HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΘεόδωρος Στάμος- Ήχοι του χρωστήρα του, είκοσι χρόνια μετά…

Θεόδωρος Στάμος- Ήχοι του χρωστήρα του, είκοσι χρόνια μετά…

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Σιγούν κάποτε οι άνθρωποι. Μα δεν σιγά ο λόγος της τέχνης τους: μια άλλη αυθεντικότητα αυτή, της ανθρώπινης φύσης, επιλεκτική σίγουρα στις μείζονες επιτεύξεις της. Ανήκει σ’αυτήν ο ζωγράφος Θεόδωρος Στάμος. Μας περιβάλλουν σήμερα πολιορκητικά τα κατάλοιπα σημεία της ύπαρξής του στον τόπο, στη Λευκάδα: το «σπίτι του Νόστου», στο παλιό Λιμεναρχείο (σε μελαγχολικά ερείπια πλέον), το κρυμμένο, πίσω από τις αχτένιστες καλαμιές και τα τροπικά γλυπτά, σπίτι του Άη-Γιάννη, τα ιμπρεσιονιστικά χρώματα της υγρής λευκαδίτικης δύσης, τα σπαράγματα του λευκαδίτικου ουρανού και του κερματισμένου, σε διαφορετικές τονικότητες, δυτικού φωτός. Η φερώνυμη πινακοθήκη. Τα χρώματα της τέχνης του δεν βρήκαν φιλόξενη στέγη στο νησί, που είναι πρώτη ύλη του, η ίδια της φύσης η τέχνη. Κάποτε-μάλλον πολύ συχνά- ο πολιτισμός των ανθρώπων ασθμαίνων και σε διαρκή υστέρηση επανακάμπτει άωρα-αν επανακάμπτει- με τη μορφή ανώφελης ίσως μετάνοιας.

Αρχές της δεκαετίας του ’70 θα έρθει στη Λευκάδα ο αναγνωρισμένος στη διεθνή αγορά της αμερικανικής τέχνης, Ελληνοαμερικανός ζωγράφος, Θεόδωρος Στάμος (31 Δεκέμβρη 1922- 2 Φλεβάρη 1997), υπακούοντας στον αυταρχισμό μιας συντυχίας, που θα εξελιχθεί σε επώδυνο χρονικό περιπέτειας μακράς διάρκειας, ως το τέλος της ζωής του.

Λευκαδίτης ψαράς-από το χωριό Τσουκαλάδες της Λευκάδας- ο πατέρας του Θεόδωρος Σταματέλος, μετανάστης της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς, θα γνωρίσει τη Σπαρτιάτισσα μάνα του-Σταμάτα Αποστολάκου- στο καράβι που τους πάει στην ξενιτιά. Από τον γάμο τους θα γεννηθούν έξι παιδιά-τέταρτος στη σειρά ο ζωγράφος. Οι δικοί του δεν ήταν από τους τυχερούς που ευδοκίμησαν στην ξένη γη και από μικρός ο Θεόδωρος θα βιώσει τη μελαγχολία των μοναχικών παιδιών που πουλάνε ξερά φύλλα και στιλβώνουν παπούτσια στους άφιλους δρόμους. Γι’ αυτό στον εσώτατο ψυχισμό του, που συστηματικά θα κατευθύνει την ανομολόγητη, ανεπεξέργαστη φαινομενικά, αξιοπρεπή όμως γλώσσα της ευαισθησίας του, θα αναδύεται και θα μεταμορφώνεται ζωγραφικά ένα πυρηνικό στοιχείο από την αρχέγονη, αταβιστική παράδοση των ανέστιων του κόσμου, στη ρεαλιστική και τη μεταφυσική τους μακροϊστορία.

