HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΝίκος Γκάτσος: Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ….

Νίκος Γκάτσος: Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ….

Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ’ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη…

14
«Ο Γκάτσος πρώτα απ’ όλα είναι ένας μεγάλος ποιητής», έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκις. «Όλοι σταματούν στο γεγονός ότι έχει γράψει ένα βιβλίο, αλλά είμαι βέβαιος ότι κανένας δεν γνωρίζει το ένα αυτό βιβλίο για να αντιληφθεί πως δε χρειαζόταν το δεύτερο βιβλίο, αφού δε θέλησε να μας το δώσει. Ο Γκάτσος είναι επίσης ένας μεγάλος στοχαστής. Βαθιά ελληνικός και βαθιά σύγχρονος. Πολύ λίγοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Μέσα σ’ αυτούς κι εγώ. Συνεπώς η επιρροή του μου χάρισε ό,τι στέρεο, ό,τι σοβαρό και ό,τι αξιόλογο περιέχω σήμερα.»

Ο Μάνος Χατζηδάκις αναφέρεται στην «Αμοργό» που είναι η μοναδική ποιητική σύνθεση του Νίκου Γκάτσου, ωστόσο είναι ένα απ’ τα σημαντικότερα κείμενα του σύγχρονου ελληνικού υπερρεαλισμού. Με απόσπασμα από αυτό το έργο ξεκινήσαμε το αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του.

10

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 ή το 1914. «Ο πατέρας του Νίκου Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα. Σ” ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο έφτασε στο χωριό του Γκάτσου, την Ασέα Αρκαδίας, ένα μήνα μετά. Η μητέρα του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος. Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρονών. Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…», διηγήθηκε η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα.

11

Έρχεται στην πρωτεύουσα στα δεκαοχτώ του μαζί με την μάνα και την αδερφή του, όταν πέρασε στην Φιλοσοφική Αθηνών. «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει (…) με πλήρη εξάρτυση: Με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση που κυκλοφορούσε στο αίμα του», έγραψε για κείνον ο φίλος του, Οδυσσέας Ελύτης.

Με τον Ελύτη γνωρίζεται ένα βράδυ του ’36 ενώ χάζευαν έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων`. Φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Οι δυο τους μαζί με τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους άλλους νέους, σχηματίζουν μια παρέα, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα. Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το Ηραίον, στην διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ’ τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων.

13

Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των Νέων Γραμμάτων. Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή δεν σταμάτησε την πνευματική ζωή. Το 1943 μάλιστα έμελε να είναι μια σημαδιακή χρονιά για τα νεοελληνικά γράμματα. Εκδίδεται το μοναδικό ποίημα που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος η Αμοργός και ο Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη.

Το πνευματικό κατεστημένο όμως δεν κατανόησε την σημασία αυτών των έργων, και ιδίως στην περίπτωση της Αμοργού επιδόθηκε σε ειρωνείες και λοιδορίες. Ο Ελύτης για να υπερασπιστεί το έργο του φίλου του έγραψε το κείμενο Ποιητική Νοημοσύνη, όπου επισημαίνεται για πρώτη φορά η σημασία της Αμοργού. «Δεν θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα “θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…».

15

Τότε, το 1943, έρχεται στου Λουμίδη ένας ακόμη νέος, μ’ ένα μάτσο μέτριους στίχους στην τσέπη. Τους διαβάζει στους νέους ποιητές, μα κανένας απ’ την παρέα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Τότε ο νεαρός αλλάζει σκοπό: Ισχυρίζεται πως είναι μουσικός, συνθέτης μάλιστα, και ότι έχει γράψει μουσικές για την Αμοργό και τις Παραλλαγές σε μία αχτίδα. Είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, ο στενότερος φίλος, μαθητής και συνομιλητής του Νίκου Γκάτσου, για τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν. Βλέπονταν καθημερινά, συζητούσαν διαρκώς και συνεργάστηκαν με μοναδική αρμονία. Η αρχή έγινε το ’48 με τον Ματωμένο Γάμο που μετάφρασε ο Γκάτσος και μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Το ’49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το «Λεωφορείον ο Πόθος», πάλι σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», που σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το 1966 με την περίφημη «Μυθολογία» τους άρχισαν συνειδητά πλέον να σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο άλλος τους στίχους.

