HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟι Γερμανοί στη Λευκάδα και ο σκληρός εμφύλιος πόλεμος

Οι Γερμανοί στη Λευκάδα και ο σκληρός εμφύλιος πόλεμος

Απομνημονεύματα ιερέως Κωνσταντίνου Κακαβούλη – Μέρος Ε΄

Τώρα έμειναν οι Γερμανοί με έδρα εις την Νότιον Λευκάδα τον Αγιον Πέτρον. Μια μέρα περνούσαν κάτι Γερμανοί κοντά από το αγροτόσπιτό μας και μας πήραν μια προβατίνα. Το πληροφορήθηκα εγώ που έμενα στην Βασιλική και πήρα το μουλάρι του Βασίλη του Μπουμπουλή του μακαρίτη να πάω στον Αγιο Πέτρο για την προβατίνα. Οταν έφθασα στις αποθήκες του Σίδερη, αίφνης παρουσιάζεται ένα Γερμανικό αυτοκίνητο, επρόγγιξε το μουλάρι και γυρίζει πίσω για την Βασιλική τροχάδην. Τότε εγώ κατάλαβα ότι δεν δύναμαι πλέον να βασταχθώ επάνω στο μουλάρι και κύριος είδε που θα με έριχνε. Εσάλτησα και έπεσα μέσα σε μια σούδα. Ευτυχώς και δεν είχε νερό. Σηκώθηκα, μάζεψα το ράσο μου, το καλυμαύχι μου, που είχανε φύγει, παίρνω και το ρούχο και πήγαινα κατά το σπίτι μου. Το μουλάρι πέρασε μπροστά από το σπίτι μου τρέχοντας, είπε και ο σωφέρ του αυτοκινήτου ότι το μουλάρι έριξε έναν παπά και τον σκότωσε, το άκουσαν τα παιδιά μου και ήρχοντο εις το μέρος εκείνο κλαίγοντας.

germanika-spitia-750x375
Τα Γερμανικά σπίτια στον Άγιο Πέτρο [δες εδώ]
Ευτυχώς εγω με την βοήθειαν του Θεού δεν έπαθα τίποτα. Παρ’ όλα αυτά εγώ δεν υποχώρησα, πήγα πήρα το μουλάρι που είχε πάει στο σπίτι του αφεντικού του, καβαλίκεψα πάλιν και έφυγα για τον Αγιον Πέτρο, για την προβατίνα που μας είχανε πάρει οι Γερμανοί. Τα παιδιά μου έκλαιγαν και μου έλεγαν να μην πάω πουθενά και με σκοτώσει το μουλάρι. Τα ίδια μου έλεγαν και οι γείτονες, αλλ’ εγώ δεν άκουσα κανέναν. Με τη βοήθεια του Θεού έφθασα στον Αγιο Πέτρο το απόγευμα. Εκει υπηρετούσε ως δημοδιδάσκαλος, ο δεύτερος μου εξάδελφος Ιωάννης Δελλαπόρτας εξ Ευγήρου Λευκάδος. Με πήρε στο σπίτι του και με φιλοξένησε και πήγαμε μαζί στον Γερμανό διοικητή που ήξερε ολίγα Γαλλικά και συνενοήτο μαζί του και του μίλησε για μένα, ότι ζητούσα την προβατίνα που μου πήρανε οι στρατιώται κι’ αυτός απήντησε ότι την φάγανε.

Φύγαμε λοιπόν άπρακτοι, αλλά όταν πήγαμε στο σπίτι του Δασκάλου ήλθε μιά γυναίκα και μας είπε ότι η προβατίνα είναι ζωντανή μέσα στο αχούρι της. Της την έδωσαν οι Γερμανοί να την βόσκει μαζί με τις δικές της προβατίνες. Την επομένην ημέραν πήγαμε πάλιν στον Διοικητή αλλά δεν μας δέχθηκε καθόλου. Ετσι παρά τας τόσας προσπαθείας μου έφυγα άπρακτος και καταστενοχωρημένος. Πήγα στην Βασιλική με την εντύπωση πλέον ότι χάσαμε την προβατίνα. Την άλλην όμως ημέραν, έρχεται ένα παιδί από τον Αγιο Πετρο με ένα σημείομα από τον Δάσκαλο και μου έγραφε να στείλω τον υιόν μου Τιμόθεον και ένα πεντακοσάρικο για να μου δώσουν την προβατίνα, γιατί είπανε οι στρατιώτες ότι την πλήρωσαν. Εστειλα λοιπόν τον Τιμόθεο με το πεντακοσάρικο και έφερε την προβατίνα, την οποίαν τίποτε δεν έλειψε να πληρώσω με την ζωήν μου.

