HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΝεοφιλελευθερισμός και (ή) Δημοκρατία;

Νεοφιλελευθερισμός και (ή) Δημοκρατία;

Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Μια καλή συγκυρία το έφερε να παρακολουθήσω τη διάλεξη της Γουέντι Μπράουν, καθηγήτριας Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ. Η διάλεξη, ένατη κατά σειρά του κύκλου αξιόλογων εκδηλώσεων του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 1η Δεκεμβρίου 2015, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ινστιτούτου Γκαίτε. Την ομιλήτρια παρουσίασε-με μια πυκνή και ουσιώδη εισαγωγή στο έργο της- η Αθηνά Αθανασίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Η Γουέντι Μπράουν, μια γοητευτική παρουσία, μέσα στη δυνατή πνευματικότητα αλλά και την ισχυρή βούληση που αναδύεται από την προσωπικότητά της, κινείται με άνεση στα πεδία της πολιτικής επιστήμης, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογικής ανάλυσης, της ψυχολογίας, αρθρώνοντας τον θεωρητικό-κριτικό της λόγο πάνω στις αλληλοδιεισδύσεις της σκέψης και των ιδεών του Μαρξ, του Νίτσε, του Μαξ Βέμπερ, του Φρόιντ, των θεωρητικών της Σχολής της Φραγκφούρτης, του Φουκό και των σύγχρονων Ευρωπαίων φιλοσόφων.

Το περιεχόμενο της προβληματικής της στρέφεται γύρω από σύγχρονα θέματα πολιτικής θεωρίας και κυρίως στην κριτική προσέγγιση της εξουσίας, το θέμα σχηματισμού της πολιτικής ταυτότητας, της πολιτειότητας και της συγκρότησης της πολιτικής υποκειμενικότητας στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Εστιάζει και ασκεί την κριτική της στο νεοφιλελευθερισμό σε σχέση με τη δημοκρατία, θέμα το οποίο ανέπτυξε στη διάλεξή της στο Ινστιτούτο Γκαίτε, με τίτλο: “Ο νεοφιλελευθερισμός ενάντια στη Δημοκρατία: Δέκα θέσεις”.

Παρά την επικίνδυνη παγκόσμια εκστρατεία επιβολής του νεοφιλελευθερισμού -και εκ μέρους επιστημόνων και διανοητών, που έχουν επενδύσει σ’αυτόν τα ακαδημαϊκά και άλλα συμφέροντά τους- ως αλάθητης και μοναδικής συνταγής για την αυτορρυθμιζόμενη ζωή του συστήματος και επομένως και της ζωής των ανθρώπων μέσα σ’αυτό, εντούτοις μια πεφωτισμένη σύγχρονη αριστερή-αλλά όχι δογματική -σκέψη έρχεται να κατανοήσει κατ’αρχήν να προβλέψει -και να επηρεάσει στη συνέχεια- τις δραματικές απολήξεις του νεοφιλελευθερισμού, σε πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο και στο επίπεδο μιας δημοκρατικής κουλτούρας. Σ’αυτούς τους στοχαστές ανήκει και η Γουέντι Μπράουν.

Διαβάσαμε πρόσφατα την ενδιαφέρουσα συλλογική έκδοση με τίτλο: Πού πηγαίνει η δημοκρατία; (Μετάφραση Νατάσα Κατσογιάννη, Φρίξος Μαραβέλιας, Φώτης Σιατίτσας, επιμέλεια Δημήτρης Βεργέτης, εκδ. Πατάκης 2013). Το έργο εκδόθηκε πρώτη φορά στη Γαλλία το 2009, και περιλαμβάνει κείμενα σημαντικών ευρωπαίων και αμερικανών στοχαστών της Αριστεράς, των: Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Αλέν Μπαντιού, Ζαν-Λικ Νανσί, Ζακ Ρανσιέρ, Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Κριστίν Ρος, Γουέντι Μπράουν, Σλαβόϊ Ζίζεκ. Οι συγγραφείς καλούνται να εκθέσουν τις απόψεις τους –και τις εκθέτουν με προκλητικό και αιχμηρό τρόπο- σχετικά με την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη πλέον της δημοκρατίας-, απαντώντας ταυτόχρονα στο καίριο ερώτημα: τι θα μπορούσε να εννοηθεί και τι απομένει ως δημοκρατία κάτω από το πρίσμα της κυριαρχίας του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού;

