HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ Βαλαωρίτης Ιστορικός

Ο Βαλαωρίτης Ιστορικός

Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου

Τοῦ καθηγητῆ κ. Ν. Γ. ΣΒΟΡΩΝΟΥ

Τό κείμενο τοῦ Ν. Σβορώνου δημοσιεύεται στό περιοδικό Ζήνων 1979,  ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ, Ἔκδοση Φυσιολατρικοῦ συνδέσμου Πειραιῶς 1979. Εἶναι σημαντικό καί ἐνδιαφέρον διότι ξεδιπλώνεται μιά ἄλλη διάσταση τοῦ Βαλαωρίτη, ἐκτός ἀπό αὐτή τοῦ ποιητοῦ, πού οἱ περισσότεροι γνωρίζουμε. Μιά ἀνάλογη προσέγγιση ἐπιχειρεῖ ἐπίσης ὁ Σπυρίδων Λάμπρος στόν Α΄ τόμο τῶν ἁπάντων τοῦ Ἀριστ. Βαλαωρίτη, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τόν γιό του, Ἰωάννη Βαλαωρίτη τό 1907 . Τό δημοσίευμα αὐτό εἶναι  εἶναι ἀφιερωμένο στήν ἐπέτειο τῆς 25ης   Μαρτίου, τήν ὁποία πολλοί σήμερα ἀγνοοῦμε. (Χ.Π.).

«Δέν εἶμαι ἀπό κείνους πού ἀνοίγουν προγράμματα στό ἔργο τοῦ ποιητῆ. Ἐλεύθερος νά δουλέψει ὁ ποιητής καί χωρίς προγράμματα καί χωρίς συνταγές καί μόνον ἀκούγοντας τήν ὅποια φωνή τῆς καρδιᾶς του. Μά ἡ ἀλήθεια αὐτή δέ μ᾿ ἐμποδίζει νά στοχάζομαι πώς ἡ ἐθνική μας ποίηση θ᾿ ἀποχτήσει τά πολυτιμότερα λουλούδια της, ἄν ἀκολουθήσει τήν παραγγελία τοῦ Βαλαωρίτη, ἄν ἀκουμπήσει στήν ἐθνική ἱστορία, ἄν γίνει ἡρωϊκή, τουτέστιν ἐπική. Ὁ μελλούμενος μεγάλος ποιητής τῆς Ρωμιοσύνης, ὁ βασιλιάς τῶν ποιητῶν της, θά βρεθεῖ πώς ἀντάμωσε μέ τή λεβέντικη πνοή τοῦ Διάκου καί τοῦ Φωτεινοῦ τή συνθετική δύναμη τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων». Τά μεγάλα ἐθνικά ἰδανικά, ὅταν ἀθνίζουν καί ζοῦνε στό σπίτι τοῦ καθενός, ὁ ποιητής τούς χτίζει παλάτια, τά μεγάλα ἐθνικά ἰδανικά, ὅταν ξεπέφτουν, κι ὁ καθένας τά διώχνει ἀπό τό σπίτι του, ὁ ποιητής τά παίρνει στό καλύβι του καί ἄσυλο τούς δίνει».  Τά προφητικά αὐτά λόγια τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ τοποθετοῦν καί καταξιώνουν τό ἔργο τοῦ Λευκαδίτη ποιητῆ.

Δέν εἶναι βέβαια πρῶτος ὁ Βαλαωρίτης πού χάραξε τή «βασιλική τούτη ὁδό» γιά τή νεοελληνική ποίηση. Εἶναι ὅμως ὁ πρῶτος πού κατάφερε νά μεταφέρει τό μεγάλο μήνυμα τοῦ Σολωμοῦ ἀπό τήν καθαρή ποίηση, ἀπό τό βαθύ, ἀλλά ἀφηρημένο κι ἀπόμακρο λογισμό καί τ᾿ ὄνειρο, στή συγκεκριμενικότητα τῆς κοινωνικῆς καί ἱστορικῆς πραγματικότητας τοῦ σύγχρονού του Ἑλληνισμοῦ, καί νά τό κάμει προσιτό στήν ποιητική εὐαισθησία τῶν συγχρόνων του, κι ἔτσι κατανοητό καί καρποφόρο.