Ο υιός μου Νικόλαος όταν εκηρύχθει ο πόλεμος του 1940 ήτο στην Τρίτην Τάξιν του 8ταξίου Γυμνασίου. Με τους βομβαρδισμούς έκλεισε το Γυμνάσιον Λευκάδος και το παιδί έμενε στο χωριό και ησχολείτο με τις γεωργικές μας εργασίες. Το 1942 άνοιξαν τα σχολεία, αλλά εγώ δεν είχα τα οικονομικά μέσα, προ παντός τρόφιμα, για να εξακολουθήση στο Γυμνάσιον. Μια μέρα κατέβηκε από το χωριό η μακαρίτισσα η παπαδιά και μου λέγει: Δεν θα βάλουμε το παιδί στο Γυμνάσιο; Εγώ της είπα, δεν γνωρίζεις την κατάστασή μας; που δεν έχουμε τρόφιμα να του στέλνουμε; Αυτή λοιπόν που ποτέ της δεν επρόβαινε απαιτήσεις μου επαναλαμβάνει ότι, όπως δήποτε πρέπει να βάλουμε το παιδί στο Γυμνάσιο και αν εσύ δεν το πας στην Λευκάδα θα το πάω εγώ. Τότε λοιπόν τι να κάνω; Χρήματα είχα, αλλά δεν υπήρχον τρόφιμα, ούτε ψωμί, ούτε πατάτες, τίποτε σχεδόν. Αρχισα να γυρίζω σαν διακονιάρης, με τα χρήματα στο χέρι βέβαια, και λίγα από ένα, λίγα από τον άλλο συγκέντρωσα μερικά τρόφημα, και κατέβηκα στην Λευκάδα για να εύρω σπίτι να το βάλω, πράγμα που ήτο πολύ δύσκολον, διότι έπρεπε να εύρω σπίτι που να μην του τρώνε τα τρόφιμά του.

89

Πήγα λοιπόν να χαιρετήσω τον τότε Δεσπότην μας Δωρόθεον, ο Θεός να του χαρίζει υγείαν, και μου λέγει: Πως ήλθες κάτου Παπακώστα; Του είπα τον σκοπόν μου κι’ αυτός μου είπε: Θα σούλεγα, εάν θέλεις, να το φέρεις εδώ στο σπίτι το παιδί. Εγώ έμεινα με το στόμα ανοικτό και δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Ντρεπόμουνα να φέρω το παιδί μου να μείνει στο σπίτι του Δεσπότη. Τότε μου επαναλαμβάνει: Ακούς τι σου λέω; αν θέλεις να το φέρεις εδώ το παιδί, θα του φέρνεις το ψωμί του, γιατί κι’ εμείς ψωμί δεν έχουμε και ότι άλλο τρώμε κι’ εμείς θα τρώει και το παιδί και θα μας κάνει και κάνα θέλημα. Εκτοτε ο Νίκος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Δεσπότη έως ότου τελείωσε το Γυμνάσιο. Παρέλειψα να πώ ότι δια να μην κουράζεται η αδελφή του Δεσπότη κ. Ιουστίνη, έβαλα και την κόρη μου την Μαρία και την βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και περιποιούντανε και το παιδί. Εν τω μεταξύ, τελείωσε κι’ ο Αλέκος το Δημοτικόν Σχολείον και πήγε στο Γυμνάσιον κι έμενε κι’ αυτός στο σπίτι του Δεσπότη, μαζί και τα τρία παιδιά.

