HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΗ ιερή γεωμετρία στην παλαιά βελονιά και τις καρπέτες της Λευκάδας

Η ιερή γεωμετρία στην παλαιά βελονιά και τις καρπέτες της Λευκάδας

Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

«Η ιερή γεωμετρία στην παλαιά βελονιά και τις καρπέτες της Λευκάδας»
Ένα -ακόμα- θησαύρισμα στην τοπική μας λαογραφία

Το βιβλίο της άξιας φιλολόγου Κασσιανής Κούρτη Παναγοπούλου, με τίτλο: Η ιερή γεωμετρία στην παλαιά βελονιά και τις καρπέτες της Λευκάδας (Αndy’s Publishers, Αθήνα 2017), έρχεται να στεγάσει ένα σημαντικό κεφάλαιο της λευκαδίτικης αισθητικής παράδοσης, την (γυναικεία κατεξοχήν) τέχνη του αργαλειού και της κεντητικής. Και να αναδείξει –χωρίς ηχηρές δηλώσεις και σχόλια- τη γυναικεία καλλιτεχνική δημιουργικότητα, συνυφασμένη με την ευφυΐα και την πνευματικότητα που η αυθεντική λαϊκή τέχνη κυτταρικά εμπεριέχει. Το έργο της, απόσταγμα γνησιότητας στη μακρόχρονη επικοινωνία της με την τέχνη του αργαλειού και του κεντήματος, μια ζωτική, βιωμένη εμπειρία στο χωριό της, την Εγκλουβή Λευκάδας, θα συναντηθεί στην ερευνητική της ανασκαφή στις ρίζες, με λαογραφικά και εθνογραφικά μελετήματα, επισκέψεις in situ, συνομιλίες, συνεντεύξεις, αφηγήσεις, φωτογραφικές αποτυπώσεις, αρχειακές πηγές, που θα συγκροτήσουν, στην αργή του ωρίμανση, το υλικό αξιόπιστων συστημάτων πληροφόρησης, διασώζοντας, με ελάχιστο βαθμό απόκλισης από την «πρώτη τους ζωή», όψεις της κοινωνικής και πολιτισμικής λειτουργίας του παραδοσιακού χώρου.

Η κατευθυντήρια γραμμή της ανάγνωσης προσφέρεται στον αναγνώστη από τον εξαιρετικό, στην πύκνωση και τις σημάνσεις του, τίτλο. Το ουσιαστικό νόημα που προσφέρει η «ιερή γεωμετρία», αμέσως προσδιορίζει την ιδιαίτερη θεώρηση του θέματος και συζευγνύει συνειρμικά τον ιερό –με τη θρησκευτική του έννοια- χαρακτήρα μιας καλλιτεχνικής τελετουργίας της αγροτικής κοινότητας με την αυστηρότητα και την πειθαρχία της μαθηματικοποιημένης σύλληψης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. (Άλλωστε, στα πλαίσια του χωριού και της παράδοσης, τι δεν υπείκει στους κανόνες της ιερότητας και της πειθαρχημένης αρμονίας; Θα μπορούσε πράγματι να ιχνηλατηθεί ο λαϊκός πολιτισμός στο σύνολό του κάτω απ’αυτό το πρίσμα). Ενώ ταυτόχρονα, ανάγει τη σκέψη σε γενικές φιλοσοφικές διαπιστώσεις για τη συμπαντική αρμονία και τη γεωμετρική δομή, την κανονικότητα και την ευρυθμία των φαινομένων της ζωής.

