HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΝέα Μακεδονία- Του Δρ. Γεράσιμου Φουρλάνου*.

Νέα Μακεδονία- Του Δρ. Γεράσιμου Φουρλάνου*.

(Ανάτυπο από τα «ΝΟΜΙΚΑ ΕΠΙΛΕΚΤΑ). www.nomika-epilekta.gr

Η τελευταία έξαρση του Μακεδονικού δείχνει πεντακάθαρα ότι το θέμα χρησιμεύει κυρίως για εσωτερική παραταξιακή κατανάλωση. Βαυκαλιζόμαστε ότι ενωνόμαστε δήθεν στα εθνικά ζητήματα, αλλά εδώ διχαστήκαμε ακόμη και στη μέση της Μικρασιατικής εκστρατείας και στείλαμε τον Βενιζέλο στο σπίτι του, με τα γνωστά αποτελέσματα, και δεν θα διχαστούμε τώρα, με ένα θέμα που, στο κάτω-κάτω, ακόμη και αν θεωρηθεί εθνικό είναι ήσσονος σημασίας;

Ο δε διχασμός αυτός χαρακτηρίζεται από δύο τινά: πρώτον: μια ατέλειωτη παραφιλολογία για το ποιός είπε τί, πού πήγε, πού δεν πήγε, ποιός ενημέρωσε, ποιός δεν ενημέρωσε, μια απεραντολογία ad nauseam περί όνου σκιάς, με αποτέλεσμα να μας ξεφεύγει το δάσος γιατί έχει κάποιο δενδρύλλιο μπροστά. Δεύτερον; κόμματα και πολιτικοί παίρνουν την Α ή Β θέση, φωνασκούν, βρίζουν, προσβάλουν, απειλούν, κάνουν απερίγραπτες πιρουέτες και κοκορομαχούν, με μόνο γνώμονα την άγρα ψήφων, διότι μυρίστηκαν πως αν βγάλουν μερικές κορώνες προς αυτήν ή την άλλη κατεύθυνση θα προσελκύσουν ρεύμα οπαδών, ώστε να μην μείνουν έξω του νυμφώνος.

Στην εποχή μας ο διχασμός εκφράζεται ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου δεν μπορούμε να παραπονεθούμε για κακούς εβραίους, που κινούν τα νήματα, αλλά αποκαλύπτεται ο ίδιος μας ο κακός εαυτός. Τσακωνόμαστε δήθεν για τα κοινά, στην πραγματικότητα για να βγάλουμε τα απωθημένα μας κάνοντας προσωπικές επιθέσεις ο ένας στον άλλον.

Στην καλύτερη περίπτωση, η αντιμετώπιση του θέματος γίνεται με την προσφιλή ποδοσφαιρική μέθοδο, κατά την οποία, αν ο ένας προτείνει το Α ο αντίπαλός του πρέπει ντε και καλά να το απορρίψει μετά βδελυγμίας και να αντιπροτείνει το ακριβώς αντίθετο. Ούτε καν να ακολουθήσουν την διαλεκτική μέθοδο της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, την οποία πολλοί από αυτούς υποτίθεται ότι υπηρετούν (λόγω αριστεροσύνης). Απλά, διαφωνούμε για να διαφωνούμε, σε κουβέντα να βρισκόμαστε.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, πηγαίνοντας σίγουρα κόντρα στο ρεύμα, ας δούμε αν όντως υπάρχει κάποιο πραγματικό πρόβλημα και ποιά θα μπορούσε να ήταν η λύση.

Είναι η Μακεδονία Ελληνική;

Το χιλιοακουσμένο σλόγκαν «η Μακεδονία είναι ελληνική» πάσχει από απύθμενη αοριστία, βασικά στερείται νοήματος, διότι μπορεί να εκληφθεί και να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους, όπως εξάλλου και όλα τα σλόγκαν. Πολλοί ξένοι, για παράδειγμα, το εκλαμβάνουν ως ελληνικές βλέψεις στα εδάφη των Σκοπίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μία εικόνα φουκαράδων «Μακεδόνων» που τους απειλούν δυνατότερες χώρες, όπως η Ελλάδα. Εξίσου αόριστο είναι και το θέσφατο ¨δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος¨. Ακούγεται σαν ο πληθυσμός του κράτους των Σκοπίων, ή οι σλαβόφωνοι της Ελλάδας, που είναι άνθρωποι υπαρκτοί βέβαια, να κηρύσσονται ανύπαρκτοι.