Οταν έφυγαν οι Ιταλοί, παρουσιάσθησαν αι οργανώσεις Ε.Α.Μ., Ε.Δ.Ε.Σ. Η οικογένειά μου δεν ανακατεύτηκε ούτε στην μία οργάνωση, ούτε στην άλλην. Εγώ βέβαια ήμουν εθνικιστής, αλλά λόγω της θέσεως μου ως Ιερεύς δεν εγράφτηκα πουθενά, ούτε τα παιδιά μου άφησα να γραφτούν.

Παρ όλην μου την ουδετερότητα, όταν έγινε η μάχη στο Λαϊνάκι η οποία άρχισε την 15ην Ιουνίου 1944, την 16ην επεκράτησαν οι εαμίται κατέλαβον τα χωριά Αγιον Ηλία, Σύβρο, Βουρνικά, Μαραντοχώρι και Εύγηρον, την 17ην την νύκτα τους ανέτρεψαν οι εδεσίται και τους διέλυσαν. Οταν οι εαμίται οπισθοχωρούσαν ατάκτως και διήρχοντο από τον Σύβρο, ένας απ’ αυτούς κατέβασε το όπλο και σκότωσε την παπαδιά μου χωρίς καμιάν αιτίαν. Μου είπανε ότι την υπέδειξε κάποιος εαμίτης χωριανός μας, ο Θεός ας τους συγχωρέσει όλους κι’ εμένα μαζί.

t

Την 15 Ιουνίου, χωρίς να γνωρίζω τίποτε περί μάχης, πήγα από την Βασιλική στον Σύβρο. Εκεί έμαθα ότι στον κάμπο της Εγκλουβής έπιασαν μάχη οι εαμίτες με τους εδεσίτες. Εμεινα στον Σύβρο το βράδυ. Μετά τα μεσάνυκτα ηκούοντο πυροβολισμοί. Σηκώθηκα το πρωί και είδα απέναντι από το χωριό που εμάχοντο στην περιφέρεια Αγίου Ηλία. Τοτε είπα στην παπαδιά μου, εγώ θα φύγω για την Βασιλική που είναι ο προορισμός μου να βρίσκομαι εκεί για να μην ειπούν οι ενορίται μου ότι τους εγκατέλειψα και κρύφτηκα, εσύ με τα παιδιά να μην βγήτε καθόλου από το σπίτι, μήπως καμιά αδέσποτη σφαίρα μας προξενήσει κανένα κακό. Τους αποχαιρέτησα και έφυγα.

Αυτή όμως δεν άκουσε την εντολήν μου, μπήκαν οι εαμίται στον Σύβρο έκαψαν του Αλαμάνου το σπίτι, έβαλαν και σ’ ένα δύο άλλα φωτιά τα οποία δεν εκάησαν και το βράδυ είπε στην παπαδιά μου μιά γειτόνεισα να πάει στο σπίτι της να κοιμηθούν μαζί, γιατί έφυγε ο άνδρας της μην τον πιάσουν οι εαμίται και φοβάται μόνη της. Η μακαρίτισσα η παπαδιά μου, από καλοσύνη της βέβαια, κλείνει την κόρη μου την Παρασκευή μέσα στο σπίτι, ο Τιμόθεος κοιμήθηκε στον μύλο κι΄ αυτή πήγε και έκαμε συντροφιά στην γειτόνισσα, την Ευανθία Σ. Λυμπεράκη.

Το πρωί περνούσαν μέσα από το χωριό οι φυγάδες εαμίται με κατεύθυνση την Βασιλική. Ο Τιμόθεος φοβήθηκε, τότε έκλεισε τον μύλο και φώναξε την μάνα του, που ήτο όπως είπαμε στο απέναντι από τον μύλο σπίτι της Ευανθίας, και της είπε, μάνα πάρε το κλειδί γιατί εγώ φεύγω. Κατέβηκε η παπαδιά στον δρόμο και έσκυψε να πάρει το κλειδί κι’ εκεί έφθασαν τρείς φυγάδες εαμίται και ο ένας κατέβασε το όπλο του και την σκότωσε.