Και πριν περάσει στη διαπραγμάτευση του θέματός της η συγγραφέας, και στο προσδιορισμένο ιστορικά (χωροχρονικά) ερευνητικό της αντικείμενο, εισαγωγικά θα μας υποψιάσει, χωρίς βέβαια να επιχειρεί διεξοδικές αναλύσεις και περιγραφές-δεν είναι άλλωστε αυτό το θέμα της-, για μια διαπολιτισμική μέσα στο χρόνο τελετουργική υλοποίηση της ιερής γεωμετρίας του αργαλειού και του κεντήματος, με φωτογραφικό υλικό τεκμηρίωσης από την μπέρτα των Ίνκας, τις κολοκύθες των Τουαρέγκ, τα κιλίμια που σκεπάζουν τις καμήλες στη Σαχάρα, τα υφαντά των Σαρακατσάνων, των Ρουμάνων, των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, τα χαλιά των Τουρκμενίων, των Καλάς, τα υφαντά της Γουατεμάλας, τα νορβηγικά κεντήματα… Διαπιστώνοντας, διαισθητικά το περισσότερο, τις ανθρωπολογικές συγκλίσεις και την ανθρώπινη καλλιτεχνική δομή, που κυοφορεί και παράγει συγγένειες και πολιτισμικές συνάφειες, πέρα από την όποια επικοινωνιακή δυναμική των πολιτισμών. Το φιλολογικό της οπλοστάσιο διευκολύνει τις λαογραφικές της παρατηρήσεις στην εξελικτική μορφή σχεδίων και μοτίβων, από τα φυσιοκρατικά θέματα της παλαιάς βελονιάς στη γεωμετρική συμμετρία και τις σχηματικές εναρμονίσεις που παράγει, σε πολλαπλές παραλλαγές, ανάλογα με την καλλιτεχνική ευφυΐα και ευρηματικότητα του δημιουργού.

Περνώντας βιαστικά από την ιστορία του νησιού της Λευκάδας, την ιστορία των αλλεπάλληλων κατακτήσεών του, συνυφασμένων με την οικονομική και πολιτισμική του διαδρομή, θα εντάξει στη συνέχεια την τέχνη του κεντήματος και του αργαλειού σε μιαν εξελικτική διαδικασία καλλιτεχνικής συλλογικότητας, όπου όμως η ατομικότητα γίνεται αισθητή στη διακριτή λεπτομέρεια-όπως σε κάθε ατομική δημιουργία. Και αντιπαραθέτει στις αντιξοότητες των αντικειμενικών συνθηκών, στη δραματικότητα της ζωής, ως σωτήρια αντιρρόπηση, την έντεχνη βίωση της ζωής. Πόση αλήθεια στο λόγο της: «…Τυραγνισμένοι άνδρες και γυναίκες, όμως η τέχνη, τέχνη. Η καλλιτεχνία μαζί τους. Στα μοναστήρια με τις τοιχογραφίες και τις αγιογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας. Στη μουσική και την ποίηση με τους ρωμαλέους σκοπούς και τους δημοτικούς στίχους. Οι εικόνες, οι αλληγορίες, το μέτρο, η ομοιοκαταληξία, η ευγένεια, οι υπαινιγμοί, ο διάχυτος ερωτισμός που δεν ξεπέφτει σε χυδαιότητες, όλα σε υψηλό επίπεδο σεβασμού. Το ίδιο και η λαϊκή τέχνη, τα υφαντά και προπάντων το κέντημα…» (σ.18).

Στις ουσιώδεις παρατηρήσεις της-συνοπτικά διατυπωμένες, κάποτε με μια μόνο λέξη, που υποκρύπτει ωστόσο ολόκληρες βιβλιογραφικές καταγραφές, προσδίδει το εννοιολογικό και αισθητικό βάθος της λαϊκής τέχνης, καθώς και τις ηθικές και κοινωνικές της συνυποδηλώσεις. Η έννοια της πνευματικότητας και της απλότητας, που διατρέχει όλο τον λαϊκό πολιτισμό, και οριοθετεί το άυλο κεφάλαιο της λαϊκής παράδοσης, μαζί με την έννοια της ευφυΐας και της καλλιτεχνικής ελευθερίας στη λαϊκή-την ανεπεξέργαστη, αλλά φυσικά δοτή υπόστασή της-, υπογραμμίζονται ως βασικά στοιχεία της λαϊκής δημιουργικότητας. Το τελευταίο, διακρίνεται σαφώς στην ενθάρρυνση που παρέχει η Μαρία η Κουτσοχέρω (Σταύρακα, 1865-1948), η πρωθιέρεια της καρσάνικης βελονιάς, στις μαθήτριες της άτυπης σχολής της, να τολμούν πρωτοβουλίες (σ. 45). Αλλά και ολόκληρη η ζωή στην ποικιλία των κοινωνικών της εκφάνσεων, των τελετουργικών και συγκινησιακών της εκδηλώσεων, περνά μέσα από την περιγραφή των συμβόλων στο κέντημα της λαϊκής ενδυμασίας και στο στόλισμα του χωριάτικου σπιτιού, στα χρηστικά καθημερινά είδη. Μαζί με τις σημειολογικές συζεύξεις ζωής και θανάτου, ερωτικού αισθησιασμού και ηθικής αιχμαλωσίας στην αγνότητα. «Το υποκάμισο το έφτιαξε η νύφη να το φορέσει για το γαμπρό την πρώτη νύχτα του γάμου, τις γλυκές στιγμές, και συνδέεται με την αιδημοσύνη. Μετά θα το φυλάξει στην κασέλα της για να της το φορέσουν όταν φύγει, γριά ίσως, για το μεγάλο ταξίδι. Τέτοια υποκάμισα, με τα αιμάτινα σημάδια της παρθενιάς, της τιμής της νύφης, σώζονται μέχρι σήμερα» (σ. 30).

