HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΗ Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Πώς προέκυψε και τι ήταν το ελληνικό εθνικό Κίνημα;

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Πώς προέκυψε και τι ήταν το ελληνικό εθνικό Κίνημα;

Με αφορμή της Εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου, από το βιβλίο «Καταστροφές και Θρίαμβοι- Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ιστορίας», του Στάθη Ν. Καλύβα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, θα σας παρουσιάσουμε τα κεφάλαια:
Πώς προέκυψε και τι ήταν το ελληνικό εθνικό Κίνημα;
Πώς προέκυψε η Ελληνική Επανάσταση;
Ποιοι, γιατί και πώς εξεγέρθηκαν;
Ποια ήταν η τύχη της εξέγερσης;
Πώς διεθνοποιήθηκε η εξέγερση;

ΜΕΡΟΣ Α΄
Πώς προέκυψε και τι ήταν το ελληνικό εθνικό Κίνημα;

Το πολιτικό Κίνημα που άρθρωσε το όραμα της επανάκαμψης του ελληνισμού στο διεθνές προσκήνιο με τη μορφή ενός έθνους-κράτους εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του Ι 9ου αιώνα, κυρίως σε διάφορες πόλεις της Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η εμφάνισή του υπήρξε έκφραση ενός αναδυόμενου παγκόσμιου κινήματος που ξεκίνησε στην αμερικανική ήπειρο και τη Δυτική Ευρώπη και που έμελλε να κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσμο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όπως όλες οι μορφές εθνικισμού, έτσι και η ελληνική εκδοχή του αποτελεί πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο. Ή πολιτική και θεσμική ουσία του κλασικού ελληνισμού εκφράστηκε στο σχήμα της πόλης, ενώ οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους της αρχαίας Αθήνας ή Σπάρτης. Όταν το 1453 οι Οθωμανοί κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, το νότιο άκρο της βαλκανικής χερσονήσου αποτελούσε πολιτικά κατακερματισμένη περιοχή, μήλο της έριδας ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Φράγκους ηγεμόνες, ενώ οι Ενετοί αύξαναν σταδιακά την κυριαρχία τους. Τελικά, οι Οθωμανοί ήταν εκείνοι που υλοποίησαν την πολιτική ενοποίηση της περιοχής, θέτοντάς την υπό τον πλήρη έλεγχό τους.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, η αντίληψη πως τα Βαλκάνια κατοικούνταν από ξεχωριστές πληθυσμιακές ομάδες που διαφοροποιούνταν κυρίως στη βάση της γλώσσας τους και συνδέονταν, γεωγραφικά και ιστορικά, με μεσαιωνικές χριστιανικές μοναρχίες δεν ήταν κυρίαρχη στους κύκλους της διανόησης.

Κυριαρχούσε, αντίθετα, η αντίληψη που ταυτιζόταν με την υφιστάμενη κοινωνική οργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που έθετε το θρήσκευμα πάνω από την εθνοτική ή γλωσσική ταυτότητα. Το σύστημα αυτό οργάνωνε τις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις με τρόπο που ευνοούσε τους θρησκευτικούς οργανισμούς, πρακτική που κάποια στιγμή θεσμοποιήθηκε με τη μορφή του συστήματος των μιλετιών. ‘Ετσι, ο επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ασκούσε σημαντική επιρροή πάνω στο Millet -I-Rum (σε κυριολεκτική απόδοση, μιλέτι των Ρωμαίων), δηλαδή τον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, ο πληθυσμός αυτός εκλαμβανόταν ως ενιαία ομάδα, παρά τις επιμέρους διαφορές του.