img_6298

Εγώ όπως και ανωτέρω γράφω ευρισκόμουνα στην ενορίαν την Βασιλικήν. Το απόγευμα της 16ης Ιουνίου, παραμονήν του θανάτου της μακαρίτισσας παπαδιάς, ήλθανε στο σπίτι μου περί τους 50 ενορίτας μου για να αποφασίσουμε ποίαν στάσιν θα τηρήσουμε όταν και στο δικό μας το χωριό εισβάλουν οι εαμίται. Βλέπαμε δε τις φωτιές που καίγονταν τα σπίτια στον Σύβρο και τον Βουρνικά και τα όργια που έκαναν σ’ αυτά τα χωριά που είχαν καταλάβει, σκότωναν, έδερναν, καίγανε σπίτια κ.λ.π. Ο Ιατρός, Μιχαλάκης Κατηφόρης, είπε να προχωρέσουμε μπροστά, οι πρόκριτοι του χωριού, να δηλώσουμε υποταγήν για να μην καταστρέψουν το χωριό. Εγώ έφερα αντιρήσεις και είπα ότι αυτό θέλουνε οι εαμίτες να μας βρούν όλους μαζεμένους, για να μας βάλουν με τα πολυβόλα. Εάν επιμένετε πάμε, αλλά δεν το βλέπω σωστό, άλλωστε και στα άλλα χωριά δεν αντιστάθηκαν οι κάτοικοι αλλ’ όμως αυτοί τα κατέστρεψαν.

Μεταξύ των ενοριτών μου που ήτο συνηθρισμένοι στο σπίτι μου ήτο και ο Μήτσος Βαγγελάρας στέλεχος του Ε.Α.Μ. Τότε είπα εις αυτόν, εσύ Μήτσο, εάν θέλεις να μην καταστραφεί το χωριό μας, να πας να τους συναντήσεις που είσαι δικός τους και να τους πής να μην καταστρέψουν το χωριό και να αναλάβεις εσύ υπευθυνως ότι δεν πρόκειται να αντιδράσουν οι χωριανοί μου. Αυτος μου απήντησε ότι δεν πάει πουθενά. Τοτε είπα κι’ εγώ αφού δεν πας εσύ που είσαι δικός τους πως θα πάμε εμείς οι άλλοι; Και έτσι διαλυθήκαμε χωρίς κανένα αποτέλεσμα και περιμέναμε πότε να μπούνε μέσα στην Βασιλική οι εαμίται να μας σφάξουν και να μας κάψουν, διότι η Βασιλική ήτο ως επί το πλείστον εθνικισταί, Αλλ’ ο μεγάλος Θεός επενέβει τότε, και ενώ περιμέναμε την καταστροφήν όλην την νύκτα άυπνοι, κατά τα ξημερώματα ακούσθηκαν πυροβολισμοί ενώ είχον σταματήση. Βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και άκουγα τους πυροβολισμούς και έβλεπα τις φωτιές από τα όπλα στην κορυφογραμμή της πλαγιάς άνωθεν του χωριού Σύβρου και εσχημάτισα την γνώμην ότι ανετράπησαν οι εαμίται υπό των εδεσιτών, όπως και εγένετο.

Το πρωί ήλθανε απ’ έξω από το σπίτι μου μερικοί Βασιλικιώτες ο Δάσκαλος Θωμάς Φατούρος και άλλοι και μου έλεγαν, τι γνώμην έχω για την κατάσταση και τους είπα ότι, σαν να έγινε νεκρανάστασις, λέγει ο Δάσκαλος πάμε παραπάνω προς τον Σύβρον.

48-3

Οταν φθάσαμε στο κτήμα του Χιώνη, βλέπω κι’ ερχόνταν ένας έφιππος κι’ αμέσως τον γνώρισα και είπα ότι, αυτός έρχεται για μένα. Φθάνει εκεί κατεβαίνει απ’ τ’ άλογο και μου λέγει, ναρθής στο χωριό γιατί ετραυματίσθηκε η παπαδιά. Εγώ, επειδή ο Ανδρέας ήτο ζωηρός, επέμενα ότι σκοτώθηκε ο Ανδρέας. Αυτός επέμενε πως έτσι του είπανε ότι ετραυματίσθηκε η παπαδιά: Πρέπει να πάρουμε και γιατρό, είπα αυτός όμως μου απέκλεισε τον γιατρό. Τότε κατάλαβα ότι κάποιος σκοτώθηκε από την οικογένειά μου, αλλά πίστευα για τον Ανδρέα. Γυρίσαμε στο σπίτι το κλείσαμε κι’ εφύγαμε για το χωριό. Εγώ καβάλα στο άλογο ο Αλέκος πισοκάπουλα, η Φροσύνη κι’ ο Νίκος με τα πόδια τους και ο Αγγελιοφόρος που μου έφερε την είδησιν, Ιωάννης Μαραγκός.