Η δική του εθνογραφική και καλλιτεχνική ανησυχία θα συνδεθεί με το νησί της Λευκάδας από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν έρχεται αναγκαστικά να εγκαταστήσει τη μοίρα του – και θα χρωματίζει ως το τέλος του «ταξιδιού», τη ζωή και το έργο του. Παλιό, διώροφο, λευκαδίτικο σπίτι, Πλατεία Ηρώων 6, δίπλα ακριβώς από το Λιμεναρχείο, με τη θάλασσα απροσποίητη στην οθόνη του ασκημένου στη γλώσσα της βλέμματός του, θα γίνει το πρώτο «περιουσιακό» του στοιχείο στον τόπο της λυρικής απόδρασής του. Δεσπόζει από κει και κανοναρχεί τα χρώματα της Ανατολής- μυσταγωγία γένεσης, περιοδικά και χωρίς χάσματα ανακυκλούμενης, που εγκαθίσταται έπειτα στις αφαιρετικές του συνθέσεις: βίωμα μεταμορφούμενο διαρκώς στη νόηση και στην ψυχή του ζωγράφου. Ένα δεύτερο σπίτι αργότερα (1985), χαμένο στο θρόισμα των λευκαδίτικων καλαμιών και στα βαριά ανάγλυφα φύλλα των ξασπρισμένων κάκτων-πελώρια χέρια ξενιτεμένων τροπικών- στη δυτική παραλία του Άη Γιάννη, απέναντι ακριβώς από το ανοιχτό πέλαγος του Ιόνιου, θα καθοδηγεί το βλέμμα και την τέχνη του στη μοναξιά της επικής δύσης, στο πανόραμα των εκρηκτικών της αναφωνήσεων, λίγο πριν το κάθε τι γίνει νύχτα…

Σ’αυτά τα δυο σπίτια ο Στάμος θα ενοράται για χρόνια τη φιλοσοφική και καλλιτεχνική εμπειρία οριακών βιωμάτων: της φύσης και της ανθρώπινης μοίρας, την ασίγαστη γένεση και την ανυποχώρητη φθορά, σε τόσο εκπληκτική ισορροπία και εναρμόνιση μεταξύ τους. Μέσα στο κάδρο της μόνωσης του βλέμματός του, φτωχοί, λαϊκοί ψαράδες της πόλης και του χωριού, με ανασηκωμένα τα ξεφτισμένα παντελόνια τους, θα ανεβοκατεβαίνουν την απέραντη ευθεία με την καλαμωτή μήπως και παρασύρουν αστόχαστα ευτυχισμένα ψάρια στην απόχη τους. Αυτή τη λαϊκή τέχνη της επιβίωσης και τους επιδέξιους τεχνίτες της, τους απλούς ψαράδες της Λευκάδας, θα θελήσει να τιμήσει ο Στάμος αργότερα με την όγδοη θεματική έκθεση ζωγραφικής που διοργανώνει το 1993 στη Λευκάδα και της προσδίδει τον τίτλο: Where’s the fish?* «Ένα παιχνίδι λέξεων περισσότερο», θα υποσημειώσει στο πρόγραμμα ο ίδιος, έχοντας αφιερώσει στην οπτική και λεκτική της πολυσημία προηγούμενη θεματική έκθεση στη Λευκάδα, το 1989, με θέμα Η Λέξη. Παιχνίδι μεταμορφωμένων λέξεων μιας διαφορετικής μνημονικής νοηματοδότησης του χώρου –του Μαρκά- που κάποτε τον κατείχαν οι ψαράδες για να διαθέτουν την πλούσια πραμάτεια τους και στη θέση του είχε στηθεί η «Αίθουσα Τέχνης Θεόδωρος Στάμος».

