HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ Μεγάλη Βρύση

Η Μεγάλη Βρύση

Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Η Fontanone(1) των Βενετσιάνων για αιώνες ολόκληρους υδροδοτούσε τη Χώρα και άρδευε τα περιβόλια της, ιδίως εκείνα που βρίσκονταν στην περιοχή από το σταυροδρόμι του Αγίου Μηνά μέχρι και πιο πέρα από το Καλλιγώνι, στη θέση Πέραμα, ενώ οι συνεχόμενες πεδινές εκτάσεις ποτίζονταν από τα νερά της «Σπασμένης Βρύσης» των νέων Καρυωτών. Επρόκειτο για μια πηγή, σφαλισμένη σήμερα, στους πρόποδες του λοφίσκου που υψώνεται δίπλα από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής ή της Μεγαλοβρυσιώτισσας, ακριβώς στα δεξιά του επαρχιακού δρόμου Λευκάδας-Βασιλικής, καθώς κινούμαστε προς το Καλλιγώνι.

Η μορφολογία του εδάφους απέτρεπε τη χάραξη του δρόμου σε άλλη θέση, αφού το εξερχόμενο νερό οδηγούνταν σε μια τεράστια τεχνητή λίμνη, σ’ έναν νεροκράτη, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται τέτοιο έργο στο τοπικό ιδίωμα. Το βάθος εκείνης της λίμνης ήταν περί τα 2 μέτρα, Ίσως και παραπάνω, ενώ ο πυθμένας της ήταν λασπώδης, γλοιώδης και ρυπαρός, εξ αιτίας των σαπρόφυτων που υπεραφθονούσαν στις παρυφές της. Έτσι, η μόνη σταθερή θέση για το δρόμο βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου, όπου η ροή της πηγής, για να μην καθιστά προβληματική τη διέλευση, διοχετεύθηκε σε τοιχόκτιστο αυλάκι, το οποίο στη συνέχεια υπερκαλύφθηκε με ισχυρές λιθόπλακες δημιουργώντας έτσι ένα τυπικό γεφυράκι.

Το εξερχόμενο από το «στόμιο» του γεφυριού νερό μέσω δυο χαντακιών κατευθυνόταν προς διαφορετικές τοποθεσίες. Το ένα, το ανατολικό, ήταν μικρού μήκους με τοιχόκτιστες όχθες και οδηγούσε το νερό προς τη λίμνη επιτυγχάνοντας έτσι τη σταθερή στάθμη της συγκεντρωμένης ποσότητας, αφού η πλεονάζουσα ποσότητα εξερχόταν από ένα άλλο χαντάκι, το οποίο στη συνέχεια διεκλαδιζόταν σε δύο αυλάκια. Το πρώτο προς τους νερόμυλους του Καλλιγωνίου και το δεύτερο προς τα περιβόλια.

Τα διάφορα αρχαία κατάλοιπα στην πεδιάδα του Καλλιγωνίου και της Χώρας, που παραπέμπουν σε αγροτοβιοτεχνικές εγκαταστάσεις ή αγροικίες διαφόρων χρονικών περιόδων (κλασικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής) είναι αδιάψευστοι μάρτυρες ότι από τότε η Μεγάλη Βρύση έδινε ζωή στην περιοχή. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο αυτή η τεχνητή λίμνη να ήταν ένα έργο πανάρχαιο. Και, κατά πάσα πιθανότητα, και η πλησιόχωρη κατακλυζόμενη έκταση (όπως αποδείχτηκε με τις ανασκαφές) στην κλειστή στροφή του Καλλιγωνίου, στην οποία κατασκευάστηκαν τα (νεοφτιαγμένα) κτήρια, που βλέπουμε σήμερα, να ήταν ένα παρόμοιο έργο.

Το άλλο χανδάκι, το δυτικό, δεν είχε τοιχόκτιστες παρειές και οδηγούσε το νερό προς την πόλη, όχι για την ύδρευσή της αλλά για τα πλησιόχωρα προς αυτήν περιβόλια.

«Μεγάλη Βρύση». Στα δεξιά απαθανατίζεται ο Gran Platano και τα κτίσματα κάποιου βυρσοδεψείου, το οποιο τότε είχε πάψει. ήδη, να λειτουργεί.