Οι τοπικές εξεγέρσεις, τόσο μεταξύ μουσουλμανικών όσο και μη μουσουλμανικών πληθυσμών, αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν είχαν όμως το χαρακτήρα του εθνικού κινήματος και δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία ανεξάρτητων εθνικών Κρατών• στόχευαν συνήθως στη διατήρηση ή επέκταση της τοπικής αυτονομίας των διαφόρων ομάδων και την παροχή προνομίων, φορολογικής κυρίως φύσης. Η ανάδυση επομένως ενός ελληνικού εθνικού κινήματος στα τέλη του 1 8ου αιώνα υπήρξε μια απόλυτα καινοτόμος εξέλιξη για τα οθωμανικά δεδομένα, καθώς ενσωμάτωνε τις ριζοσπαστικές ιδέες του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού.

Η πνευματική διεργασία που οδήγησε στην ανάδυση του ελληνικού εθνικού κινήματος και έγινε αργότερα γνωστή ως «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» υπήρξε μια σύνθετη και πολυδιάστατη διαδικασία που αρχικά εστιάστηκε στην προώθηση του επιστημονικού ορθολογισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Βαθμιαία, κάμποσοι διανοητές άρχισαν να διατυπώνουν μια πολιτικά ρηξικέλευθη ιδέα: τη δημιουργία ενός νέου κράτους που θα εκπροσωπούσε την ανακτηθείσα ιστορική συνείδηση του ελληνικού έθνους.

Επρόκειτο για μια πραγματικά επαναστατική εξέλιξη, περιορισμένη αρχικά σε ολιγάριθμους κύκλους διανοουμένων και εμπόρων που κατοικούσαν σε πόλεις όπως η Βιέννη, η Τεργέστη, η Βενετία, η Πάδοβα, το Λιβόρνο ή η Μαριούπολη. Όπως και άλλοι μεταγενέστεροι εθνικισμοί, έτσι και ο ελληνικός αναδύθηκε μακριά από τη γεωγραφική περιοχή που έμελλε να αποτελέσει τον πυρήνα του ελληνικού κράτους.

Είναι μάλιστα ενδεικτικό πως οι άνθρωποι που έμειναν στην Ιστορία ως οι πρώτοι συνωμότες της εξέγερσης για τη δημιουργία αυτού του κράτους ήταν τρεις έμποροι από την Οδησσό της Ρωσίας: ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ. Πώς όμως οι μικρές, σχεδόν ασήμαντες αυτές ομάδες μπόρεσαν να αποκτήσουν υπολογίσιμη πολιτική υπόσταση;

Ο ελληνικός εθνικισμός αναπτύχθηκε μέσα από την αλληλεπίδραση τριών διακριτών μεν, αλλά συνδεδεμένων κοινωνικών συνόλων: της Ορθόδοξης Εκκλησίας, των Φαναριωτών και των ελληνόφωνων εμπόρων και διανοουμένων που ζούσαν διάσπαρτοι στις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε κεντρική θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πρόσβαση στον σημαντικό αυτό οργανισμό ήταν ο μοναδικός ίσως ιμάντας κοινωνικής κινητικότητας για τους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και απαιτούσε τη γνώση της λειτουργικής και διοικητικής του γλώσσας, δηλαδή των ελληνικών. Κληρονομημένη από το Βυζάντιο, η γλώσσα αυτή απήλαυε ιδιαίτερου κύρους και προβολής και αποτελούσε τη βάση της εκπαίδευσης που παρείχε η εκκλησία στα μελλοντικά της στελέχη.

Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική γλώσσα επιβίωσε αλλά και διαδόθηκε ευρύτερα, καθώς πολλοί μορφωμένοι χριστιανοί ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης επεδίωκαν να είναι ελληνόφωνοι. Αναδείχθηκε έτσι μια τάξη διανοουμένων η οποία σταδιακά άρχισε να ανακαλύπτει τον αρχαίο ελληνισμό που έως τότε συγκαλυπτόταν από την ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση. Η διεργασία αυτή εξηγεί γιατί ο ελληνικός εθνικισμός υπήρξε τόσο πρώιμο φαινόμενο στα Βαλκάνια σε σχέση με άλλους.