Οταν φθάσαμε στ’ αχούρι που είχαμε το σπιτάκι εκεί βρήκα τον Τιμόθεο που έκλαιγε και του είπα, τι συμβαίνει παιδί μου; κι’ αυτός μου είπε την αλήθειαν, ότι οι εαμίτες σκότωσαν την μάνα του. Τον παρηγόρησα και σηκωθήκαμε να φύγουμε για το χωριό, αλλ’ όταν φθάσαμε εις την βρύση του Ανατολικού, μας πυροβολούσαν από τα απέναντι υψώματα οι εαμίτες οι οποίοι έχασαν μεν την μάχην αλλά μερικά τμήματα αμήνοντο ακόμη ενώ οι περισσότεροι είχον διαλυθεί. Τότε γυρίσαμε πίσω στο σπιτάκι. Απ’ εκεί κάναμε τρείς εξορμήσεις για να φθάσουμε στον Σύβρο, αλλά και πάλιν γυρίζαμε πίσω στο σπιτάκι. Τότε είπα στον Τιμόθεο να πάει στο χωριό και να πη στους συγγενείς μας να βάλουν την νεκρά μητέρα του σ’ ενα φέρετρο και να την φέρουν μέσα από την χαράδρα της Δάφνης να την πάμε στην Βασιλική να την κηδέψουμε, εφ’ όσον μας ήτο αδύνατον να προχωρήσουμε για τον Σύβρο από τις σφαίρες εξ αφορμής των παρατάξεων.

Εφυγε ο Τιμόθεος, μετέδωσε την εντολήν μου, αλλ’ οι εκεί συγγενείς δεν ενέκριναν αυτήν και έρχεται ο αδελφός μου Γεώργος και μου λέγει ότι, δεν ηθέλησαν οι συγγενείς μου να εκτελέσουν την παραγγελίαν σου και να σηκωθείς να πάμε στο χωριό, ενώ οι σφαίρες έπιπτον βροχιδόν. Εγώ του είπα: Δεν βλέπεις τι γίνεται από τις σφαίρες; και μου λέγει αυτός: Δεν βαριέσαι, αφού σκότωσαν την παπαδιά! δηλαδή ας σκοτωθούμε όλοι. Την μακαρίτισσα την αγαπούσαν όλοι, γονείς μου, αδέλφια μου και συγγενείς μου γιατί κι’ αυτή ήτο καλή για όλους. Τότε του είπα εγώ ότι, εάν δεν σταματήσει η μάχη δεν θα φύγω απ’ εκεί, κι’ αν εσκοτώθηκε η παπαδιά δεν έχασα το μυαλό μου να σκοτωθώ κι’ εγώ και τα παιδιά μου. Θα περιμένω εδώ έως ότου σταματήσουν οι πυροβολισμοί.