17Πολλοί τοποθετούν τον Γκάτσο ανάμεσα στους υπερρεαλιστές, αλλά ο Γκάτσος απλώς χρησιμοποίησε την φόρμα του υπερρεαλισμού, γιατί τότε ήταν ο πιο πρόσφορος και φρέσκος τρόπος για να εκφράσει τις απόψεις του για την τέχνη και την ζωή. Γι’ αυτό άλλωστε ο ίδιος ο Γκάτσος, ως στιχουργός πλέον, φρόντισε από νωρίς να απομακρυνθεί από το υπερρεαλιστικό περιβάλλον και να αποβάλει τις υπερρεαλιστικές φόρμες. Διέβλεπε ίσως πως ο υπερρεαλισμός από φρέσκο κι ολίγον τι περιθωριακό κίνημα σύντομα θα γινόταν μόδα, κατεστημένο, τροχοπέδη εντέλει. Άφησε τους υπερρεαλισμούς και τις μανιέρες του για τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους στιχουργούς, που αναζητούν άλλοθι να περιβάλουν την αταλαντοσύνη τους. Ο ίδιος πατάει γερά στην γη, δηλαδή σε μια παράδοση στιχουργική που ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου, και φτάνει στις μέρες μας μέσω του Δημοτικού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού -και φυσικά περιέχει και τον υπερρεαλισμό.

Ο Γκάτσος εγκαταλείπει την ποίηση και ουσιαστικά δεν επιχειρεί μετά την Αμοργό να ξαναγράψει ποίημα. Μεταφράζει κάποια θεατρικά έργα και γράφει στίχους. Εκτός του «Ματωμένου Γάμου» και του «Λεωφορείον ο Πόθος», που αναφέραμε, μετέφρασε το «Περιμπλίν» και «Μπελίσα», το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», τον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και την «Παραλογή του Μισοΰπνου» του Λόρκα. Ακόμη τον «Πατέρα του Στριντμπεργκ», την «Υψηλή Εποπτεία» του Ζενέ, το «Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα» του Ο” Νιλ, το «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγα και κάποια μονόπρακτα του Τ. Ουίλιαμς.

Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα πάνω απ όλα ίσως ήταν δάσκαλος. «Την μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε «οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε• έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς την διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει πει ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας απ”’ τους ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν εκφράσει την ευγνωμοσύνη τους στον δάσκαλο Νίκο Γκάτσο.

«Έγραψε μοναδικά τραγούδια», συνεχίζει. «Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα έκανε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, «έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη» μες στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων».

Η συνεργασία του με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής – τον Μάνο Χατζηδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Μάνο Λοίζο, Γιώργο Χατζηνάσιο, Δήμο Μούτση και άλλους, άλλαξαν για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Μερικά από αυτά, πολυαγαπημένα και χιλιοτραγουδισμένα είναι τα εξής: Χάρτινο το φεγγαράκι, Άσπρο περιστέρι, η μπαλάντα του Ούρι, η μικρή Ραλλού, Ηρθε ο καιρός, Αθανασία, Άσπρη μέρα, Μάτια Βουρκωμένα, ο Γιάννης ο φονιάς, Έβαλε ο Θεός σημάδι, Τα’ αστέρι του βοριά, Έλα σε μένα.

Το 1991, ο Γκάτσος, γράφει το τελευταίο του τραγούδι . Έχει το συμβολικό τίτλο «Το ταξίδι» και είναι το τελευταίο του κοινό ταξίδι με τον Μάνο Χατζηδάκη. Στις 12 Μαϊου 1992 έφυγε για το δικό του μεγάλο ταξίδι αφήνοντας συντροφιά μας τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του να τα τραγουδάμε ξανά και ξανά και να ονειρευόμαστε!

Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου.
Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου.

Το ταξίδι

Τρέχω πετάω κυνηγάω πουλιά και όνειρα
και κάθε μέρα κολυμπάω σε πιο βαθιά νερά
θέλω τον κόσμο να αγκαλιάσω με ένα ζεστό φιλί
κι από τη δύση μου να φτάσω ως την ανατολή.

Μα είναι φίδι το ταξίδι
είναι χολή μαζί και ξύδι,
σε ένα μεγάλο αγκαθωτό σταυρό
όμως εγώ δεν κάνω πίσω
ούτε το δρόμο μου θ’ αφήσω
ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρώ.

Τρέχω, πετάω, χαιρετάω τα πιο τρελά παιδιά
και κάθε πέτρα που πατάω ανοίγει σαν καρδιά.
Δείχτε μου δρόμο να περάσω με ήλιο και βροχή
θέλω τον κόσμο ν’ αγκαλιάσω και πάλι απ’ την αρχή.

«Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος κατά τον Μάνο Χατζηδάκη. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τις πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ…Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής». Οδυσσέας Ελύτης.

Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Προηγουμενο αρθρο
Στις 17 Μαΐου η πρώτη πτήση της Εasy jet στο Άκτιο
Επομενο αρθρο
Έφτασε στο Νυδρί το κρουαζιερόπλοιο Seabourn Odyssey - Φωτορεπορτάζ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.