Στη δική της συμβολή στον παραπάνω προβληματισμό, η Γουέντι Μπράουν προσδιορίζει τη σημερινή πραγματικότητα με τον όρο «αποδημοκρατικοποίηση», χαρακτηρίζοντας έτσι την υποκατάσταση της πολιτικής από τις επιχειρήσεις και όλο το πλαίσιο και τις διαδικασίες με τις οποίες οι αποφάσεις έχουν περάσει από το λαό ή τους εκπροσώπους του στο κοινοβούλιο, στις αγορές και στο εμπορικό μάρκετιγκ, το οποίο έχει επιβάλει τη «γλώσσα» του πλέον και στην «πολιτική». Επισημαίνει τα χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης διάβρωσης και αποδόμησης της δημόσιας σφαίρας, τον ακρωτηριασμό της εθνικής κυριαρχίας από την παγκοσμιοποίηση, την επιβολή της εντεινόμενης αστυνόμευσης εξαιτίας του φόβου απέναντι στην ανεξέλεγκτη τρομοκρατία. (Πρόσφατο δραματικό παράδειγμα, το Παρίσι, αλλά και οι Βρυξέλλες, η Ρώμη, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη κ.λ.π. ). (Ο Αλέν Μπαντιού στον ίδιο τόμο, χρησιμοποιεί περισσότερο αιχμηρούς χαρακτηρισμούς, ονομάζοντας τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες «επινοημένους φασισμούς» και προτείνει το δίλημμα: «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα επινοημένων φασισμών;» για να καταλήξει φυσικά στον κομμουνισμό «ο οποίος απορροφά και υπερβαίνει τον φορμαλισμό των σύγχρονων δημοκρατιών».

Η Μπράουν βλέπει λοιπόν και αναλύει αυτό που υφίσταται ο κάθε σύγχρονος «πολίτης» με υπονομευμένη δραματικά την ταυτότητά του ως πολίτη: το νόημα της δημοκρατίας να λεηλατείται στην κυριολεξία από τη στιγμή που η εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού οργανώνει κάθε δραστηριότητα και πεδίο στη λογική της αγοράς εξαναγκάζοντας το κάθε άτομο να λειτουργεί με αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια (homo economicus), σε έναν εντεινόμενο διαρκώς ανταγωνισμό με στόχο την ατομική υπερτέρηση και επομένως την απώλεια κοινών στόχων-που συνιστά την ουσία της δημοκρατίας. Ό,τι δηλαδή θα μπορούσε επιγραμματικά να διατυπωθεί ως «το δικαίωμά του να έχει οποιαδήποτε δικαιώματα». «Η θεώρηση των αγορών ως υπέρτατης αξίας από τον νεοφιλελευθερισμό αποτελεί έναν πόλεμο ενάντια στη δημοκρατία».

Αλλά η εκπαίδευση; Ποια η ταυτότητά της στα πλαίσια επικράτησης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας; Τι ρόλο καλείται να διαδραματίσει προκειμένου να διασώσει τη δημοκρατία; Κι ακόμα, σε ποιο βαθμό η ίδια ως θεσμικό πεδίο, υποκείμενο στη βία του νεοφιλελευθερισμού, θα μπορούσε να αρθρώσει το λόγο της; Θα απαντήσει η Μπράουν σε συνέντευξη που έδωσε στην Αθηνά Αθανασίου, στην Αιμιλία Κουκούμα και στη Μαρία Χαϊδοπούλου-Βρυχέα : «Επιπλέον, υπάρχει η νεοφιλελεύθερη ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης με στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό της και μια μετατόπιση από τη δημόσια επένδυση για την εκπαίδευση των μελλοντικών πολιτών στις ιδιωτικές επενδύσεις για την εξασφάλιση οικονομικών αξιών και ατομικών εισοδημάτων. Ως εκ τούτου, τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών τα οποία επικεντρώνονταν στην παροχή βαθιάς και κριτικής γνώσης του παρόντος και του μέλλοντος δεν μπορούν να επιβιώσουν. Τα πανεπιστήμια αναγκάζονται να μετατραπούν σε υψηλού επιπέδου Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης στα οποία κάθε μάθημα υπόσχεται μια καλή απόδοση της «επένδυσης», ενώ τα άτομα συχνά χρηματοδοτούν μέσω δανεισμού αυτήν τους την επένδυση». Μ’αυτό τον τρόπο επομένως εγκαταλείπεται η ανάπτυξη της ιδιότητας του πολίτη για την κατανόηση των σύγχρονων δύσκολων καταστάσεων σε ένα σύνθετο κόσμο και σε αυτό το σημείο επανέρχεται η σημασία του δήμου. «Καταλήγουμε να είμαστε οικονομικοί δρώντες και το βασικό ερώτημα είναι σε ποιους έχει αφεθεί η διακυβέρνηση. Στους ειδικούς; Στις αγορές; Στους διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας; Στο μεγάλο κεφάλαιο; Ή απλώς στις μεγάλες τράπεζες; Είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε το όραμα της δημοκρατίας σε οποιονδήποτε ή σε όλους τους παραπάνω»; Και υπογραμμίζει αποφασιστικά: «Εάν θέλουμε έναν κόσμο που θα συνδέεται με σκοπούς πέρα από την επιβίωση των αγορών, έναν κόσμο στον οποίο οι εθνικές και μετα-εθνικές προσδοκίες θα δεσμεύονται με αξιοπρεπείς και βιώσιμους τρόπους ζωής για τους ανθρώπους και το μέλλον του πλανήτη, τότε ναι, ο δήμος πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο».