img_6267

Κατά το μεσημέρι που αρέωσαν όπως δήποτε οι πυροβολισμοί, εγώ καβάλα στο άλογο με τον Αλέκο που ήτο τότε 11 ετών πισοκάπουλα και τα άλλα δύο παιδιά μου Ευφροσύνη και Νίκος και ο αδελφός μου Γεώργος φύγαμε για το χωριό. Οταν φθάσαμε στην βρύση του Ανατολικού για να μην δίνουμε στόχον είπα στον αδελφό μου και τα δύο παιδιά μου που βάδιζαν με τα πόδια τους να προχωρήσουν μέσα στην χαράδρα της Δάφνης καλυπτόμενοι από τους πλατάνους και τα άλλα δένδρα και να φθάσουν στο χωριό. Εγώ με τον Αλέκο καβάλα στο άλογο πηγαίναμε από τον δρόμο, κάπου κάπου μας επισκέπτετο και καμιά σφαίρα αλλά χωρίς ατύχημα. Οταν φθάσαμε στο γεφύρι συνήντησα τον πρώτον μου εξάδελφον Γεωρ. Γράζτα ο οποίος συνόδευε ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με 2 ασκιά λάδι. Πήγαινε στον κάμπο να το κρύψει να μην του το πάρουν οι εδεσίτες γιατί ο γυιός του ο Δάσκαλος ήτο εαμίτης κι’ αυτός ήτο ο πρώτος που με συλληπήθηκε για τον θάνατον της μακαρίτισσας της παπαδιάς.

img_6309

Φθάσαμε στον μύλο. Στην σκάφη του μύλου μας ήτο οχυρωμένοι οι εδεσίτες και άλλαζαν πυρά με τους απέναντι εις θέσιν καλοπλάτη μαχόμενους εαμίτες. Μπήκαμε μέσα στον μύλο που ήτο νεκρά η μακαρίτισσα η παπαδιά, διότι απ’ έξω από τον μύλο την σκότωσαν και βρήκα την αδελφή της Αικατερίνα κ.λ.π. συγγενείς και τα παιδιά μας πεσωμένα όλα επάνω στην νεκράν μητέρα τους και θρηνούσαν τον θάνατον της.
Περιμέναμε εκεί εως ότου σταματήσει η μάχη για να κάνουμε την κηδεία. Καμιά φορά κάπως σταμάτησε η μάχη, πήραμε το λείψανον, πήγαμε στην εκκλησίαν, διαβάσαμε την νεκρώσιμον ακολουθείαν και κατεβήκαμε στο νεκροταφείον να γίνει ο ενταφιασμός. Εκεί από την θέσιν καλοπτάτη μας έβαλαν με πολυβόλα οι εαμίται. Τότε πέσαμε όλοι πρυνιδόν πίσω από την σκάφη του εκεί μύλου της Παναγίας, και όταν έπαψαν τα πολυβόλα έγινε ο ενταφιασμός.

Μόλις βγήκαμε από τον περίβολο της εκκλησίας, όπως συνήθως, θα πηγαίναμε στο σπίτι για να μας υποβάλουν ο κόσμος τα συλλυπητήρια του, αλλ’ αίφνης ακούω μίαν φωνήν να με φωνάζουν, κουμπάρε τρέχα και θα κάψουν το σπίτι του Γράτζα. Αμέσως λοιπόν ευχαρίστησα τον κόσμον και τους είπα ότι, δεν είναι καιρός για να εφαρμόσουμε τους τύπους και να πάνε στα σπίτια τους. Ο άνθρωπος που μου φώναζε ήτο ο μακαρίτης ο κουμπάρος ο Σωτήρης Καρράς.

img_6280

Τρέχω λοιπόν και φθάνω απ’ έξω από το μαγαζί του μακαρίτη Μήτσου Προκόπη κι’ από εκεί βλέπω απ’ έξω από του Γράτζα το σπίτι τον μακαρίτη Πάνο Αλαμάνο που τον κρατούσανε αι δύο αδελφαί του, Κυριακούλα και Αφροδίτη για να μην κάψει το σπίτι του Γράτζα. Τρέχω κι’ εγώ να πάω προς τα εκεί, αλλά μόλις ξεκίνησα, εις το σημείον που ήτο τότε η πινακίδα που εκολούσαν τας διαφόρους ανακοινώσεις, ήτο ένας αντάρτης του Ε.Δ.Ε.Σ., ο Βασίλης ο Κοπάνης από τον Αη Βασίλη των ηνωμένων πολιτειών (Διαμηλιάνα) και μου πρότεινε το όπλον λέγοντάς μου: Κάμε πίσω παπά θα σε σκοτώσω. Κάνω να προχωρεσω κι’ αυτός επαναλαμβάνει θα σε σκοτώσω παπά. Τότε του είπα, το πρωί σκότωσαν οι άλλοι την παπαδιά μου, τώρα σκότωσε εσύ εμένα και προχωρούσα. Τότε κατέβασε αυτός το όπλο και φθάνω στο μέρος που ήτο ο Αλαμάνος έξω φρενών. Εβγαζε αφρούς από το στόμα του, τόσο πολύ είχε εξαγριωθεί.