Η Λευκάδα άλλωστε από την πρώιμη δεκαετία του ’70, θα συνδεθεί με των επικών διαστάσεων -όχι μόνον από το φυσικό μέγεθος αλλά από την ένταση του συναισθήματος- αφαιρετικό του εξπρεσιονισμό: ό,τι θα απεικάζει στο εξής σε απέραντες ανεικονικές συνθέσεις της τέχνης του χρωστήρα του, το ηφαιστειακό μεγαλείο της φύσης και του ανθρώπινου ψυχισμού, το ίδιο το επικολυρικό μαρτύριο του καλλιτέχνη: να δανείσει στους αποδέκτες της τέχνης του ολοκληρωμένο το μεταφυσικό μυστήριο της όρασής του. Κι αυτό είναι η προσωπική του ανάσταση. Σημειώνει ο ίδιος στο πρόγραμμα της θεματικής έκθεσης του 1991 στη Λευκάδα με θέμα: «Ο ζωγράφος, η αγωνία, το έργο», ορίζοντας τη «βιογραφία» της επώδυνης καλλιτεχνικής γένεσης: «Ο θρύλος της Σταύρωσης, όπως τον γνωρίζουμε, μας έχει μεταδοθεί μέσα από τους αιώνες, δείχνει ανθρώπους (πρόσωπα) κρεμασμένα σ’ένα σταυρό, με καρφιά περασμένα στα χέρια τους. Αυτή η έκθεση δεν αναφέρεται στο θρύλο, παρά μάλλον στην ιδέα του σύγχρονου καλλιτέχνη. Καθώς στέκεται μπροστά στον άσπρο καμβά συμβαίνει γι’αυτόν ένα άλλο είδος Σταύρωσης, έτσι που αγωνιά, με τα καρφιά να διατρυπούν ταυτόχρονα το νου και το χέρι, μέχρι οι πρώτες πινελιές να φτάσουν στην άσπρη επιφάνεια. Οι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα έχουν τη δική τους VIA DELLA ROSA να περπατήσουν. Όπως ένας ξύλινος σταυρός, έτσι και ο καμβάς εκτελεί την ίδια λειτουργία, εξίσου αγωνιώδη, εξίσου οδυνηρή…Ό,τι βλέπεις είναι μια ολοκληρωμένη εργασία, αλλά μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να πει αληθινά πόσο έχει υποφέρει. Αλλά τότε αυτός έχει και τη δική του προσωπική ανάσταση».

Αναμφισβήτητα, η «ανακάλυψη» της Λευκάδας από τον ζωγράφο ως τόπου μιας φυσικής και μεταφυσικής περιπλάνησης, ως το τέλος της ζωής του, θα συνδεθεί με οριακές συναισθηματικές και ψυχικές κορυφώσεις, που θα προσλάβουν εικαστικά την έκταση και την έκφραση του ζωγραφικού έπους στα «Ατέρμονα Πεδία» (1970-1993). Από τη μια η μαγεία της φυσικής ομορφιάς σε χρωματικές- ή μονοχρωματικές- αφηγήσεις και από την άλλη η λυρική εκτόνωση ενός πόνου που γεννά η αποστέρηση της ομορφιάς από τις χειρονομιακές κινήσεις των ανθρώπων-βιωματικοί τραυματισμοί ανθρώπινης και καλλιτεχνικής ευαισθησίας- που κρύπτεται επιμελώς πίσω από πριμιτίφ εκδηλώσεις τραχύτητας και γκροτέσκ παραμορφώσεις της προσωπικής του αλήθειας. Τελεί διαρκώς υπό τους κραδασμούς ανυπότακτων συγκρούσεων, που εγκιβωτίζονται αισθητικά και δραματικά στον αφαιρετικό καμβά του, για να απελευθερώσουν τις τονικότητες μιας ασυγκράτητης αυτοκαταλυτικής έντασης. Και να εγχαράξουν το όριο προς την απόδραση- κατάλυση του δηλητηριώδους κοσμοπολιτισμού, όπως τον εγκατέστησε στη ζωή του το οδυνηρό βίωμά του στη Νέα Υόρκη, και του μικρόνοου μικροαστισμού που στη συνέχεια τον βασάνισε και τον πλήγωσε με την ανήμπορη κρίση του στη Λευκάδα.