Πέρα από τη διανόηση ωστόσο –με την οποία μόνον ένα ελάχιστο μέρος των ανθρώπων επικοινωνούν-, υπάρχει και η ραγδαία μεταβαλλόμενη πραγματικότητα εις βάρος των πολλών ανθρώπων και η ραγδαία επίσης εισβολή του κακού-με όποια σημασία και δυστυχώς στις μέρες μας εισβάλλει με μια τερατώδη πολυμορφία-.

Παρακολουθούμε την αυτοκριτική αδυναμία του σημερινού εξουθενωμένου από τις συνθήκες ανθρώπου να προβάλει την όποια αντίσταση, παραδομένου σε μιαν απέλπιδα απραξία και παθητικότητα, άλλοτε υποκύπτοντας σε μια μικροαστική ελπίδα διατήρησης του ελάχιστου και άλλοτε στην επικίνδυνη πεσιμιστική αντίληψη ότι τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Το γεγονός αυτό και μόνον τεκμηριώνει την εξουθένωση της δημοκρατίας, το πλήγμα που έχει δεχτεί κατευθείαν στην καρδιά της, πέρα από τις άλλες καταστατικές της αρχές, ισότητα, κατανομή πλούτου και εξουσίας, ισονομία κ.λ.π.

Η «αλαλία» είναι τεκμήριο της έσχατης έκπτωσης της δημοκρατίας. «Φυσικά, γνωρίζουμε ότι όταν το κεφάλαιο βρίσκεται σε κρίση», θα γράψει ο Μάικλ Λίμποβιτς, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ του Καναδά, υπάρχουν πάντα δύο επιλογές: να ενδώσουμε ή να δράσουμε». (Μ. Λίμποβιτς, Χτίζοντας το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα: η λογική του κράτους, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2011, σ. 40).
Δεν εγγυάται κανένας διανοούμενος, πολιτικός φιλόσοφος, επιστήμονας ή ακτιβιστής το αποτέλεσμα της όποιας δράσης. Σίγουρο είναι όμως το αποτέλεσμα των αγώνων που δεν δόθηκαν. Αλλά ποια δύναμη κρύβεται πίσω από τους αγώνες που δίνονται; Κλείνοντας τη συνομιλία της με το ακροατήριο, η καλεσμένη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, Γουέντι Μπράουν, μίλησε με ιδιαίτερο παλμό για την καλλιέργεια της δημοκρατίας μέσω της παιδείας. Για μιαν αγωγή στη δημοκρατία δηλαδή, επίμονη, βασανιστική, ουσιώδη και διεκδικητική. Όπου θεωρητικά στηρίχτηκε σε μια μακρά διάρκεια κριτικής σκέψης και στοχασμού η ιδέα της δημοκρατίας. Αλίμονο σήμερα, αν στο όνομα ενός νοσηρού εφησυχασμού, διανοητικού και ψυχικού, ή μιας ολέθριας παραίτησης, απολέσουμε τη βιολογική, σχεδόν, ανάγκη του ηθικού οράματος της δημοκρατίας, το ανακλαστικό δηλαδή της ίδιας της ζωής με όλα τα ζωτικά της παρεπόμενα.