Μολονότι η Εκκλησία συνέβαλε στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες μέσα από τις οποίες αναδύθηκε το ελληνικό εθνικό κίνημα, ούτε προσχώρησε σ’ αυτό ούτε και το στήριξε και αυτό παρά το γεγονός πως πολλοί κληρικοί εντάχθηκαν στις τάξεις του.

Η στάση του Πατριαρχείου απέναντι στις ιδέες του Διαφωτισμού υπήρξε από καχύποπτη έως εχθρική. Για πολλούς ορθόδοξους, η Δύση ταυτιζόταν με την Καθολική Εκκλησία, ενώ η έμφαση σε ιδέες όπως ο επιστημονικός ορθολογισμός και η αυτονομία του ατόμου απειλούσαν την επιρροή της θρησκείας και υπονόμευαν την ισχύ του Πατριαρχείου. Μόνον αργότερα, μετά την ανάπτυξη εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια και το σχηματισμό εθνικών ορθόδοξων εκκλησιών, προέκυψε μια επανευθυγράμμιση συμφερόντων ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τους επιμέρους εθνικισμούς.

Οι Φαναριώτες, που χρωστούν το όνομά τους στη συνοικία της Κωνσταντινούπολης όπου είχε την έδρα του το Πατριαρχείο, αποτελούσαν μια ελληνόφωνη ελίτ με σημαντικές θέσεις στα ανώτατα κλιμάκια της οθωμανικής διοίκησης. Η επιρροή τους κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, όταν σε εξέχουσες φαναριώτικες οικογένειες παραχωρήθηκε το δικαίωμα της διακυβέρνησης δύο πλούσιων περιοχών της σημερινής Ρουμανίας, των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Εκεί, οι Φαναριώτες ηγεμόνες ενθάρρυναν την άνθηση μιας ρωμαλέας ελληνόφωνης πνευματικής ζωής. Μολονότι οι Φαναριώτες ήταν ανοιχτοί στις νέες ιδέες που κατάφθαναν από τη Δύση, ήταν ταυτόχρονα απρόθυμοι να τις υιοθετήσουν ανοιχτά, καθώς τα προνόμιά τους, καρπός της θέσης τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Αρκετοί Φαναριώτες εντάχθηκαν τελικά στις τάξεις του ελληνικού εθνικού Κινήματος και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό, όπως οι αδελφοί Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Αλλοι, ωστόσο, όπως ο Στέφανος Βογορίδης, Προτίμησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από το εγχείρημα του ελληνικού εθνικισμού και να παραμείνουν πιστοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και οι Φαναριώτες έριξαν τους σπόρους του ελληνικού εθνικισμού. Δεν ήταν όμως σε θέση να αναλάβουν την πρωτοβουλία μιας επαναστατικής ρήξης. Αυτή την ανέλαβαν κυρίως έμποροι και διανοούμενοι με ελληνική παιδεία, που ωφελήθηκαν σημαντικά από τη μεγάλη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου στα τέλη του 18ου αιώνα και την αντίστοιχη επέκτασή του στη Νοτιοανατολική Ευρώπη που προέκυψε ως αποτέλεσμα των ρωσο-τουρκικών πολέμων της περιόδου 1768-1792.

Ο πολλαπλασιασμός των επαφών με τη Δυτική Ευρώπη οδήγησε αυτούς τους εμπόρους και διανοουμένους σε μια συναρπαστική ανακάλυψη: διαπίστωσαν πως η ελληνική γλωσσική τους ταυτότητα και κουλτούρα τούς συνέδεε με έναν ένδοξο αρχαίο πολιτισμό, ο οποίος ήταν παλαιότερος από το χριστιανισμό και αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού στα πιο προηγμένα έθνη της εποχής και μεταξύ των πιο προοδευτικών ανθρώπων. Με άλλα λόγια, ανακάλυψαν ότι ήταν κάτοχοί ενός μοναδικού συμβολικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, τους απωθούσε η οπισθοδρομική και παρακμιακή, όπως την αισθάνονταν, οθωμανική πραγματικότητα, η σύγκριση της οποίας με τη Δύση ήταν καταλυτική. Τέλος, αγανακτούσαν με το γεγονός πως η κοινωνική τους θέση παρέμενε υποδεέστερη των Οθωμανών αξιωματούχων, των Φαναριωτών και του ανώτερου ορθόδοξου κλήρου.