Η αναστροφή της συγγραφέως με το θέμα είναι βίωμα των παιδικών και εφηβικών της χρόνων, ζυμωμένο με τις μετέπειτα φιλολογικές της αναζητήσεις και την ερευνητική της ματιά. Ο βιωματικός ωστόσο χαρακτήρας του αντικειμένου της, της επιτρέπει τη βαθύτερη και αυθεντικότερη οικείωση με τον κόσμο των δημιουργών, και με την «κοινωνία» των συναισθημάτων που αυτή η δραστηριότητα προσπορίζει στους δημιουργούς της. Έτσι, η επανακάμπτουσα μνήμη, έρχεται πραϋμένη, με τρυφερότητα και δικαιοσύνη, να εικονίσει συλλογικότητες μέσα στο φυσικό περιβάλλον ενταγμένες, ως να λειτουργεί επόπτης φωτογραφικός φακός, που ακινητοποιεί στιγμές αληθινής ευτυχίας του λαϊκού δημιουργού στα θαλερά περιγράμματα της κοινωνικότητάς του. Μεταξύ λογοτεχνικής αφήγησης και δοκιμιακής γραφής, με έκδηλο το στοιχείο της ποιητικότητας-όλο το περιεχόμενο του λαϊκού πολιτισμού αναδίνει ποίηση-, η συγγραφέας ανακαλεί μνήμες από στιγμιότυπα και ανθρώπινα πορτρέτα και σκηνοθετεί το φόντο της φωτογραφικής τους απαθανάτισης. Όμιλοι γυναικών σε φυσικές τοποθεσίες του γενέθλιου τόπου, σαν σε πολυφωνικό θέαμα, σμιλεύουν το εικονοστάσι της αειθαλούς μνήμης: «Στην κορυφή του χωριού, στο Πηγαδούλι, στην πηγή με το λίγο νερό και το τόσο τρυφερό υποκοριστικό, ώσπου να γεμίσουν οι βαρέλες τους κεντούσαν η Μαρία, η Γεωργία, η Ελενίτσα, η Ισμήνη, η Αριστούλα, η Αναστασούλα, η Μαρία και άλλες. Λίγο πιο κάτω, στον ίσκιο της αμυγδαλιάς κοντά στη βρύση, κεντούσαν η Μαυρέττα, η Μαρία, η Μαργαρίτα, η Πηνιώ και άλλες…» Το ίδιο και στον ίσκιο του τεράστιου μελιού (φιλύρας), πιο κάτω στο Ίσωμα, στη μουριά του Καραπάνου…, στην ανηφόρα στα Γιαννακελάτα…, κοντά στο σχολείο στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία…, στην αυλή του μπάρμπα-Θοδωρή, που όλο τραγούδαγε και όλο πείραζε τις γυναίκες…, στο Κάτω χωριό…, στα Λιακατάτα…, στα Παλιάμπελα…, στην Ακόνα, εκεί που έπαιζαν στριφτό και μπιζζ τα αγόρια…, στο δάσος του Αλκιβιάδη…, πάνω από τη δημόσια στράτα, στο γραφικό αλωνάκι… (σ. 28-29). Δεκάδες ονόματα-πόσο παράξενα και ποιητικά πολλά απ’αυτά!-και αντίστοιχες φιγούρες, των αγροτικών ειδυλλίων ευφορικές αναστροφές, που «εκθέτουν» τη μαεστρία στην τέχνη τους στο δημόσιο χώρο-σαν μια πολυπρόσωπη ιεροτελεστία υπαίθριων καλλιτεχνικών εργαστηρίων. Το φωτογραφικό ένθετο των «θεραπαινίδων του κεντήματος», σε ατομικά ή ομαδικά στιγμιότυπα εργασίας, τεκμηριώνει οπτικά την κοινωνική λειτουργία της γυναικείας καλλιτεχνίας και διεγείρει τη συναισθηματική ανάκληση του παρελθόντος, αποδίδοντάς τους ταυτόχρονα δικαίωση με το μερτικό που τους προσφέρει στην ιστορική μνήμη.