Τον πλησιάζω και του λέγω, θέλω να σου πω κάτι Πάνο. Αυτός εξαγριωμένος μου λέγει, τι θέλεις παπά; Θέλω να μην κάψεις το σπίτι γιατί δεν θα καταλάβεις τίποτα. Παρά μου λέγει αυτός τι να κάμω παπά; Να φύγει η οικογένεια του Γράτζα από το σπίτι τους και να φέρεις εσύ την οικογένειά σου να καθήσει να φάτε και τα διάφορα τρόφιμα που θα βρήτε στο σπίτι και η οικογένεια του Γράτζα να μείνει άστεγος επειδή οι συναγωνισταί του σου έκαψαν χθές το δικό σου σπίτι. Τότε ηρέμησε και λέγει, αφήστεμε και δεν το καίω. Τότε του είπα εγώ, αυτό έπρεπε να κάνεις και στου Ανυφαντή το σπίτι, όχι αυτό που έκαμες και έκαψες το σπίτι και σκότωσες και τις 2 γυναίκες που πήγαν να το σβύσουν. Τότε αυτός κτύπησε το κεφάλι του με την παλάμη του μετανοιωμένος φαίνεται γι’ αυτό που έκαμε και μου λέγει, Αχ παπά χθές ήμουνα όλην την ημέρα απάνου στο λαϊνάκι και έβλεπα το σπίτι μου που εκαίετο. Σήμερα κατέβηκα απ’ εκεί και το πρώτο σπίτι εαμίτικο που βρήκα μπροστά μου ήτο αυτό. Δεν βρέθηκε κανείς σαν και σένα να μου πη αυτά τα λόγια που μου λές εσύ τώρα. Εξαγριεμένος όπως ήμουνα την στιγμήν εκείνην έκαμα το κακό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γλύτωσε το σπίτι του Γράτζα από την φωτιά.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

line1

Διαβάστε το Α΄ μέρος [ΕΔΩ].Β΄ [ΕΔΩ]. Γ΄ [ΕΔΩ]. Δ΄ [ΕΔΩ]. Ε΄ [ΕΔΩ].Ζ΄ [ΕΔΩ]. Η΄ [ΕΔΩ]. Θ΄ [ΕΔΩ].Ι΄ [ΕΔΩ].Κ’ [ΕΔΩ].Λ’ [ΕΔΩ]

Προηγουμενο αρθρο
Ο Σύλλογος εργαζομένων Νοσοκομείου για το Κέντρο Υγείας Βασιλικής
Επομενο αρθρο
Οι τοποθετήσεις στο Δημοτικό συμβούλιο για το Τεχνικό Πρόγραμμα του Δήμου

1 Σχόλιο

  1. μακης μελας
    20 Ιανουαρίου 2017 at 11:49 — Απάντηση

    Κα Σαντα, καλημερα, Στις φωτογραφιες που συνοδευουν τα κειμενα, [ και τα προηγουμενα ] καλο θα ηταν να υπηρχαν μικροαναλυσεις τι “δειχνουν”. Καποιοι γνωριζουμε τις περιοχες πχ Ρεμα της Δαφνης, το νερομυλο με το μυλαυλακο, το σπιτι του γιατρου Κατσικογιαννη [σημερα ξενοδοχειο ΝΗΡΙΚΟΣ] με το πρακτορειο του Σολδατου της Ηπειρωτικης Ατμοπλοιας Ποταμιανου κλπ… και στα παρεπωνυμα καλο θα ηταν να δωθουν με υποσημειωσεις τα κανονικα επιθετα.
    Κειμενο ιστοριας ειναι τα απομνημονευματα του ιερεα Κακαβουλη και διχως φοβο η παθος…..
    ευχαριστω
    μακης μελας 20 ιαν 2017

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.