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Διδάκτωρ Φιλολογίας
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας

Προηγουμενο αρθρο
Πανοραμική άποψη της πόλης της Λευκάδας από τη θέση «Μπόζα»
Επομενο αρθρο
Ώρες αγωνίας για τους δύο νέους στο Μεσολόγγι

1 Σχόλιο

  1. Κοινός Νους
    8 Ιανουαρίου 2016 at 00:55 — Απάντηση

    Τον καιρό που δίναμε πανελλήνιες κι έπρεπε να τουλάχιστο 10 σελίδες στο μάθημε της έκθεσης, ο, υποτίθεται, οδηγός επιτυχίας για την ανάπτυξη κάθε θέματος ήταν να το φέρουμε σαν θέμα παιδείας, πνευματικών ανθρώπων, αξιοκρατίας, κι όλα αυτά τα υπέροχα που μας εδίδαξε η πολύ καλή κ Κοψιδά.

    Με το που βρεθήκαμε στα υπέροχα Ελληνικά πανεπιστήμια, τα οποία φαντάζομαι εκεί στη δεκαετία του 90 όλοι συμφωνούν ότι ήταν κραταιά η οσμή της δημόσιας επένδυσης για την εκπαίδευση των μελλοντικών πολιτών και κάθε προσπάθεια για ιδιωτικές επενδύσεις για την εξασφάλιση οικονομικών αξιών και ατομικών εισοδημάτων γινόταν αφορμή για κατάληψη και (δημοκρατική πάντα) καταστροφή της περιουσίας τους, προκειμένου φυσικά να μην θιχτεί το δημόσιο της επένδυσης, ανακαλύψαμε ότι καλή η θεωρία περί παιδείας, πνευματικών ανθρώπων και σύγχρονης αριστερής σκέψης, αλλά η ανέλιξη στην ακαδημαϊκή, δηλαδή πνευματική, ιεραρχία, γινόταν όχι με κριτήριο την πνευματικότητα, αλλά τις συναλλαγές (πολιτικές, κομματικές, πολλές φορές οικονομικές). Αυτές οι συναλλαγές διάβρωναν το σύνολο της ακαδημαϊκής ζωής, καταρρακώνοντας κάθε έννοια αξιοκρατίας στην υπέροχη (δωρεάν και δημόσια) παιδεία.

    Αργότερα, με την ένταξη στον κοινωνικό ιστό, κάθε προσπάθεια βελτίωσης της κοινωνικοοικονομικής θέσης του ατόμου πάλι απαιτούσε συναλλαγές. Από τον πολιτευτή για διορισμό, για μετάθεση, για το ότιδήποτε, έως τις συναλλαγές με το δημόσιο (κυρίως) και (δευτερευόντως) με τον ιδιωτικό τομέα. Συναλλαγές παντού και πάντα, ενδυόμενες κάποιο μανδύα νομιμοφροσύνης (πολιτικής, δημοκρατικής, ηθικής, αριστερής), αλλά πάντα με αποτέλεσμα όλα μεν τα ζώα να είναι είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα να είναι πιο ίσα από τα άλλα (κυρίως αυτά με τη μεγαλύτερη συναλλακτική δυνατότητα). Συν αυτώ, και η προσπάθεια της καθόλα αντιπαθούς τάξης των πολιτικών, οι οποίοι, μολονότι ονομαστικά ταγοί του έθνους, στην κυριολεξία διάβρωσαν κάθε κοινωνική λειτουργία, ούτως ώστε να θεωρούν (τα ανωτέρω ζώα, όχι τα κατά Λεβέντη) ότι τους έχουν ανάγκη από το να βρουν δωμάτιο σε νοσοκομείο μέχρι να βγάλουν άδεια επαιτείας.

    Δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί αφού όλοι μας ευδοκιμούμε με τις συναλλαγές σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μας, απεχθανόμαστε (ο πληθυντικός είναι της ευγενίας) μετά βγελυγμίας το νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος απλώς νομιμοποιεί όλες τις συναλλαγές και θέτει ισχυρό κράτος δικαίου, προκειμένου ο ζαβολιάρης (στις συναλλαγές) να τιμωρείται αυστηρά. Έκλεψες (το διπλανό σου, το κράτος, τους υπολοίπους); Τιμωρία. Κατέστρεψες (το μαγαζί του διπλανού σου, το πανεπιστήμιο, το περιβάλλον); Τιμωρία. Είσαι πιο όμορφος, πιο έξυπνος, πιο εργατικός; Πας μπροστά. Δεν είσαι τα ανωτέρω; Μένεις πίσω. Αφού ήδη συναλλασόμαστε κάτω από το τραπέζι, γιατί μας τρομάζουν οι συναλλαγές στο φως, στην ελεύθερη αγορά; Γιατί τότε φαίνεται η κάθε μας αδυναμία, δεν έχουμε τον προστάτη κράτος/πολιτικό/διαμεσολαβητή να συναλλαχθεί για εμάς (και να πάρει και την προμήθειά του- να γίνει βουλευτής, υπουργός, καθηγητής, πρύτανης, διοικητής σε νοσοκομείο, κλπ…). Η ελεύθερη αγορά δεν ευνοεί τους παντώς είδους φτωχούς, γιατί το κεφάλαιο (κάθε είδους, οικονομικό, πνευματικό) πάντα υπερτερεί. Γιαυτό θέλουμε το κράτος: να συμπληρώνει την ανικανότητά μας. Κι ας μας τραβάει προς το μέσο όρο, το δημοκρατικό 5: Δεν θέλουμε σχολεία για ελιτ, έλεγε ο όνομα και πράμα μπαλτάς…

    Γιατί πρέπει σαν κοινωνία να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας όταν αγωνιούμε να πληρώσουμε συντάξεις, επειδή μερικοί “πιο ίσοι” φρόντισαν να πληρώσουν λίγα και να πάρουν πολλά; Το γεγονός ότι αυτοί οι μερικοί είναι μερικές δεκάδες (ή και εκατοντάδες) χιλιάδες, είναι (επί το πλείστον) πιο ίσοι, δεξιοί κι αριστεροί, και βγάζουν κυβέρνηση, δε σημαίνει ότι για την κατάστασή μας φταίει η εξουθένωση της δημοκρατίας, με το πλήγμα που έχει δεχτεί κατευθείαν στην καρδιά της, πέρα από τις άλλες καταστατικές της αρχές, ισότητα, κατανομή πλούτου και εξουσίας, ισονομία… Ούτε φταίει ο νεοφιλελευθερισμός, που αμφιβάλλω αν το 1/10 όσων τον καταριούνται ξέρουν τι είναι (εδώ βέβαια δεν ξέρουν τι είναι αριστερά, και θεωρούν ότι είναι το να τα παίρνουμε από τους κακούς πλούσιους, επιχειρηματίες, γενικώς επιτυχημένους, και να τα δίνουμε σε εμάς τους φτωχούς, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση…). Όσοι υποτίθεται αγωνίστηκαν για την αριστερά (και πλούτισαν, γιατί να κρυβόμαστε), προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη συλλογική μας αποτυχία σαν έθνος με έξωθεν (και έσωθεν) επιβουλές, και ξαναμασημένες ιδεολογίες. Η μόνη όμως αλήθεια είναι αυτή του μπακάλη: ένα κι ένα κάνουν δυο, ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος, και η ισχύς εν τη ενώσει. Όλες οι υπόλοιπες μπούρδες περί κακού καπιταλισμού και νεοφιλελευθερισμού, και της αθώας αριστεράς, ας τα λέμε στα παιδιά μας παραμύθια για να κοιμηθούν.

    Έχω την εντύπωση ότι με την αδράνεια (και όχι με την κακή ένοια) των ιδεών, και το βόλεμα με τις ανωτέρω συναλλαγές (με την εγγύηση του Ελληνικού δημοσίου), ένθεν και ένθεν, μας φοβίζει η άμιλλα, η καινοτομία, επιτυχία του ατόμου, όταν αυτό δε συμβαίνει με την εγγύηση του κράτους. Το γιατί, ας το βρει ο καθένας μόνος του, όπως μόνος του πρέπει να υπερασπιστεί και το κάθε τι δημόσιο. Γιατί δε μας φταίει κανένας νεοφιλευθερισμός σε κανένα τομέα, όπως δεν έφταιξε κι ο κομμουνισμός για τα εγκλήματα που διαπράχθησαν στο όνομά του. Και τότε, αυτά που λέγαμε περί παιδείας, πνευματικών ανθρώπων και άλλων τέτοιων τινών (ώστε να γεμίσουμε αυτές τις ρημάδες τις σελίδες, με τις πιο υπέροχες κενολογίες…) θα έχουν μια κάποια σημασία. Μέχρι τότε, ας απολαύσουμε τις τελευταίες ώρες της ντεμέκ αριστερής μας αθωότητας, κι ας προετοιμαστούμε για μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα της ελεύθερης αγοράς, όπως κι όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος δηλαδή…

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.