Την κεφαλή, την κύρια έξοδο της πηγής, σηματοδοτούσε ένα εγκάρσιο προς το δρόμο τοιχάριο, το οποίο απέληγε σε λιθόκτιστο υπερυψωμένο πεσσό, παρόμοιο με τοιχόκτιστο κίονα μεθ’ επιστέψεως. Στη φωτογραφία φαίνονται στα αριστερά του δρόμου δυο μικροί τετράπλευροι οικίσκοι, που ήταν τα αντλιοστάσια, ενώ στο βάθος, όπου η βάση του καμπαναριού, το κελλί όπου διέμενε ο ιερωμένος ή οι ιερωμένοι σε κάποιο όχι και τόσο κοντινό παρελθόν. Απέναντι από το καμπαναριό υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος από την παρουσία του οποίου φρόντισαν να μας απαλλάξουν οι έμμισθοι οδοποιοί, οι οποίοι την αυτή χρονική περίοδο εξαφάνισαν και τον αντίστοιχο της Σπασμένης Βρύσης.

Ήδη από τα μέσα του 19ου αι. σε αγγλικό σχεδιάγραμμα, με ιταλικούς τίτλους και επεξηγήσεις, αποτυπώνεται η περιοχή της Μεγάλης Βρύσης και ο εν λόγω πλάτανος. Μάλιστα ο ινζενιέρος, ήτοι ο μηχανικός, τον προσδιορίζει ως βασικό στοιχείο αποκαλώντας τον ως Gran Platano. Από αυτό τεκμαίρεται ότι το δένδρο από τότε χαρακτηριζόταν ως μεγάλο, το οποίο μάλιστα κατά την κοπή του αποκαλύφθηκε ότι είχε δημιουργήσει μεγάλη κουφάλα, πράγμα που φανέρωνε την μεγάλη ηλικία του.

Το σχεδιάγραμμα του χάνδακα της «Fontanone» (απόκειται στα ΓΑΚ Αρχεία Νομού Λευκάδας)

Από την τεχνητή λίμνη ξεκινούσε ένα άλλο αυλάκι, δηλαδή ένα κτιστό χαντάκι, επιμελημένης κατασκευής, το οποίο, εκτός από τις τοίχινες όχθες του, είχε τοίχινο και τον πυθμένα του. Από τα ελάχιστα ίχνη που βρέθηκαν, φάνηκε ότι το κτιστό αυτό αυλάκι εκτεινόταν παράλληλα με τον επαρχιακό δρόμο και ειδικότερα στην αριστερά πλευρά του καθώς βαδίζουμε προς το Καλλιγώνι. Επί της τότε κλειστής στροφής και νυν κόμβου Καλλιγωνίου το κτιστό αυλάκι διαχωριζόταν σε τρία επί μέρους αυλάκια.

Το μικρότερο οδηγούσε προς τα αριστερά του πεδινού συνοικισμού του Καλλιγωνίου, προς την τοποθεσία Βούρκος, που ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι το έδαφός της κατακλυζόταν κατά εποχές. Επειδή δε το αυλάκι αυτό απέληγε στην ανωτέρω τοποθεσία, ονομάστηκε κι αυτό Βούρκος. Το δεξιό αυλάκι εκτεινόταν κατά μήκος του επαρχιακού δρόμου και απέληγε κάτω στην τοποθεσία Πέραμα, κοντά στα Σουλαϊδοπουλέϊκα, ενώ το κεντρικό αυλάκι διέσχιζε κατά μήκος τον πεδινό συνοικισμό του Καλλιγωνίου και, αφού κινούσε δυο νερόμυλους, απέληγε στη θάλασσα.

Το κεντρικό αυλάκι, που έφερε την ονομασία «μυλαύλακο», άρχιζε από το σημερινό κόμβο και στηριζόταν πάνω στα ερείπια του αρχαίου τείχους. Εκεί που το αρχαίο τείχος είχε κενά, συνεπεία της διαρπαγής του υλικού κατά το παρελθόν, έγινε η απαραίτητη συμπλήρωση από υλικά, που πάρθηκαν από άλλα σημεία του τείχους, προκειμένου να εξασφαλισθεί η καλή στήριξη του κεντρικού αυλακιού. Το νερό του αυλακιού οδηγούνταν προς τον πρώτο νερόμυλο και συντελούσε στην κίνηση της μεγάλης, εξωτερικής, φτερωτής, η οποία περιστρεφόταν όρθια, σύμφωνα με το ρωμαϊκό τύπο φτερωτής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κατοίκου της περιοχής Περικλή Χαλικιά, ο νερόμυλος δεν άλεθε μόνο δημητριακά και καλαμπόκι, αλλά «άλεθε» επίσης και τον ελαιόκαρπο. Το νερό, που περίσσευε, οδηγούνταν μέσω της επέκτασης του ίδιου κεντρικού μυλαύλακου προς τον παράκτιο νερόμυλο, ο οποίος διέφερε στη λειτουργία από τον προηγούμενο, αφού η φτερωτή του ήταν εσωτερική και περιστρεφόταν οριζοντίως. Φυσικά, δεν θα γίνει αναφορά στην υπάρχουσα κατάσταση των νερόμυλων, καθότι το απαραβίαστον της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η αδιαφορία των παραγόντων για την πολιτισμική ή παραδοσιακή κληρονομιά δεν συνηγορούν για τη βελτίωση της εικόνας τους.