Σε τί μας ενοχλεί αν τα Σκόπια πάρουν το όνομα «Μακεδονία»;

Η αλήθεια είναι πως δεν θα μας ενοχλούσε σε τίποτε αν η χρήση του μακεδονικού ονόματος γινόταν με τρόπο και με προθέσεις που δεν θα στρέφονταν εναντίον μας αλλά μάλλον θα μας κολάκευαν. Το Ποινικό Δίκαιο, για παράδειγμα, δεν τιμωρεί την απλή μηχανική εκτέλεση ζημιογόνων πράξεων, αλλά τις προθέσεις του δράστη, την mens rea. Έτσι, αν σκοτώσεις κάποιον η ποινή μπορεί να κυμαίνεται από αθώωση έως ισόβια κάθειρξη, ανάλογα με το αν ήταν απλό ατύχημα, αμέλεια, εν βρασμώ ψυχής, προμελετημένο κτλ. Αυτό που αποδοκιμάζεται δεν είναι αυτή καθ΄εαυτή η πράξη, αλλά το τί γίνεται μέσα στο μυαλό του δράστη. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα από δεοντολογικής πλευράς και με το θέμα της ονομασίας. Άλλο είναι να ονομάζεις μιά πόλη στην Αμερική Athens για να τιμήσεις την Αρχαία Αθήνα, ή έστω τη σημερινή πρωτεύουσα της Ελλάδος, και άλλο να το κάνεις για να διεκδικήσεις τα Ελγίνεια μάρμαρα από το Βρετανικό Μουσείο και να ισχυριστείς πως η Αμερικανική Αθήνα είναι η σωστή ενώ η Ελληνική είναι σφετεριστής.

Όσο όμως τα Σκόπια δράττονται από το όνομα αυτό για να υπαινιχθούν ότι η Μακεδονία «του Αιγαίου» κακώς περιήλθε στην Ελλάδα, πως η Θεσσαλονίκη κανονικά είναι δική τους ¨Солун наш¨ όπως λένε, δηλαδή, «η Θεσσαλονίκη μας»), πως ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν δικός τους και δεν είχε την παραμικρή σχέση με την Αρχαία Ελλάδα και πολλά άλλα τέτοια, εντυπωσιακά, ων ουκ έστιν αριθμός, είναι αναμενόμενο να διαιωνίζεται το ζήτημα.

Είναι γνωστό, σε όσους έχουν συναναστραφεί με Σκοπιανούς, πως ακόμη και στις πιο ασήμαντες μικρολεπτομέρειες αποπνέουν έναν ανθελληνισμό σε ιστορικό και πολιτιστικό επίπεδο, που δεν θα τον βρεις ούτε καν στους Τούρκους. Αν πεις πως το όνομα του ξενοδοχείου Πανόραμα, στο όρος Vodno, πάνω από την πόλη των Σκοπίων, είναι ελληνικό, θα σου απαντήσουν αμέσως ότι δεν είναι ελληνικό, αλλά διεθνές. Αν πεις πως η λέξη γραμμόφωνο είναι ελληνική, θα σου πουν πως είναι μακεδονική και ότι εμείς την πήραμε από αυτούς. Αν πεις ότι το τραγούδι ¨γερακίνα¨, που το έχουν και αυτοί, υπάρχει και στην Ελλάδα, θα σου πουν αμέσως πως είναι μακεδονικό και τους το πήραμε εμείς… Από δε αρχαία ελληνική γραμματεία, μαθαίνουν όλοι ένα μόνο χωρίο, εκεί που ο Δημοσθένης αποκαλεί τον Φίλιππο ¨βάρβαρο¨, που το χρησιμοποιούν ως απόδειξη ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Μακεδόνες ως ξένους. Ειδικά το τελευταίο παράδειγμα δείχνει την ένταση και της έκταση της ανθελληνικής προπαγάνδας, με την οποία έχουν γαλουχηθεί όλοι τους από παιδικής ηλικίας. Εδώ όλος ο κόσμος τιμά και σέβεται τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, οι Σκοπιανοί δεν χάνουν ευκαιρία να τον μηδενίσουν.

Αν, όμως, κερδίσει η Ελλάδα (έστω και μερικώς) την μάχη του ονόματος, λύνεται άραγε το ζήτημα; Ποσώς. Μάλιστα, αν κερδίσουμε κατά κράτος το όνομα και τα παρεπόμενα, με τίμημα τη μνησικακία των Σλάβων, αντί για κέρδος θα έχουμε ζημία. Ας μην ξεχνάμε δε, ότι τα παρεπόμενα θέματα, όπως το πώς θα ονομάζεται ο λαός και η γλώσσα, ή ο αλυτρωτισμός, είναι εξ ίσου σημαντικά με την ονομασία της χώρας.