Ανακαλύπτει ο Στάμος, και συνεπώς ασκεί, την τέχνη της λυτρωτικής υπέρβασης: πρώτα η φύση, το ζων κύτταρο της αέναης μεταμόρφωσης μιας ποίησης διαρκούς γένεσης. Σε ένα γράμμα του στον ζωγράφο Ρουτ, το Σεπτέμβρη του 1949, ο Στάμος γράφει: “…πιστεύω πως πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τι είναι ένας σπόρος. Νομίζω πως οι πιο πολλοί ζωγράφοι που είναι ειλικρινείς, είναι νατουραλιστές ακόμη και όταν χρησιμοποιούν την αφηρημένη γλώσσα σα μέσο έκφρασης”. Και θα πει για τη ζωή στο σπίτι του στο Ηστ Μάριον: “Περνώ τις μέρες μου σκαλίζοντας τον κήπο μου, ζωγραφίζοντας και κάνοντας περιπάτους ανάμεσα σε αγρούς φυτεμένους με πατάτες και λάχανα, ανακαλύπτοντας αγριολούλουδα και παρατηρώντας τα πουλιά. Όλα αυτά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμφανίζονται στους πίνακές μου».

Έπειτα, σαν ποιητική συνέχεια, έρχεται η επιλεκτική γνωριμία των καθαρών, λαϊκών ανθρώπων, αυτών που έχουν απροσποίητη όραση και αυθεντική λαϊκή αφέλεια-την πεμπτουσία της αρχετυπικής έννοιας της τέχνης-ή το σπίθισμα της εκρηκτικής έλλαμψης, που αφηγείται, «αιρετικά» για τους πολλούς, την αλήθεια. Στους πρώτους ταξινομεί τον ξάδερφό του λαϊκό ζωγράφο Θεοδόση Σταματέλο, αχώριστο φίλο, συμπαραστάτη και αυθεντικό σύνδεσμο του καλλιτεχνικού του κοσμοπολιτισμού με την ειδυλλιακότητα της αγροτικής- λαϊκής κουλτούρας. Στους δεύτερους, τον «ιατροφιλόσοφο», λαϊκό σουρεαλιστή ποιητή, ζωγράφο και σιβυλλικό στοχαστή Κώστα ντε Βαλαμόντε, στον οποίο «σπουδάζει» την παραλογική μεγαλοσύνη και τη φιλοσοφική γενναιότητα να πνίγει, με τη μοναξιά της νοήμονος κρίσης του, την ασχήμια-την ώρα που όλοι πνίγονται μέσα σ’αυτήν ή την εγκαθιστούν νομοτελειακά στη ζωή και στη σκέψη τους. Ανάμεσά τους, κάθε αδέσποτο, ανέστιο ζωντανό πλάσμα, ιδωμένο με τη γενεσιουργό ευαισθησία μιας πρωταρχικής γένεσης και τη μεγάθυμη αθωότητα που κρύβει το περιθώριό του. Έτσι, στο σαράβαλο τρίκυκλο του αγρότη, λαϊκού ζωγράφου Θεοδόση Σταματέλου, που τον μεταφέρει καθημερινά, μ’ένα λευκαδίτικο υφαντό σακούλι στον ώμο, θα ξεπροβάλλει εμφαντικά το γερασμένο, μελαγχολικό μουσούδι της «Καριόλας» του, της αξιοθρήνητης, αδέσποτης σκύλας, που έγινε ανταποδοτικά το αγαθό στοιχειό του.

