HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΛευκαδίτικο γέλιο – Τότε και Τώρα…

Λευκαδίτικο γέλιο – Τότε και Τώρα…

Δεν ήταν βέβαια τότε που, καθώς λένε, o Θεός ήταν παρακάτω και τα σκυλιά τα ‘δέναν με τα λουκάνικα, μα ήταν μια προπολεμική εποχή που το μυαλό, είχεν ακόμη το δικαίωμα νάναι ξεβίδωτο, κι’ έτσι, όποιος ήθελε, μπορούσε να διατηρήσει την παιδικότητά του ως τα πιο βαθειά γεράματα, μέχρι το θάνατο.

Σήμερα τα παιδιά καθορίζονται μόνο από την ηλικία, κι’ αυτή από τη μνήμη και τα ληξιαρχικά βιβλία. Παιδιά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Οι άνθρωποι γεννιόνται γέροι. Για τρέλες και για κουταμάρες δεν υπάρχει καιρός και θέση στο σύγχρονο κόσμο, που σ’ αυτόν δεν ζει πια το «όνειρο» -καλύτερα- πού οι άνθρωποι δε ζουν πια με τα όνειρα.

Πλούτος δεν ήταν. Φτώχεια. Ωστόσο η φαντασία γέμιζε το στομάχι. Δουλειές υπήρχαν και δουλευτάδες όχι. Το αντίθετο συμβαίνει σήμερα. Τα περισσότερα χέρια δεν είχαν τι να κάνουν εκείνο τον καιρό και στριφογύριζαν κομπολόγια κι’ αλυσίδες. Το γενικό, το μέσο πνεύμα της τωρινής εποχής, ζητεί να βρει κάποια διέξοδο, για να λυτρωθεί από τα χίλια – δυο ζητήματα που το βασανίζουν. Ζητήματα τότε δεν υπήρχαν, γιατί αυτά τα γεννούν τα κεφάλια σαν τις ψείρες. Εκείνα τα κεφάλια που λέμε, μπορούσαν να γεννήσουν ψείρες, μα ζητήματα όχι. Κι’ είν’ αλήθεια πως οι ψείρες δίνουν λιγότερη ενόχληση από τα ζητήματα.

Στη μακάρια λοιπόν εποχή που θυμήθηκα κατείχε την πρώτη Θέση ο Αγιομαυρίτης. Ζούσε στα σύγνεφα. Θυμάμαι τύπους εκείνης της εποχής, αλλαγμένους τώρα, που ήσαν ξυπόλητοι, λεκιασμένοι, κι’ όμως, εβλέπατε χωρίστρα στα μαλλιά, που πήγαινε γόνα!

Τι σαν ήσαν νηστικοί; Έφτανε σε κάποιον τέτοιο να πετάξει μια «σουλτάνα» στη σερενάδα πίσω «στου Πλιού» και να ζει μονάχα μ’ αυτή μήνες!

Νοικοκυρεμένο δεν γινόταν τίποτα, εκτός κι’ αν το απαιτούσε το «όνειρο».

Ξεχωρίζω έναν από τους χαρακτηριστικούς αυτούς τύπους. Ζούσε σαν τα πουλιά. Καμιά φροντίδα. Κανένα νοικοκυριό. Τραγούδι κι’ αμάν – αμάν. Το σπίτι του έμπαζε απ’ όλες τις μεριές. Καρφί δεν του καιγόταν. Κι’ ωστόσο κάποτε τι νομίζετε πως ονειρεύτηκε; Ν’ αποκτήσει μιαν ομπρέλα. Έβαλε τα δυνατά του και τέλος ύστερα από δύο-τρία χρόνια -τα κατάφερε. Ονειρεμένη ομπρέλα καθώς ήταν, είχε και τη διπλάσια τιμή από τις συνηθισμένες.

Επιδιόρθωση ομπρελών στου Αυγουστίνου, Λευκάδα 1972, φωτογραφία: Fritz Berger.
Επιδιόρθωση ομπρελών στου Αυγουστίνου, Λευκάδα 1972, φωτογραφία: Fritz Berger.

Ευτυχισμένος ο τύπος μας, την κρέμασε στο μπράτσο του και την έδειχνε με καμάρι σε φίλους και σε γνωστούς. Ήρτε και σε μένα.

— Έ! μου λέει, δείχνοντας την ομπρέλα.
— Με γεια. Πόσο την επήρες;
— Εκατόν πενήντα.
— Γιατί τόσο ακριβά; Γιατί δεν έπαιρνες καμιά φθηνότερη; Όταν βραχεί, θα χαλάσει κι’ αυτή σαν τις άλλες.

Με κοίταξε τότε παράξενα και μούπε:
— Ω! Μα δα τρελάθηκα να την ανοίξω όταν θα βρέχει;

Ε! αυτό σήμερα δεν μπορείτε να τ’ ακούσετε ούτε στο Δαφνί!

line1

«Λευκαδίτικο γέλιο», Σπύρου Φίλιππα Πανάγου, εκδόσεις Λογοθέτης, Αθήνα 1990.

Προηγουμενο αρθρο
Είναι πολύ ακριβά τα μαθήματα δημοκρατίας
Επομενο αρθρο
Νεκρός 56χρονος επιβάτης θαλαμηγού στη Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.