Για να μη φτάσουμε, λοιπόν, σε μια Πύρρεια νίκη, θα πρέπει και η Ελλάδα να αλλάξει στάση απέναντι στους Σλάβους. Στο όνομα των 37 ετών που είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλουμε να δείξουμε αυτοπεποίθηση και ανωτερότητα, να σταματήσουμε τις κορώνες και την παράνοια, να σκεφτούμε πως οι άλλοι Βαλκανικοί λαοί έχουν κάποιες προσδοκίες από μας, και να μάθουμε επιτέλους να βλέπουμε τα πράγματα και από άλλες οπτικές γωνίες και όχι μόνον και αποκλειστικά από τη δική μας. Αυτά που ακούγονται περί αναγκαστικού εξελληνισμού των Σλαβικών επωνύμων στην ελληνική Μακεδονία, περί απαγόρευσης της μουσικής τους, καταπίεσης της γλώσσας τους και του πολιτισμού τους, έχουν σίγουρα προδιαθέσει αρνητικά τους Σλάβους απέναντί μας, και αυτό δεν είναι καθόλου άσχετο με το όλο ζήτημα.

Έτσι, καιρός είναι να το πάρουμε απόφαση ότι οι Σλάβοι είναι στα Βαλκάνια από τον 6ο αιώνα και δεν μπορούμε πλέον να τους βλέπουμε σαν να ήταν χθεσινοί! Τουναντίον, πολλά από τα στοιχεία της νεότερης Μακεδονικής κληρονομιάς ανήκουν και σε αυτούς, διότι από ένα σημείο και μετά συμβαδίσαμε στη Μακεδονία και δημιουργήσαμε πολιτισμό μαζί.

Βέβαια, η αδιαλλαξία των Σκοπίων μέχρι τώρα θυμίζει αυτό που ονομάζουμε «αρβανίτικα μυαλά», κάτι στο οποίο διαπρέπουμε και εμείς, αλλά, όπως φαίνεται, διακατέχει όλα τα Βαλκάνια. Έτσι, προτίμησαν να χάσουν και την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρά να βάλουν νερό στο κρασί τους και να συμβιβαστούν.

Γενικά, ο συμβιβασμός στα Βαλκάνια θεωρείται κάτι το αρνητικό. Σε αντίθεση με τις Βόρειες χώρες, όπου θεωρείται ως ο πλέον δόκιμος τρόπος επίλυσης των διαφορών, αφού βγαίνουν όλοι λίγο κερδισμένοι, στην περιοχή μας θεωρείται προδοσία, ξεπούλημα και τα τοιαύτα. Με αποτέλεσμα να μουλαρώνουμε, να εγκλωβιζόμαστε σε αδιέξοδα και να βγαίνουμε όλοι χαμένοι. Παρ’ όλα αυτά, το κεφάλι παραμένει αγύριστο…
Ο βαλκανικός αυτός τρόπος σκέψης όλων μας, ένθεν και ένθεν, μας οδηγεί σε στενομυαλιά, στενοκαρδία, μπλοκάρισμα της σκέψης και κατάργηση κάθε ευελιξίας, για να μη μιλάμε για φαντασία. Διότι το πρόβλημα της ονομασίας θα μπορούσε να είχε λυθεί ακόμη και μονομερώς, από την Ελλάδα, αν είχαμε και εμείς λίγη φαντασία και τόλμη.

Για παράδειγμα, αντί να ζητάμε από τα Σκόπια να αλλάξουν το όνομά τους, θα μπορούσαμε εμείς να αλλάξουμε το δικό μας, και να γίνουμε κάτι σαν ¨Ελλάδα και Μακεδονία¨ (κατά το ¨Σερβία και Μαυροβούνιο¨), ή να αλλάξουμε το όνομα της Ελληνικής Μακεδονίας και να την πούμε ¨Παλαιά Μακεδονία¨. Διότι το να κολλάμε σε μια στείρα ονοματολογία δεν μας λύνει και πολλά προβλήματα, τουναντίον, μας προσθέτει αρκετά, αρκεί να θυμίσω την άρνησή μας να αποκαλούμε τους Τούρκους της Θράκης «Τούρκους» επικαλούμενοι, μάλιστα, και τη Συμφωνία της Λωζάνης, η οποία τους ονομάζει «Μουσουλμάνους». Ξεχνάμε ότι η Συμφωνία της Λωζάνης τους αποκαλεί μουσουλμάνους διότι αναφέρεται σε Τούρκους, Πομάκους και Ρομά, ξεχνάμε όμως και το ότι η εν λόγω Συμφωνία δεν απαγορεύει να αποκαλούμε όσους είναι εθνοτικά Τούρκοι με το όνομά τους. Στο Δίκαιο, ό,τι δεν απαγορεύεται είναι επιτρεπτό, διαφορετικά μιλάμε για στείρο ψευδονομικισμό, που αν γινόταν πράξη θα έκανε τη ζωή μας αφόρητη. Το αποτέλεσμα είναι πως εμφανιζόμαστε να απαιτούμε οι μεν Έλληνες της Κωνσταντινούπολης να ονομάζονται Έλληνες, ενώ οι Τούρκοι της Θράκης να ονομάζονται οτιδήποτε άλλο εκτός από Τούρκοι, δίνοντας, έτσι, την εντύπωση προς τη διεθνή κοινωνία ότι είμαστε παράλογοι και τα θέλουμε όλα δικά μας…

Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα, αν η Μακεδονία είναι ελληνική, θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε το ακριβές νόημα του ερωτήματος. Άλλο είναι να μιλάμε για αρχαία μακεδονική πολιτιστική κληρονομιά, άλλο να μιλάμε για έδαφος, και άλλο να μιλάμε για πληθυσμούς ή για γλώσσα. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα παρακάτω θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σε μιά έντιμη προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα σε όλες τις δυνατές πτυχές του:

Η Αρχαία Μακεδονική ιστορία είναι μέρος της Ελληνικής ιστορίας, δεδομένου ότι τουλάχιστον η άρχουσα τάξη της Αρχαίας Μακεδονίας ήταν εξελληνισμένη, οι βασιλείς τους έφεραν ελληνικά ονόματα, έδωσαν στους Έλληνες το πρώτο ενωμένο ελληνόφωνο κράτος που γνώρισαν ποτέ στην ιστορία και, προ πάντων, διέδωσαν σε όλη τους την αυτοκρατορία την ελληνική γλώσσα και γραμματεία. Είναι γνωστό, επίσης, ότι ο Ηρόδοτος τους θεωρούσε Έλληνες και ότι, σαν Έλληνες, είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Οι Σλάβοι των Βαλκανίων, οι οποίοι ήλθαν στην περιοχή μιά ολόκληρη χιλιετία μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν μπορούν να διεκδικούν στα σοβαρά την Αρχαία Μακεδονική Κληρονομιά, το δε επιχείρημα ότι είναι μεν Σλάβοι αλλά αναμείχθηκαν με τους γηγενείς Μακεδόνες είναι φοβερά αδύναμο, καθαρά φυλετικό, μπορεί δε να χρησιμοποιηθεί από όλες τις εθνότητες, που ζουν στο χώρο, όχι μόνον τους Σλάβους. Ιδίως γλωσσικά απέχουν παρασάγκας από τη γλώσσα ή το ιδίωμα, που ομιλούταν στην Αρχαία Μακεδονία. Η Ελλάδα έχει σαφώς μεγαλύτερη συνάφεια με την Αρχαία Μακεδονία, ακόμη και αν δεχθούμε την άποψη ότι η αρχαία μακεδονική γλώσσα διέφερε από την ελληνική, αν και όσες αρχαίες μακεδονικές λέξεις έχουν διασωθεί είναι ελληνικής μορφολογίας και ετυμολογίας, ο δε Μέγας Αλέξανδρος δημιούργησε τον Ελληνιστικό πολιτισμό, χρησιμοποίησε την Ελληνική σαν γλώσσα της αυτοκρατορίας του και την έκανε διεθνή lingua franca, όπως είναι σήμερα η Αγγλική. Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης ονομάζεται Αλεξανδρινή ή Κοινή Ελληνική.

Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όμως, έχουν υπάρξει κοσμογονικές δημογραφικές και άλλες αλλαγές στην Μακεδονία. Η αρχαία μακεδονική γλώσσα, ή διάλεκτος, δεν υπάρχει πλέον, υπήρξαν τεράστιες εισροές νέων εθνοτήτων (όπως οι Σλάβοι) και γλωσσών, ενώ και οι εθνότητες που εξακολουθούν να ζουν στην περιοχή, όπως οι Έλληνες, σε μεγάλο ποσοστό έχουν μεταφερθεί στη Μακεδονία από διαφορετικές περιοχές, όπως η Μικρά Ασία.