Στην τέχνη του Στάμου, εντέλει, αποκαθαίρεται ό,τι διαβρωτικά μικρό, υποκριτικό και κίβδηλο τον περιζώνει, τραυματίζοντας τον εσώτατο καλλιτεχνικό και ανθρώπινο λυρισμό του. Διαπερατά από το λευκαδίτικο φως τα: Ατέρμονα Πεδία-Σειρά Λευκάδα (1972-1980) και τα βαθιά σκοτεινά Ατέρμονα Πεδία-Σειρά Λευκάδα για τον Κασπάρ Νταβίντ Φρίντριχ (Caspar David Friedrich) (1980-1982) και στη συνέχεια τα Ατέρμονα Πεδία-Σειρά Κρητικά Ριζίτικα (1983) και τα Ατέρμονα Πεδία-Σκοτεινή Ιερουσαλήμ (1984-1987) και Σειρά Ιερουσαλήμ, Η Άκρη της Φλεγόμενης Βάτου (1986-1987) και το Ατέρμονο Πεδίο-Σειρά Τορίνο (1990) και πάλι το Ατέρμον Πεδίο-Σειρά Λευκάδα (1991-1993): όλα μαζί συγκροτούν τους αναβαθμούς μιας ποίησης-κατάκτησης του στοχαστικού, ερευνητικού πνεύματος καθώς καταδύεται στα άδυτα της ψυχής των πραγμάτων και ιχνογραφεί συμβολικά τον παλμό τους. Οι μεταφυσικές εκδιπλώσεις του φωτός-το εύρισκε άπλετο, καθαρό στη Λευκάδα, σε αντίθεση με το χρώμα, όπου το δανείζεται από τις αντανακλάσεις των πραγμάτων στην ψυχή του.

Βαραίνει ο κόσμος του καλλιτέχνη γύρω του, βαθαίνει ο κόσμος μέσα του-το χρώμα υποστασιοποιείται σε αυθύπαρκτη, καταλυτική στη βίωσή της οντότητα, αίρεται αφαιρετικά, σε ζωτικές υπερβάσεις του πεπερασμένου χώρου, της προσδιορισμένης στιγμής. Πανοραμικές εικόνες της ζωής και της κοινωνίας, της φύσης, της λαϊκής παράδοσης, της ιστορίας, ασύντακτες εικονικά «λεπτομέρειες» της πανοραμικής τοιχογραφίας της ζωής, παίρνουν στην πολύγλωσση χρωματική επιφάνεια του πίνακά του τη συνεκτικότητα της ατομικής εμπειρίας, της εμπειρίας που παραδίδεται για να γίνει το συγκλονιστικό βίωμα των πολλών. Και μετουσιώνεται σε αρχέτυπη ύλη, κυκλικής περιδίνισης της μεγάλης, αενάως επιστρέφουσας, εμπειρίας: της ζωής και του θανάτου, της αμαρτίας και της αγνότητας. Γράφει ο ζωγράφος στο εσώφυλλο του προγράμματος της θεματικής έκθεσης «Το Κόκκινο και το Μαύρο, στη Λευκάδα, το Μάη του 1988: «Ο Κόκκινος Ουρανός προειδοποιεί το πρωί τους ναύτες, ή, όπως λέει και το τραγούδι, «Μαύρα, Μαύρα, Μαύρα είναι τα μαλλιά της αγαπημένης μου»…

« Το Κόκκινο και το Μαύρο είναι χρώματα που πολλοί άνθρωποι φοβούνται πραγματικά. Το μαύρο είναι το χρώμα της θλίψης και το κόκκινο του αίματος. Κόκκινο ματωμένο χρώμα έχει το παραδοσιακό πασχαλινό αυγό. Μαύρος είναι και ο ουρανός τη βαθιά νύχτα και κόκκινο είναι το χρώμα των παραδοσιακών οίκων ανοχής. Τα κόκκινα φώτα είναι να σταματάμε. Μαύρο χρώμα παίρνει η βαθιά γη στο θάνατο. Οι πειρατικές σημαίες απεικονίζουν σταυρωμένα κόκκαλα σ’ένα έντονα μαύρο φόντο. Τα πολιτικά κόμματα ορισμένων κυβερνήσεων χρησιμοποιούν το κόκκινο και μερικές άλλες έχουν το συνδυασμό και των δύο χρωμάτων. Αλλά καλύτερα πιο όμορφες απ’όλα είναι οι παπαρούνες, που τόσο άγρια φυτρώνουν εδώ, με τα κόκκινα πέταλά τους και τους μαύρους στήμονες…»