Μολονότι οι περισσότεροι έμποροι δεν συμμετείχαν άμεσα στο εθνικό εγχείρημα, συνέβαλαν στη δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων για την ανάδυση μιας νέας τάξης διανοουμένων. Πολλοί από τους διανοούμενους αυτούς ήταν μάλιστα παιδιά εμπόρων με σπουδές και Παρουσία στη Δυτική Ευρώπη. Αποδείχθηκαν δε εξαιρετικά ενθουσιώδεις και πνευματικά παραγωγικοί, συμβάλλοντας στην έκρηξη της βιβλιοπαραγωγής. Σύντομα ανέλαβαν πολιτική δραστηριότητα, η οποία αρχικά δεν στρεφόταν τόσο εναντίον των οθωμανικών αρχών όσο κατά της ορθόδοξης ιεραρχίας και των κατά τόπους χριστιανικών ελίτ. Την ίδια εποχή, η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, που αποτελούνταν από αμόρφωτους χριστιανούς αγρότες που στέναζαν κάτω από την εξουσία μουσουλμάνων αφεντικών, αγνοούσε αυτές τις εξελίξεις.

Η μορφή και σύνθεση του ελληνικού εθνικού κινήματος γίνεται κατανοητή με μια σύντομη αναφορά σε τρεις προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού: τον Ιώσηπο Μοισιόδακα (1725- 1800), τον Ρήγα Φεραίο (1757-1798) και τον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833). Είχαν και οι τρεις ελληνική παιδεία, παρ’ ότι διέφεραν ως προς τις εθνοτικές τους καταβολές. Τους διέκρινε το αστικό τους κοινωνικό υπόβαθρο, οι ανοιχτοί ορίζοντες, η διασπορική κουλτούρα και εξωστρεφής τους δράση και το κοσμοπολίτικο πολιτικό τους όραμα. Ο πρώτος υπήρξε ένας πρώιμος διανοητής του Διαφωτισμού• ο δεύτερος ήταν ένας από τους πρώτους που προσπάθησαν να μετουσιώσουν τις ιδέες σε επαναστατική πράξη• και ο τρίτος άρθρωσε και επεξεργάστηκε την πληρέστερη και πλέον φιλόδοξη εκδοχή του φιλελεύθερου ελληνικού εθνικισμού.

Ο Μοισιόδακας γεννήθηκε στη νότια όχθη του Δούναβη, στην Τσερναβόδα της Δοβρουτσάς που βρίσκεται στη σημερινή νοτιοανατολική Ρουμανία. Καταγόταν από οικογένεια εξελληνισμένων Βλάχων εμπόρων και σπούδασε στην Πάδοβα της Ιταλίας. Ταξίδεψε σε όλη την Κεντρική Ευρώπη, μετέφρασε και δημοσίευσε αρκετά βιβλία, προώθησε νέες ιδέες και ενεπλάκη σε συχνές διαμάχες με τις κατά τόπους ορθόδοξες χριστιανικές ελίτ. Η έντονη πνευματική του δραστηριότητα συνέβαλε στη διάδοση των ιδεών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο Ρήγας καταγόταν από οικογένεια Θεσσαλών εμπόρων, πιθανώς βλάχικης καταγωγής. Πέρασε τα χρόνια της διάπλασής του στη Βλαχία, όπου εργάστηκε στη φαναριώτικη αυλή και επηρρεάστηκε από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Μετά από πολλά ταξίδια εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου εξέδωσε μια ελληνική εφημερίδα• οραματίστηκε την ίδρυση ενός νέου κράτους, εθνοτικά πλουραλιστικού και πολιτισμικά ελληνικού. Ενδεικτικός του οράματός του αυτού είναι ο τίτλος ενός φυλλαδίου του: Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας. Σύντομα άρχισε να υποστηρίζει την ιδέα μιας βαλκανικής εξέγερσης, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τις αυστριακές αρχές που τον παρέδωσαν στους Οθωμανούς, οι οποίοι και τον εκτέλεσαν στο Βελιγράδι.