Η βυζαντινή και η νεώτερη μακεδονική κληρονομιά και ταυτότητα, με όλα τα στοιχεία που την συναποτελούν (γαστρονομικά, μουσικοχορευτικά, ήθη και έθιμα, θρησκεία, νοοτροπία κ.ο.κ.) περιλαμβάνει στοιχεία και από Έλληνες και από Σλάβους και από άλλες εθνότητες. Ο σημερινός περιηγητής των πάλαι ποτέ μακεδονικών εδαφών συχνά απαντά τα ίδια τραγούδια σε διαφορετικές εκτελέσεις και γλώσσες, τα ίδια φαγητά με παραλλαγές και παρόμοια ή διαφορετικά ονόματα, τις ίδιες δοξασίες, τους ίδιους τρόπους σκέψης και έκφρασης αν και οι γλώσσες όχι μόνον διαφέρουν αλλά ανήκουν και σε διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες, την ίδια νοοτροπία, την ίδια ορθόδοξη εκκλησία με διαφορετικές λειτουργικές γλώσσες, την ίδια οθωμανική κληρονομιά σε όλη της τη δόξα, ενώ το μόνο που πραγματικά αλλάζει είναι η καθομιλούμενη γλώσσα της κάθε εθνότητας. Ας μην ξεχνάμε όλοι μας, και οι Σκοπιανοί και εμείς, ότι μπορεί ο Αλέξανδρος να μην συνδέει εύκολα Έλληνες και Σλάβους, όμως κάτι που μας συνδέει όλους μας στα Βαλκάνια είναι η οθωμανική κληρονομιά, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι ολοζώντανη σε όλες της τις εκφάνσεις.

Εδαφικά, τα πράγματα έχουν επίσης αλλάξει πολύ από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έτσι, τα εδάφη βορείως του όρους Ντεμίρ Καπίγια δεν ήταν μακεδονικά κατά την αρχαιότητα, όμως τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας επεκτάθηκαν σημαντικά κατά τη Ρωμαϊκή και Οθωμανική εποχή, ώστε να συμπεριλάβουν την Αρχαία Παιονία (ενώ στη νεώτερη ιστορία σίγουρα ήταν σερβικά τα εδάφη εκείνα). Μπορεί, πάντως, να λεχθεί μετά βεβαιότητας ότι ο κορμός και η πρωτεύουσα της Μακεδονίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου βρισκόταν στο σημερινό ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας.

Με βάση τα παραπάνω, εύκολα πέφτει κανείς στον πειρασμό να πει «η Μακεδονία δεν είναι ούτε ελληνική ούτε σλαβική, αλλά μακεδονική». Μόνο που τότε μπαίνουμε σε έναν άλλον φαύλο κύκλο, αφού το συνηθισμένο επιχείρημα στα Σκόπια είναι ότι αφού έχουν το ίδιο όνομα με τους αρχαίους Μακεδόνες άρα είναι οι συνεχιστές τους. Διότι, εφόσον δεν υπάρχει (πλέον) το αρχαίο μακεδονικό έθνος, το να χρησιμοποιεί κανείς το μακεδονικό όνομα για να ¨συμπεράνει¨ ότι ανήκει σε ένα έθνος που υπήρξε – αν υπήρξε – πολλούς αιώνες πριν είναι καθαρή σοφιστεία και στρεψοδικία.

Βέβαια, αν ξαφνικά το Ιράν ζητούσε πολεμικές αποζημιώσεις για την καταστροφή της Περσέπολης από τον Μ. Αλέξανδρο, θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε ποιός θα προθυμοποιούταν να δηλώσει διάδοχος και συνεχιστής του, η σύγχρονη Ελλάδα ή τα Σκόπια… (Ίσως αυτό θα έλυνε και το πρόβλημα, για να πούμε την αλήθεια!).

Ο εθνικισμός σήμερα

Η αντίληψη ότι κάθε κράτος-έθνος είναι φιξαρισμένο στον χωροχρόνο, ότι οι πληθυσμοί του κόσμου διαιρούνται σε έθνη με δεδομένη ταυτότητα και ότι οι εθνικές αυτές οριοθετήσεις υπήρχαν ανέκαθεν, από την εποχή των δεινοσαύρων, δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα.

Το οδοιπορικό των εθνικών ταυτοτήτων είναι σχετικά πρόσφατο. Ξεκίνησε στην Ευρώπη με τον 30ετή πόλεμο (1618 – 1648). Στην τελική τους κατάληξη, οι εθνικές ταυτότητες πατάνε πάνω σε μύθους ανωτερότητας, ηρώων που πάλεψαν για τη λευτεριά και τέτοιες εξιδανικεύσεις, ενώ η αλήθεια είναι κυρίως διάφορες σκοπιμότητες ή προσωπικές φιλοδοξίες, για να μή μιλάμε για βαρβαρότητες. Αυτό το βλέπουμε πιο καθαρά σήμερα, που οι «εθνικοαπελευθερωτικοί» πόλεμοι καλύπτονται σε απίστευτη λεπτομέρεια από τα σύγχρονα ΜΜΕ, με έναν τρόπο που ήταν εντελώς αδιανόητος στην εποχή, ας πούμε, του τριακονταετούς πολέμου.

