς έτσι αδύνατο και κακόμοιρο οργίστηκε και θέλησε να τον διώξει.. Μα ο Κολοβελώνης επέμενε… «Πολυχρονεμένε, του λέει, εγώ θα κάνω καλά την κόρη σου… Μα θέλω να τηρήσεις την υπόσχεσή σου που έδωκες σε όλο το λαό…»

Δέχτηκε στο τέλος, πάνω στην απελπισία του ο βασιλιάς, να δει ο Κολοβελώνης την βασιλοπούλα. Πράγματι την έφεραν μπροστά του…. Σκύβει πάνω στην κοιλιά της και αρχίζει να συνομιλεί με τον βάτραχο που ήταν στην κοιλιά της… Περνάω καλά εδώ μέσα του λέει ο βάτραχος στη γλώσσα τους, περνάω καλά και βρίσκω όποια θροφή θέλω. Και για πες μου του λέει ο Κολοβελώνης, ποιά είναι εκείνη η θροφή πους σ’ενοχλεί;

-Τι να σου πω φίλε μου, του απαντά μέσα απ’ την κοιλιά της βασιλοπούλας ο βάτραχος, όλα τα φαγητά είναι θαυμάσια, αλλά αυτή η σκορδαλιά με φέρνει κοντά στον θάνατο…

Άρχιζε τότε να τρίβει από χαρά ο Κολοβελώνης τα χέρια του και να φωνάζει: «το βρήκα το φάρμακο το βρήκα»… Αμέσως φωτίστηκε το πρόσωπο του βασιλιά… «Λες, σκέφτηκε, τούτος που δεν τον πιάνει το μάτι σου να βρήκε το φάρμακο;»

-Λοιπόν , βασιλιά μου, του απαντά με ικανοποίηση ο Κολοβελώνης, για μια εβδομάδα η βασιλοπούλα δεν θα τρώει τίποτα άλλο παρά σκορδαλιά…

Πράγματι, σε μια εβδομάδα ο βάτραχος πέθανε μέσα στην κοιλιά της βασιλοπούλας. Λυτρώθηκε και ξαναβρήκε πάλι το κέφι της και τη χαρά της…

Τι να κάνει ο βασιλιάς, τότε, θέλοντας και μη θέλοντας, τήρησε την υπόσχεσή του… Πάντρεψε την κόρη του με τον Κολοβελώνη και τον έκανε και βασιλιά…

Είδατε, συνέχιζε με θριαμβευτικό ύφος ο γέρο Κωσταντής. Κανέναν στη ζωή δεν πρέπει να αναγελάς και να τον υποτιμάς, γιατί δεν ξέρεις τι γράφει η μοίρα του καθενός και ποιο είναι το μέλλον του. Ακόμη και αυτοί που τους κοροϊδεύουμε έχουνε στον ήλιο μοίρα και δεν μπορείς να ξέρεις τι θα γίνουν στην ζωή τους… Μπορεί και βασιλιάδες…

Προηγουμενο αρθρο
Διπλή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου την Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου
Επομενο αρθρο
Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες και γωνιές της Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.