HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΚάπως έτσι ονειρευόμασταν να μεγαλώσουμε και να γίνουμε παικταράδες…

Κάπως έτσι ονειρευόμασταν να μεγαλώσουμε και να γίνουμε παικταράδες…

Γράφει ο Δημήτρης Χ.Παξινός

«ΤΗΛΥΚΡΑΤΗΣ – ΛΕΥΚΑΤΑΣ»

Σαν να λέμε Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός. Εγώ ήμουν με τον Λευκάτα. Ίσως επειδή έπαιζε μπάλα ο εξάδελφός μου Κώστας Γαζής. Εθεωρείτο μεγάλος παίκτης για τα δεδομένα της εποχής. Σέντερ μπακ, κεντρικός οπισθοφύλακας με μεγάλη τεχνική. Μπαλαδόρος. Αλλά και ωραίος και πρώτος κανταδόρος.

Δύσκολη όμως εποχή για τους ποδοσφαιριστές. Δεν είχαν, αδίκως, καλή φήμη. Η θεία μου η Κατερίνα δεν ήθελε να τον αφήνει να παίζει μπάλα. Η ομάδα ήταν έτοιμη για αναχώρηση, αλλά καθυστερούσε ο Γαζής δίνοντας ομηρικούς καυγάδες. Στο τέλος επικρατούσε ο ποδοσφαιριστής, προς μεγάλη θλίψη της αυστηρής θείας μου.

Κάπως έτσι ονειρευόμασταν να μεγαλώσουμε και να γίνουμε παικταράδες. Πρώτα ήταν μια νάιλον μπάλα και παίζαμε έξω απ’ τα μαγαζιά του θείου μου Γιώργου, ή μάλλον πιο κάτω, με τον Τάκη. Ο άλλος ξάδελφος, ο Νίκος ήταν σοβαρός. Τις μεσημεριανές κυρίως ώρες, που κλείνανε. Η φασαρία όμως ενοχλούσε. Αλλά εμείς δεν θέλαμε να το καταλάβουμε. Από την νάιλον φθάσαμε τελικά σ’ αυτήν με τον λαιμό έξω. Όσο κι’ αν τον δέναμε κάτι εξείχε. Αλλά βολευόμασταν όσο κι’ όταν ξεφούσκωνε, πηγαίναμε στο ποδηλατάδικο, που υπήρχε τρόμπα.

Όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος, τον μετατρέπαμε σε γήπεδο. Και πρωί στο δημοτικό σχολείο. Στον Μαρκά, όπου η μπάλα συχνά έφθανε στα καφάσια με τα ψάρια. Τι παρακαλετά κάναμε για να μας δώσουν την μπάλα, οι δύστροποι…

Άλλος χώρος ήταν ο Ανθώνας. Ανάμεσα στους ευκαλύπτους. Κι’ έξω από το γήπεδο κάναμε τους δικούς μας αγώνες. Μέχρι που φθάσαμε και μέσα στο γήπεδο. Δεν προλαβαίναμε όμως, γιατί σε λίγο ακούγαμε το χαρακτηριστικό σφύριγμα από τον πατέρα μου και τον Ερμόλαο, οπότε μας χάλαγε τη συνταγή. Επιστροφή στο σπίτι για διάβασμα. Καλά την είχαμε κοπανίσει κρυφά, απ’ το παράθυρο, όταν οι πόρτες έκλειναν ερμητικά.

Παρασύρθηκα όμως και ξέφυγα. Τηλυκράτης – Λευκάτας οι δύο αντίπαλοι. Φανατισμός πολύς. Έπαιρναν μέρος απ’ όλη την Ήπειρο. Από Γιάννενα Ατρόμητος – Αβέρωφ, από Πρέβεζα Νικόπολη – Ενωση και από την Άρτα η Αναγέννηση. Σπουδαίες ομάδες για μας, που τους βλέπαμε με θαυμασμό.

Μεγαλύτερη αξία είχε όμως η αναμέτρηση με τους Πρεβεζάνους, τους γείτονες. Οι άλλοι αντίπαλοι ήταν μακριά και ιδίως τα Γιάννενα. Είχε όμως τότε πολύ καλή ομάδα η Νικόπολη. Κένταγαν. Απ’ τις δικές μας ομάδες η ιστορικότερη ήταν ο Τηλυκράτης. Στον Λευκάτα πήγαιναν, περισσότερο, νέα παιδιά, του Γυμνασίου. Είχε όμως ο Τηλυκράτης ένα παίκτη φόβητρο, τεχνίτης, πανούργος, γκολτζής. Τον ανέφεραν συχνά οι Πρεβεζάνοι. «Παίζ’ ου Κουπρίτς». Δέν ήταν εύκολο να τον αντιμετωπίσουν.