Έτσι, σήμερα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο, ότι ένας από τους τρόπους δημιουργίας εθνικής ταυτότητας είναι και αυτά που έγιναν στη Γιουγκοσλαβία: η μακεδονική ταυτότητα ξεκίνησε με τη γνωστή απόφαση του Τίτο, που είχε σαν σκοπό και να αποδυναμώσει τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Στη συνέχεια είχε να κάνει και με την επιθυμία μιας ντόπιας ελίτ να μη δίνει λογαριασμό στο Βελιγράδι (ώστε να τα τσεπώνει όλα η ίδια). Ακολουθεί ο μύθος περί μεγάλων και ενδόξων προγόνων, αλλά διάφορων κακών, που συνωμότησαν εναντίον τους και τους κατέτρεξαν.

Δεν λείπουν, μάλιστα, και τα μεγάλα ιστορικο-πολιτιστικά διλήμματα, που δημιουργεί μια εθνογέννεση. Έτσι, τόσο η γλώσσα των Τιγρήνων όσο και αυτή των Αμάρα είναι συγγενείς, και προέρχονται από την γλώσσα Γκεέζ, η οποία χρησιμοποιείται ακόμη από την Κοπτική Εκκλησία στην Αιθιοπία και στην Ερυθραία. Αλλά για μεν τους Αμάρα τα Γκεέζ είναι αρχαία αμαρικά, ενώ για τους Τιγρήνους είναι αρχαία τιγρήνικα… Όταν δεν οδηγεί σε τραγωδίες, ο εθνικισμός οδηγεί σε κωμικά παρατράγουδα και ευτράπελα, και αυτό δεν είναι μονοπώλιο των Βαλκανίων.

Σίγουρα, έχουν κάθε δικαίωμα οι Σκοπιανοί να χτίσουν μια ταυτότητα, ακόμη και με μυθοπλασίες, δεν θα ήταν όμως καλύτερη επιλογή να χτίσουν την ταυτότητα αυτή σε λιγότερο σαθρά θεμέλια και να μην δαιμονοποιούν γειτονικούς λαούς;

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το κράτος-έθνος σήμερα έχει εν πολλοίς εκπληρώσει τον προορισμό του. Αν παραμένει μια αξία στην ύπαρξη διαφορετικών εθνών, είναι το ότι παράγουν ενδιαφέροντα και διαφοροποιημένο πολιτισμό, το ότι υπάρχει Ιταλική κουζίνα, Ισπανική μουσική, Ελληνικός χορός, Φλαμανδική ζωγραφική, Ρωσική λογοτεχνία. Διαφορετικά, ας μάθουμε όλοι να μιλάμε και την ίδια γλώσσα και ας πάψουμε να μιλάμε για έθνη και εθνικές απελευθερώσεις.

Περί ονομάτων ο λόγος

Λέγεται συχνά ότι ένας λαός έχει το «απόλυτο» δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και επιλογής ονομασίας. Όμως, στο Δίκαιο δεν υπάρχουν απεριόριστα δικαιώματα, ακόμη και το δικαίωμα της ζωής σε ορισμένες περιπτώσεις αναιρείται (π.χ., κατάσταση ανάγκης). Φανταστείτε, λοιπόν, ένα νέο κράτος κοντά μας να ονομαζόταν «Ανθελληνική Δημοκρατία», για να πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα… Αντί να προσφεύγουμε, λοιπόν, σε άτοπους αφορισμούς, καλύτερα να δούμε πού είναι τα όρια το δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού. Στα δικαιώματα, ο κανόνας είναι να τελειώνει το δικαίωμά μου εκεί που αρχίζει το δικό σου.

Επίσης, είναι υπεραπλούστευση να πιστεύουμε ότι κάθε λαός, κάθε έθνος, κάθε φυλετική ομάδα φέρει ένα όνομα σταθερό και αμετάβλητο, ή ότι μόνον ένα όνομα υπάρχει για κάθε λαό. Ας πάρουμε παράδειγμα από εμάς: αυτοονομαζόμαστε ως Έλληνες, ενώ ο δυτικός κόσμος μας ονομάζει ”greek”, πολλοί ασιάτες μας ονομάζουν «Γιουνάν» ή «Γιουνανιστάν», οι εβραίοι μας ονομάζουν «Γιαβάν» κ.ο.κ. Έπειτα, εμείς οι ίδιοι συχνά αυτοαποκαλούμαστε και «ρωμιοί», ενώ η ονομασία που έφερε ο Ελλαδικός χώρος επί Βυζαντίου ήταν «Ρωμανία» (επί Τουρκοκρατίας, η Ελλάδα αποτελούσε μέρος της «Ρούμελης»).