Από την ανάμνηση και την προφορική μαρτυρία, στην επίκληση αρχειακών ντοκουμέντων, από την οικεία εμπειρία στις επώνυμες αναφορές και κείμενα (Γιώργη Κοντογιώργη, Εύας Πάλμερ-Σικελιανού, Ίριδος Αυδή-Καλκάνη), που παραθέτει σε σχετικό παράρτημα (σ. 92-101), από τη μελέτη βιβλιογραφικών πηγών μέχρι τη φωτογραφική αποτύπωση, η Κασσιανή Κούρτη-Παναγοπούλου στο έργο της αυτό, που προστίθεται στη λαογραφική βιβλιογραφία του τόπου μας, φαίνεται να διακατέχεται από την αγωνία να διασώσει το λαογραφικό θησαύρισμα αυτού του κοινωνικού πεδίου του λαϊκού μας πολιτισμού: κοινωνικά τελετουργικά, διαδικασίες, υλικά, σχέδια, τεχνικά μέσα, συγκράσεις μέσα στον χρόνο (από την αρχαιότητα μέχρι τις σύγχρονες εμπορευματοποιημένες δραστηριότητες του φολκλόρ γύρω από την υφαντική και την κεντητική τέχνη), λέξεις (θαυμαστή η λαϊκή λεξιπλασία: ξωλούρια, τριπούθκια, μελησμόνια, ανεβατή, φιοπγκούθκια, καμαρούδες κ.ά., σ. 47), τεχνικά μέσα, ακόμα και κάποια δεδομένα της ψυχολογίας των γυναικών πάνω στην εργασία τους, και να δημιουργήσει ένα γνωσιακό και συγκινησιακό κεφάλαιο, που δένει άρρηκτα και οργανικά το παρελθόν με το παρόν κι αυτό με το μέλλον και που σφυρηλατεί την πολιτισμική μας ταυτότητα, συμβάλλοντας στην αυτογνωσία μας.

Και μια τελευταία παρατήρηση: Η Κασσιανή Κούρτη στην «ιερή γεωμετρία» της «μιλάει» την ακριβή «γεωμετρία του λόγου», που πειθαρχεί στις προθέσεις της συγγραφέως, μεταφέρει με ευκρινή λιτότητα τα νοήματά της και παράλληλα τις συναισθηματικές της δονήσεις, καθώς η διαρκής συγκίνηση και η ευαίσθητη πρόσληψη της λαϊκής δημιουργίας διατρέχει υποδόρια κάθε πτυχή του έργου της.

Ευχαριστούμε την Κασσιανή Κούρτη-Παναγοπούλου για τη βιωμένη θητεία της στην τέχνη της βελονιάς και της καρπέτας, που την αναγεννά με τον λόγο της και μας την προσφέρει, πολύτιμη μαθητεία στην καλαισθητική αγωνία του λαϊκού ανθρώπου, ως μάθημα αγωγής στην ομορφιά.

Προηγουμενο αρθρο
Interface Team - ο κατάλληλος συνεργάτης για την ηλεκτρονική και έντυπη διαφήμιση της επιχείρησής σας
Επομενο αρθρο
«Χάρτες Λευκάδας»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.