HomeΕΠΙΛΟΓΗΟ Άγγελος Σικελιανός για το θάνατο του Κωστή Παλαμά: Ηχήστε οι σάλπιγγες

Ο Άγγελος Σικελιανός για το θάνατο του Κωστή Παλαμά: Ηχήστε οι σάλπιγγες

Σαν σήμερα, 27 Φλεβάρη το 1943, πεθαίνει στην Αθήνα, σε ηλικία 84 ετών, ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Κωστής Παλαμάς. Υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού.

Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα.

«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.


Στο βιβλίο του Μ. Λουντέμη «Ο Εξάγγελος», όπου ο συγγραφέας αναφέρετε στον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, περιγράφει πως έζησαν οι ίδιοι, αλλά και ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας και ο απλός λαός γενικότερα τη συγκλονιστική ημέρα της κηδείας του Παλαμά, που εξελίχθηκε σε εκδήλωση αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών:

« […..] Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. […] Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: « Κύριοι!!..»είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»). Άφρισα. «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ο ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει». Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα. «Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς…» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο». «Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση». Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ‘μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη. Είναι αδύνατο —και τώρα— να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή —σα χρησμός— ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή [….] »

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

«Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε μία πνοή θριάμβου», σημειώνει ο Κ. Τσάτσος.

Και στον «Εξάγγελο» ο Μ. Λουντέμης συνεχίζει:

«Ρίγη προφητικά μάς διαπέρασαν όλους. Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί… Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν…Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε —από απόσταση ενός αιώνα— σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Έ λ λ η ν α ς Ποιητής: Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη….. Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Ύμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!»


Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή, ο δοσίλογος πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος, να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».

(σημ: το ποίημα «Παλαμάς» ο Α. Σικελιανός έγραψε τα χαράματα της 28ης Φλεβάρη 1943, την ημέρα της κηδείας, προς τιμήν του μεγάλου ποιητή).

Πηνελόπη Κοψιδά

Πηγές:
Μ. Λουντέμης «Ο Εξάγγελος (Αγγελος Σικελιανός)» – εκδ. ΔΩΡΙΚΟΣ – Αθήνα 1977
DIMART
CandiaNews
https://www.sansimera.gr/articles/495
OnAlert (Μανόλης Κουμας)

Προηγουμενο αρθρο
Φαμομανητά 2017 - Η Καρναβαλική Παρέλαση
Επομενο αρθρο
Οι αρχηγοί των ομάδων να ψηφίσουν για τον πρώτο (και κάτοχο της Καρναβαλικής Ράβδου)

3 Σχόλια

  1. Αναγνώστης
    28 Φεβρουαρίου 2024 at 21:10 — Απάντηση

    «Οι επέτειοι περνούν γρήγορα. Που να σταθείς στο παρελθόν , όταν συνέχεια τρέχεις να προλάβεις το παρόν και το μέλλον.. Ο καθένας όμως σίγουρα μπορεί να αντλήσει κάτι από αυτή τη μέρα. …Είναι η ώρα να σταματήσει να παίζει η άρπα και να ηχήσουν σάλπιγγες. Όχι μεγαλόφωνα όπως η στεντόρεια φωνή του Σικελιανού. Έχουμε κουραστεί από τα μεγάλα λόγια. Εσωτερικός ας είναι ο ήχος. Σάλπισμα αφύπνισης και αυτογνωσίας. Εφαλτήριο για κάτι νέο στα ερείπια του παλιού. …«Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει όλη η Ελλάδα» είπε εκείνη την ημέρα ο Άγγελος Σικελιανός. Ώρα να ακουμπήσουμε και εμείς κάπου για να σηκωθούμε. Στο θεμελιώδες άλλωστε θα κρατηθούμε….. Με σεβασμό σε αυτούς που πέρασαν και ελπίδα σε αυτούς που θα έρθουν. Στους αγέννητους νεκρούς του ποιητή, που τους παραδίδουμε δυστυχώς ερείπια…».