Ούτε καν ήταν αυτονόητη η ονομασία της χώρας μας ως «Ελλάδα» μετά την απελευθέρωσή μας από το Οθωμανικό κράτος. Θα μπορούσαμε να είχαμε υιοθετήσει μια ολόκληρη σειρά από άλλα ονόματα, το καθένα από αυτά μάλιστα βασισμένο σε ιστορικά, πολιτικά ή άλλα επιχειρήματα. Φρονώ, βέβαια, ότι η επιλογή του ονόματος Ελλάδα ήταν καλή, όχι τόσο με την έννοια ότι ήταν ιστορικά «σωστή», αλλά με την έννοια της πολιτικής σκοπιμότητας. Διότι το όνομα αυτό (Ελλάς) έθρεψε τη ρομαντική αντίληψη ότι οι απόγονοι του Πλάτωνα, ύστερα από αιώνες καταπίεσης κάτω από ένα βάρβαρο κατακτητή, ξαναζητούν την ελευθερία τους. Στην πραγματικότητα, βέβαια, πρόκειται για έναν τραβηγμένο μύθο. Ίσως είμαστε περισσότερο Έλληνες από όσο είναι «Μακεδόνες» οι Σκοπιανοί, και αυτό λόγω της γλωσσικής συνάφειάς μας με τους αρχαίους Έλληνες, αλλά η διαφορά δεν είναι και πολύ μεγάλη αν πάμε πέρα από τη γλώσσα.

Πιστεύω, πάντως, ότι χάρη στην επιλογή του ελληνικού ονόματος είχαμε την υποστήριξη των Δυτικοευρωπαίων σε πολλές κρίσιμες φάσεις της ιστορίας μας (άσχετο αν αυτό το αναγνωρίζουμε ή όχι), και σίγουρα δεν θα είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1981 αν δεν φέραμε το όνομα «Ελλάδα».

Πιστεύω δε, πως η επιτυχία της υιοθέτησης του ελληνικού ονόματος από έναν λαό, όπου η ελληνική γλώσσα ομιλούταν σαν μητρική μόνον από μια μειοψηφία (χρησιμοποιούταν, όμως, σαν lingua franca ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες, που ζούσαν στο χώρο) ενέπνευσε και τους Σκοπιανούς να αναζητήσουν και αυτοί ένα ένδοξο ιστορικό όνομα, ένα brand name. Αυτό πρέπει εμείς να το καταλάβουμε. Διότι άλλο είναι να πάνε σε μια διεθνή έκθεση με κρασιά από τη Βαρδάρσκα, ας πούμε, και άλλο με κρασιά από τη Μακεδονία. Το σφάλμα τους ήταν η υπερβολική μυθοπλασία, το ότι στράφηκαν εναντίον όλων των γειτόνων τους και το ότι το μακεδονικό όνομα δεν μπορούσε, σήμερα να χρησιμοποιηθεί κατ’ αποκλειστικότητα τη στιγμή που τόσες εθνότητες ζούσαν σε Μακεδονικό έδαφος επί αιώνες. Ενώ το ελληνικό όνομα δεν το διεκδικούσε κανείς άλλος.

Γεωγραφικός ή ποιοτικός προσδιορισμός;

Μια συνήθης αγκύλωση στην ελληνική δημόσια συζήτηση πάνω στο θέμα είναι και το ότι τα Σκόπια πρέπει να έχουν μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Αν δηλαδή τα Σκόπια προτείνουν μια μονολεκτική ονομασία που να τους διαφοροποιεί από τη Μακεδονία (π.χ., Βαρδάρσκα) ή σύνθετη μεν ονομασία αλλά με ποιοτικό και όχι γεωγραφικό προσδιορισμό (π.χ., Νέα Μακεδονία), πού θα ήταν το πρόβλημά μας;

Κατά την άποψή μου, η καλύτερη λύση θα ήταν μια ονομασία που να μην περιέχει τη λέξη «Μακεδονία». Επειδή, όμως, αυτό δεν μπορεί τώρα πια να γίνει αποδεκτό από τον σλαβικό πληθυσμό των Σκοπίων, οι οποίοι έχουν γαλουχηθεί από το 1944 με την ιδέα ότι είναι «Μακεδόνες», η μόνη λύση είναι ένας έντιμος συμβιβασμός, ο οποίος να περιέχει το όνομα «Μακεδονία» με έναν προσδιορισμό, που να διαφοροποιεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Τέτοιος προσδιορισμός είναι προτιμότερο να είναι ποιοτικός παρά γεωγραφικός. Διότι ένας γεωγραφικός προσδιορισμός ( «Βόρεια», «Άνω» κ.ο.κ.) μπορεί εύκολα να εκληφθεί ότι πρόκειται για δύο κομμάτια της ίδιας χώρας, που κακώς έχει διαιρεθεί και που κάποτε θα ξαναενωθούν (π.χ., Βόρειος/Νότιος Υεμένη, Ανατολική/Δυτική Γερμανία, Βόρειος/Νότιος Κορέα).