Κι όταν υπερβαίνει την πνιγηρή τυραννία των μικρών πραγμάτων, των μικρών ανθρώπων, οραματίζεται και υλοποιεί εικαστικά το «Περισσότερο Άσπρο», λυτρωτική σύλληψη κατάδυσης στις τελετουργίες της λαϊκής αθωότητας-όπως τακτικά την ενσωματώνει στην καθημερινή χειρονομία των περιπλανήσεών του: στο χωριάτικο καφενείο, στο χωριάτικο σπίτι του Θεοδόση και της Όλγας, στη γιορτή της φακής, στα πολυσπόρια της Παναγίας, στο σταφιδόψωμο της Μεγάλης Παρασκευής. Η πρωταρχική αίσθηση της αφής γίνεται στο λευκό του η συγκλονιστική εμπειρία του οραματικού οράν: «Ζωγραφίζουμε άσπρο για την αγνότητα και τη σπουδαιότητά του. Είναι κάτι που αρχίζει με τη σύλληψη και μας ακολουθεί σε όλη τη ζωή μέχρι το θάνατο. Τα μικρά παιδιά κάνουν την πρώτη τους επικοινωνία στο άσπρο και το παραδοσιακό νυφικό φόρεμα είναι λευκό. Στα λευκά είναι ντυμένη η ανύπαντρη γυναίκα στο θάνατό της, με άσπρο στεφάνι λουλουδιών και μ’άσπρο χυτό φόρεμα, περιτριγυρισμένη από λευκά άνθη…Οι Ιταλοί καλλιτέχνες έκαναν τα σπουδαία ταβάνια των εκκλησιών και των επαύλεων με ουρανούς και άσπρα σύννεφα…»

Αυτός ο ίδιος αφαιρετικός λευκός ουρανός θα τον περιβάλλει-έσχατη μεταφυσική εμπειρία τέχνης- και στο λαϊκό νοσοκομείο Χατζηκώστα, στα Γιάννενα, νύχτα χειμώνα βροχερού και δύστροπου- Φλεβάρης ήτανε του 1997. Αναιμικές φιγούρες ξεριζωμένων και ανέστιων της πρόσφατης ιστορίας, από την Αλβανία και τη Βόρειο Ήπειρο, κατακεκλιμένων στις κοντινές κλίνες του μοιρασμένου θαλάμου, μετεωρίζονται στην ενορατική οθόνη του βλέμματός του, λίγο προτού όλα γίνουν αφαιρετικά πεδία αιωνιότητας: Έπαιζε –και την επέλεγε- την τελευταία πράξη της λαϊκής του αυθεντικότητας, αφήνοντας πίσω του μιαν εικαστική παρακαταθήκη, ανοικτή για πάντα στην κριτική επισκόπηση των σελίδων της παγκόσμιας τέχνης. Ενταφιάστηκε, το ίδιο λαϊκά και απέριττα, στο κοιμητήριο του χωριού των προγόνων του, στους Τσουκαλάδες Λευκάδας. Τον επικήδειο λόγο-τον μοναδικό- εκφώνησε ο φίλος και συνομιλητής του Σπύρος Βρεττός.

Ο Θεόδωρος Στάμος θα επικρέμαται πάνω από τις οδύσσειες του πολιτισμού μας ως μια αναπαλλοτρίωτη τύψη, ο «άστεγος» της μεγάλης τέχνης, που μόνον η φύση του τόπου μας τον κατανόησε πραγματικά κι αυτός της ανταπέδωσε τη φιλία της με την απίθανη μαγεία της τέχνης του. Τουλάχιστον ας είναι στο εξής ένα μάθημα για τις ψευδαισθήσεις του ανάπηρου πολιτισμού μας, που κάποτε οφείλει να κατανοήσει και ανάλογα να πράξει.-

Προηγουμενο αρθρο
Πρόσκληση του Συλλόγου Λευκαδίων Ηλιούπολης
Επομενο αρθρο
Πρόσκληση εκδήλωσης: «Λευκάδα, η πόλη του ποδήλατου»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.