  2. Αναγνώστης
    28 Φεβρουαρίου 2024 at 20:55 — Απάντηση

    TANEA 13/01/2021:
    Κωστής Παλαμάς: Οι πρώτοι του στίχοι και όσα είπε σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του.
    Στον ιερό τόπο, το γραφείο του Παλαμά.
    Το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ» έχει την τιμή να διαφυλάττει σειρά κειμένων του, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», της οποίας υπήρξε στενός συνεργάτης.
    Σήμερα, τιμώντας την μνήμη του, δημοσιεύουμε όχι ένα από τα κείμενα που υπέγραψε αλλά μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε ποτέ στη ζωή του.

    «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 10.11.1934, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
    «Ποιοι ήσαν οι πρώτοι στίχοι που έγραψε καθένας από τους σύγχρονους Νεοέλληνας ποιητάς. Αρχίζομεν από σήμερον αυτήν την έρευναν. Φυσικά από Διός άρχεσθαι. Το ερώτημά μας το διετυπώσαμε κατά πρώτον προς την ποιητικήν μας κορυφήν: τον Κωστήν Παλαμάν».
    Στις 10 Νοεμβρίου 1934, η Αιμιλία Καραβία και τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» επισκέπτονται τον σπουδαίο ποιητή στο σπίτι του, στην οδό Ασκληπιού, στην Αθήνα.
    «Ήταν μεσημέρι όταν έφθασα στην οδόν Ασκληπιού, στο σπίτι όπου σαράντα περίπου χρόνια κατοικεί ο Παλαμάς, ένα σπίτι δίπλα στο κέντρο της πόλεως, αλλά που η βουή της σβύνει πίσω από τους παχείς τοίχους, που περιφρουρούν την μοναξιά του ήρεμου, του απόκοσμου, του αβρού ποιητού.
    »Εκείνη τη στιγμή έφθανε και ο ίδιος επιστρέφοντας από τον σύντομο, μοναχικό περίπατό του στη μεσημεριάτικη λιακάδα. Μια δημοσιογραφική συνέντευξις τέτοια ώρα, που θάπρεπε ο ποιητής ν’ αναπαυθή, ήταν ίσως ενοχλητική, και δειλά επρόβαλα το ερώτημα.
    Στον ιερό τόπο, το γραφείο του Παλαμά
    »Μέσα στο φορτωμένο βιβλία γραφείο του ποιητού, που έμπαινε αμυδρά το φως της ημέρας, πίσω από τα βαρειά παραπετάσματα, ο ποιητής ανοιγόκλεινε τα φωτεινά του μάτια.
    – Σας ανησυχώ; Ερώτησα, ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής.
    – Δεν μ’ ανησυχείτε εμένα, μού απεκρίθη μελγχολικά, αλλά την συγχυσμένη μνήμη μου. Πώς να θυμούμαι πράγματα τόσο-τόσο παληά, όταν δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε τα σημερινά… Ποιοι ήταν οι πρώτοι μου στίχοι; Μα γράφω από μικρό παιδί, έγραφα πάντα. Γεννήθηκα με το πάθος του στίχου.
    »Και όμως η μνήμη που αδρανεί στο σήμερα, κρατεί βαθειά χαραγμένη την πρώτη αγνή συγκίνησι. Το πρώτο ξύπνημα του παιδιού-ποιητού, και τον άκουσα σε λίγο ν’ απαγγέλη με τρυφερή φωνή:
    Και ζήτησα εν βλέμμα σου θερμόν
    Πλην πόσα εθυσίαζα δι’ ένα ασπασμόν.
    »Επανέλαβε δύο φορές τους στίχους, σαν να απορούσε και ο ίδιος με την ιδιοτροπία της μνήμης του, που τους ανέσυρεν από το βάθος επτά δεκαετηρίδων. Και χαμογελώντας μελαγχολικά προσέθεσε:
    – Κοίτα τι ειρωνεία! Θυμούμαι αυτούς τους στίχους, που τους έγραψα όταν ήμουνα παιδί δέκα χρονών, ενώ δεν συγκρατώ κανένα στίχο από το όλο μου έργον».
    Αυτοί ήταν οι πρώτοι στίχοι του Κωστή Παλαμά και συνέχισαν πολλοί ακόμα, όμως ο Παλαμάς για χρόνια τους κρατούσε στο συρτάρι.
    «Δεν εδημοσίευσε τα ποιήματά του, παρά μόνον όταν είχεν ακέραια την συνείδησή ότι είναι ποιητής. Εις τα 1882, όταν δηλαδή ήτο 23 ετών, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα εις διάφορα περιοδικά της εποχή και το 1886 εξέδωσε το πρώτο ποιητικόν βιβλίον του «Τα τραγούδια της πατρίδος μου»».
    Βλέποντας τον ποιητή ανάμεσα στα έργα του, που καταλάμβαναν κάθε γωνιά του γραφείο του, «ένα όγκον ποιητικής, πεζογραφικής, θεατρικής και κριτικής εργασίας, που περιστοιχίζει τον δημιουργόν της», η Αιμιλία Καραβία θέλησε να ρωτήσει αυτό που πάντα θέλουμε να ρωτάμε τους δημιουργούς, παίρνοντας δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, την ίδια απάντηση.
    «Τι άραγε ν’ αγαπά περισσότερο από το έργον του; (…) Υποβάλλω το αδιάκριτον ερώτημα.
    – Δεν ξεχωρίζω τίποτε. Είμαι υπνωτισμένος και ποτισμένος με την ποίησιν. Μ΄αυτήν και γι’ αυτήν ζω. Δεν ξέρω τίποτε άλλο. Το έργο μου είνε ένα ακέραιο κομμάτι και το αγαπώ όλο μαζί.»
    Η Αιμιλία Καραβία δεν το έβαλε κάτω και κατάφερε να αλιεύσει την πληροφορία από την κόρη του ποιητή, Ναυσικά Παλαμά.
    «Η προτίμησις του ποιητού κλίνει προς την «Φλογέρα του Βασιληά» εξεδόθη σε γαλλική μετάφρασι στο Παρίσι και εκυκλοφόρησε και στας Αθήνα. Η έκδοσις εξαιρετικά επιμελημένη έγινε με φροντίδα της Ακαδημίας Αθηνών.
    »Από τους τελευταίος στίχους του μεγάλου μας ποιητού είναι και το τετράστιχον, που δημοσιεύομεν φωτοτυπίαν του χειρογράφου…….
    »Είναι ένα τετράστιχον δια τους 19 Γερμανούς φιλέλληνας τους πεσόντας κατά την έξοδον του Μεσσολογγίου, και το οποίον έγραψε ο ποιητής κατά παράκλησιν του πρεσβευτού της Γερμανίας κ. Άϊζενλορ διά να χαραχθή εις την αναμνηστικήν στήλην, που θα στηθή εις το Ηρώον του Μεσολογγίου.

    Μου το παρεχώρησε ευγενικά όταν ετόλμησα να του ζητήσω και λίγα λόγια γραμμένα από το χέρι του. (…) Κι έτσι όχι μόνον τους πρώτους , αλλά και τους πιο τελευταίους στίχους του ποιητού αποκτήσαμε…»
    Καρδιές πιστοί του ιδανικού, παλιοί μα πάντα νέοι,
    Φερμένοι στην ελληνική την παλιγγενεσία,
    η δίκη, η δόξα, η ανθρωπιά για την αυτοθυσία
    και απ’ τις πατρίδες πιο ψηλά σάς πάει και σας εμπνέει
    1934 Κωστής Παλαμάς

  3. Ζωή Κουντούρη
    28 Φεβρουαρίου 2017 at 08:52 — Απάντηση

    Στα δύσκολα καταφεύγουμε στις μνήμες μας, στις εφεδρείες μας.Εξαιρετικό το άρθρο, αγαπητή Πηνελόπη, για μια κορυφαία στιγμή της Ελλάδας…

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.