Νέα Μακεδονία

Το ποιός θα είναι αυτός ο ποιοτικός προσδιορισμός δεν μπορούμε να το ορίσουμε εμείς, πρέπει οι ίδιοι οι Σκοπιανοί να το προτείνουν. Σίγουρα δε, υπάρχουν πολλές αποδεκτές λύσεις. Επειδή, όμως, μεταξύ των άλλων έχει ήδη αναφερθεί σαν πρόταση προς συζήτηση και το ΝΕΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φρονώ ότι πρόκειται για κατάλληλο ποιοτικό προσδιορισμό, που θα μπορούσε να λύσει όλα τα προβλήματα, για τους εξής λόγους:
Ικανοποιεί την επιθυμία των Σλάβων να αποκτήσουν ένδοξο και ιστορικό brand name.

Είναι ιστορικά και νοηματικά βάσιμο, διότι υποδηλώνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την Αρχαία Μακεδονία του Αλεξάνδρου, αλλά με μια νέα οντότητα.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν επίθετο, π.χ., νεομακεδονική γλώσσα, νεομακεδόνας («новомакедонски»), λύνοντας έτσι και το θέμα του έθνους και της γλώσσας.
Δεν δημιουργεί εντυπώσεις ότι πρόκειται για δυο τμήματα της ίδιας χώρας, που (κακώς) διαιρέθηκε.
Αντιθέτως, η ποιοτική διαφορά είναι του είδους Ζηλανδία – Νέα Ζηλανδία, Ορλεάνη – Νέα Ορλεάνη, Σμύρνη – Νέα Σμύρνη, Σκωτία – Νέα Σκωτία κ.ο.κ. και δεν αφήνει κανένα περιθώριο σύγχυσης, ούτε καν συσχέτισης των δύο οντοτήτων.
Με λίγα λόγια, η ονομασία: ΝΕΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, αν συμφωνηθεί και μάλιστα με τους σωστούς όρους (δηλαδή, να καθιερώνεται erga omnes και να χρησιμοποιείται σαν όνομα όχι μόνον της χώρας αλλά και της γλώσσας και των Σλάβων της περιοχής) θα μπορούσε να ήταν ακριβώς η σοφή λύση win-win, ώστε οι δύο χώρες να απεγκλωβιστούν επιτέλους και να προχωρήσουν σε μιά μελλοντική συνεργασία προς αμοιβαίο όφελος.

Γεράσιμος Φουρλάνος

* Ο Δρ. Γεράσιμος Ευαγ. Φουρλάνος γεννήθηκε στο Βουρνικά Λευκάδας. Είναι πτυχιούχος του νομικού τμήματος της Νομικής Αθηνών και κάτοχος Διδακτορικού Διπλώματος στο Διεθνές Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Το υπόβαθρο του περιλαμβάνει νομική πρακτική στην Ελλάδα και τη Σουηδία και πάνω από 25 χρόνια ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εμπειρίας σε διάφορα νομικά συστήματα και εργασιακά περιβάλλοντα.
Ο Δρ Γεράσιμος Φουρλάνος ξεκίνησε τη διεθνή του σταδιοδρομία το 1985 ως υπάλληλος διαφόρων υπηρεσιών του ΟΗΕ. Το 2003 έγινε Διευθυντής Προγράμματος με την ΕΕ στα Σκόπια της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, υπεύθυνος για το χαρτοφυλάκιο της δικαιοσύνης, το οποίο περιελάμβανε 14 διαφορετικά έργα. Από το 2005 ο Δρ. Φουρλάνος εργάζεται ως σύμβουλος σε έργα δικαστικής και νομικής μεταρρύθμισης, χρηματοδοτούμενα από την ΕΚ, τον ΟΗΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους διεθνείς χορηγούς. Έχει σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό και τη διαχείριση προγραμμάτων και έχει εργαστεί σε διάφορες περιόδους στην Ελλάδα, τη Σουηδία, την Καναδά, την Τουρκία, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, την Αιθιοπία, την Αρμενία και το Μαλάουι.
Ζει στη Στοκχόλμη.

Προηγουμενο αρθρο
Συνελήφθη 18χρονος Αλβανός χωρίς άδεια οδήγησης
Επομενο αρθρο
ΝΟ.Δ.Ε. Λευκάδος: Το θράσος περισσεύει και η «αυταπάτη» χρησιμοποιείται ως άλλοθι αγνότητας!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.