Λευκάδα, η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (Μεγάλη Βρύση) (1891)

Το άλλο χαντάκι, το δυτικό, που ξεκινούσε από την πηγή και οδηγούσε προς την πόλη, αφού διέσχιζε την τοποθεσία Μόρφη, η οποία ονομασία σημειωτέον δόθηκε και στο χανδάκι αυτό, απέληγε στην περιοχή του Άϊ Μηνά, πίσω από τη θέση όπου αργότερα κατασκευάστηκαν τα χάνια, και μέχρι την πρώτη δεκαετία του Ι 9ου αι. στο χαντάκι, δηλαδή τη μεγάλη περιφερειακή τάφρο που προστάτευε τη Χώρα κατά το μέτωπο της εξοχής.

Επί Τουρκοκρατίας, υπήρχε δίκτυο ύδρευσης, το οποίο ξεκινούσε από τη Μεγάλη Βρύση, δίχως όμως να υπάρχει σαφής εικόνα ή μαρτυρία της πορείας του. Πάντως, δεν πρέπει να απείχε και πολύ από το σημερινό επαρχιακό δρόμο, αν κρίνει κανείς από το ότι τμήμα του αποκαλύφθηκε στο οικόπεδο του Γιάννη Κουνιάκη-Σκουλήκη κατά τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών κατά το 1 992, αλλά και παλαιότερα κατά το 1 965-66, οπότε είχε ανακαινισθεί το δημοτικό δίκτυο ύδρευσης.

Μεσούσης της δεκαετίας του 1950 η Μεγάλη Βρύση είχε χάσει τη μεγάλη κίνηση που είχε, αφού η συντήρηση της πηγής αμελούνταν λόγω των νέων έργων άντλησης του νερού. Παρόλα αυτά όμως εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τις λαϊκές γυναίκες, οι οποίες με μπόγους στο κεφάλι πήγαιναν να πλύνουν χονδρόρουχα, μαλλιά ακόμη και ασπρόρουχα κάνοντας μάλιστα και τη χρήση του ξυλοκόπανου για ορισμένες κατηγορίες απ’ αυτά. Οι γνωστές σούδες είχαν αρχίσει να χορταριάζουν και, ανάλογα με τις εποχές, τις επισκέπτονταν οι κυνηγοί για νερόκοτες ή μπεκάτσες.

Καμιά φορά στην τεχνητή λίμνη «έπεφταν» ως και παπιά ακόμα. Τα χτυπημένα πουλιά τα έβγαζαν με τη βοήθεια του σκύλου. Επίσης, μαζί με το εξερχόμενο νερό της πηγής, έβγαιναν χέλια και, κάπως σπάνια, και ένα είδος καβουριών, ή παγουριών στα καθ’ ημάς, τα οποία, στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν, κρύβονταν μέσα στα κάρδαμα, που φύτρωναν μέσα στις σούδες και στις όχθες.

Ως γνωστόν, σύμφωνα με τη ρήση του Ηρακλείτου «τα πάντα ρει». Έτσι κι εδώ τα πάντα «ερρύησαν» και αποξεχάστηκε μια εποχή έντονης και παραγωγικής δραστηριότητας, που απευθυνόταν προς όλους. Σήμερα η εικόνα δεν θυμίζει απολύτως τίποτε από εκείνο το παρελθόν και ίσως ο χώρος να είναι γνωστός μόνο στους παλιούς, όσοι έχουν απομείνει, κοιτάζοντας το καμπαναριό της Μεγαλοβρυσιώτισσας.

(1): Fontana : Πηγή φυσική και ενίοτε τεχνητή κρήνη. Η μεγάλη πηγή, η μεγάλη βρύση.

Προηγουμενο αρθρο
Μονή Αγίου Νικολάου Νιράς η Ιερά γη...
Επομενο αρθρο
H εκπομπή της ΕΡΤ3 «Καθημερινά και Απλά» θα μεταδοθεί από τη Λευκάδα