Τόσο ο Μοισιόδακας όσο και ο Ρήγας αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της έντονα βαλκανικής διάστασης που διέκρινε τον πρώιμο ελληνικό εθνικισμό. Ο Κοραής ξεφεύγει εντελώς από τη διάσταση αυτή. Όπως και οι δύο πρώτοι, έτσι και αυτός ήταν ένας κοσμοπολίτης στοχαστής, που βρισκόταν στο στοιχείο του συμμετέχοντας σε πνευματικές ζυμώσεις παγκόσμιας εμβέλειας. Προερχόμενος από οικογένεια εμπόρων της Σμύρνης, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, αφού πρώτα πέρασε από το Αμστερνταμ και το Μονπελιέ. Η πολιτική του σκέψη διαμορφώθηκε άμεσα τόσο από τη θετική όσο και από την αρνητική πλευρά της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ ο ίδιος επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες του Τόμας Τζέφερσον, με τον οποίο ανέπτυξε τακτική αλληλογραφία. Το έργο του Υπόμνημα περί της παρούσης κατάστασης του πολιτισμού στην Ελλάδα που δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1803 αποτέλεσε την πλέον καίρια συμβολή του στη διαμόρφωση της ιδεολογίας του φιλελεύθερου εθνικισμού. Σ’ αυτό, ο Κοραής υποστηρίζει πως όταν οι κάτοικοι της Ελλάδας συνειδητοποιήσουν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων θα μεταμορφωθούν από λαό σε έθνος.

Σε αντίθεση με τους πρώιμους διανοητές άλλων εθνικών κινημάτων των Βαλκανίων που έρρεπαν προς τη Ρωσία, οι ‘Ελληνες εθνικιστές διανοητές έστρεψαν από την πρώτη στιγμή και με ιδιαίτερη ένταση το βλέμμα τους προς τη Δυτική Ευρώπη. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ρήξη με το παρελθόν, καθώς η Δυτική Ευρώπη (οι «Φράγκοι») αντιμετωπιζόταν έως τότε ως εχθρική δύναμη, δεδομένης της παράδοσης συγκρούσεων ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η κατάκτηση και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 υπήρξε μια τραυματική εμπειρία, τη μνήμη της οποίας διατηρούσε ζωντανή η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Συμπερασματικά λοιπόν, το κεντρικό χαρακτηριστικό του ελληνικού εθνικού εγχειρήματος υπήρξε ο ριζοσπαστικά καινοτόμος χαρακτήρας του: ήταν ένα κίνημα πρωτοποριακό για την εποχή και την περιοχή του, σταθερά προσανατολισμένο προς τη Δύση, με έντονη πνευματικότητα και εξωστρεφή χαρακτήρα. Πάνω απ’ όλα, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο. Τα χαρακτηριστικά αυτά έθεσαν τις βάσεις για την ανάδυση του ελληνικού κράτους, προσδιορίζοντας τη μορφή και τη δυναμική που έλαβε η εξέγερση.

Συνεχίζεται
Διαβάστε το Β’ Μερος ΕΔΩ.
Διαβάστε το Γ’ Μερος ΕΔΩ.

Προηγουμενο αρθρο
Γράμμα από τη Wuhan της Κίνας στη Λευκάδα - Αξίζει να το διαβάσετε
Επομενο αρθρο
Λευκάδα 1973. Ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ Γυμνασίου Λευκάδας και Γυμνασίου Πρέβεζας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.