Κάποια στιγμή αναπόφευκτα, ερχόταν η ώρα, η κρίσιμη. Όλη η Λευκάδα στο γήπεδο. Η αγωνία στο κατακόρυφο. Όλοι ζούσαν γι’ αυτήν την μέρα. Τα μαγαζιά κλειστά και η ένταση, όσο περνούσε η ώρα, ανέβαινε. Φανατισμός και στους παίκτες, αλλά μέσα στο γήπεδο. Προπονητές ήταν τότε ο άτυχος Μπάμπης ο Δρόσος και ο Γραβαρίας. Ο πρώτος έπαιξε στον Ολυμπιακό, δοξάσθηκε και δόξασε. Είχε λοιπόν ένα επιπλέον πλεονέκτημα ο Τηλυκράτης. Παράγοντες πολλοί και διάφοροι.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Φώντα τον Στραγαλινό, τον Σπύρο Κόγκα και τον Μάκη τον Μελά από τον Λευκάτα. Αφοσιωμένοι κι’ αυτοί, με την ψυχή τους στην ομάδα. Η ζωή τους όλη. Υπήρχαν και μεταγραφές. Κάποτε έφεραν έναν Βονιτσάνο, λίγο ατσούμπαλο, με κάτι πόδια, όλο ποντίκια. Από μπάλα όμως τίποτα. Μετά τον αγώνα τον πήγαν στον «Πρεβεζάνο» να φάει πάστα σοκολάτα. Ήταν η αμοιβή του. Παχυλότατη. Όπως κι’ η πάστα και ο ίδιος.

Ο «Πρεβεζάνος» ήταν το πρώτο ζαχαροπλαστείο, στην πλατεία, στην γωνία, που έφτιαχνε πάστες, με μπόλικη κρέμα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, οπότε ο καθένας, δοθείσης ευκαιρίας, το απολάμβανε, το ευχαριστιόταν και το καμάρωνε. Υπήρχε όμως ο γλυκός μπάρμπα Ανδρέας, με τα μοναδικά γλυκά, του ταψιού κυρίως, που δεν σου χάλαγε χατίρι προκειμένου να δοκιμάσουμε με την ίδια τιμή περισσότερες γεύσεις. «Μπάρμπα Ανδρέα βάλε μου τσότσο απ’ αυτό και τσότσο από κείνο». Εξαίρετος σ’ όλα. Κοντά στην Αγία Παρασκευή είχε το εργαστήριο – μαγαζί του.

Τηλυκράτης εναντίον Λευκάτα. Συνήθως νικητής έβγαινε ο πρώτος. Είχε πιο έμπειρους ποδοσφαιριστές, πιο ετοιμοπόλεμους. Είχε και την μεγάλη πλειοψηφία, οπαδών που τον στήριζαν με κάθε τρόπο. Κάποτε όμως και τα γυμνασιόπαιδα του Λευκάτα μεγάλωσαν και κέρδιζαν. Θυμάμαι ένα 4-0 ξεγυρισμένο. Τότε μόλις τελείωσε, ο αγώνας, τρέχαμε στην αγορά να φέρουμε το μήνυμα πρώτοι. Νίκησε ο Λευκάτας!

Το πανηγύρι κρατούσε αρκετά, κι’ οι φάσεις αναλύονταν λεπτομερώς. Αν ο Μπαρμπάλας δεν έκανε αυτήν την «γκέλα» κι’ αν ο Άλογος δεν έχανε αυτό το γκόλ.

Σπουδαίοι όλοι και μοναδικοί, μας γέμιζαν τις Κυριακές. Κι’ όταν δεν είχε αγώνα, μια βόλτα στην Κουζούντελη μαζί με το τρανζίστορ, που είχε ο Γιώργος ο Κρητικός σπάνιο εκείνη την εποχή, να ακούμε ποδόσφαιρο και να αγωνιούμε για τον Παναθηναϊκό.

Τελικά τόφερε η μοίρα και δεν έγινα ποδοσφαιριστής, που ήθελα. Να γίνω Δομάζος. Δύσκολο, αλλά και στην Αθήνα, που μετακομίσαμε, περιορίσθηκα να πηγαίνω στις προπονήσεις του Παναθηναϊκού και στο τελευταίο δεκάλεπτο του αγώνα που άνοιγαν οι πόρτες.

Αθήνα, 30 Μαρτίου 2017

Άρωμα Λευκάδας: οι φωτογραφίες του άρθρου είναι από το βιβλίο «Λευκάδας Πετράδια», του Βαγγέλη Κουκούλογλου

Προηγουμενο αρθρο
Η ∆ηµοτική Κοινότητα Νυδριού συμμετέχει στη δράση «Let’s do it»
Επομενο αρθρο
Πέντε συλλήψεις τις τελευταίες μέρες στη Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.