Ἄν ὁ Παλαμᾶς ὁ ἴδιος, ἀναγνωρίζει ὅτι ἀκολουθεῖ τό δρόμο πού χάραξε ὁ Σολωμός κι ἐσυγκεκριμενοποίησε ὁ Βαλαωρίτης, τοποθετώντας τό «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου» καί τή «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» στή σειρά τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων», τοῦ «Διάκου» καί τοῦ «Φωτεινοῦ», στήν ἴδια σειρά μποροῦν νά τοποθετηθοῦν, ἄν πλατύνουμε τό νόημα τῆς ἐθνικῆς ποίησης, πολλά ἀπό τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῆς νεοελληνικῆς ποίησης: Ἡ ποίηση τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ Σεφέρη, τοῦ Ρίτσου, τοῦ Ἑλύτη, τοῦ Καβάφη, τοῦ Βάρναλη.

Ἕνα κοινό πρόβλημα κυριαρχεῖ στή συνείδηση ὅλων αὐτῶν τῶν δημιουργῶν: ἡ ἑλληνικότητα στήν ποίηση καί στήν τέχνη γενικότερα. Ὅλους τούς κατέχει «ὁ καημός τῆς Ρωμιοσύνης», κι ὁ καθένας τους, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία του, τίς κοινωνικές του καταβολές καί τήν ποιητική του εὐαισθησία, ὅση τοῦ χάριζε ἡ προσωπική του συγκρότηση καί ὁ αἰσθητικός περίγυρος τῆς ἐποχῆς του, προσπαθεῖ νά δώσει κάποια λύση, νά συλλάβει καί νά ἐκφράσει μέ τήν τέχνη του, ἔστω καί μιά πλευρά, ἔστω καί μιάν ἀπόχρωση, ἄλλος ἀπό τήν πολυσύνθετη «οὐσία» τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἄλλος ἀπό τήν ἱστορική του συγκεκριμένη μοίρα.

Πνεῦμα θετικό καί χαρακτήρας ἀγωνιστικός ὁ Βαλαωρίτης, πού δέν μπορεῖ νά δονηθεῖ παρά ἀπό τά συγκεκριμένα γεγονότα τῆς ζωῆς, τά ἁπτά καί ἄμεσα, ἦταν φυσικό ν᾿ ἀκολουθήσει τό δεύτερο δρόμο, καί διάλεξε τήν πραγματολογική ἱστορία γιά βάση τῆς ποιητικῆς του ἔμπνευσης, πιστεύοντας, ὅπως τό δηλώνει ὁ ἴδιος, στόν πρόλογο τοῦ «Διάκου», ὅτι «αἱ ταλαιπωρίαι καί τά δυστυχήματα τῆς φυλῆς καί ἐν πεζῷ λόγῳ ἱστορούμενα εἶναι πάντοτε ποίησις». Ὁ Βαλαωρίτης ἐπιχειρεῖ, λοιπόν, τό δύσκολο ἔργο τῆς ποίησης τῶν γεγονότων, κι ὄχι τῶν ἀφηρημένων ἰδεῶν. θέλει νά εἶναι πραγματολογικός ἱστορικός ποιητής, κι ὄχι στοχαστής. «Συνειδώς ὅτι ἡ δημοτική ἑλληνική ποίησις, ἐκ τῶν μοιχῶν τῆς ἱστορίας ἐκπορευομένη, κυρίως προτίθεται τήν ἀκριβῆ ἀφήγησιν τῶν γεγονότων, περικοσμοῦσα μέν καί χρωματίζουσα αὐτά ποικιλοτρόπως πρός ἐμφανεστέραν τοῦ θέματος διατράνωσιν, ἀλλ᾿ οὔτε τήν παραμόρφωσιν τῆς ἀληθείας ἀνέχεται, οὔτε τήν ἀποσιώπησιν, ὅταν δι᾿ αὐτῶν καταστρέφωνται αἱ βάσεις, ἐφ᾿ ὧν ἐγείρονται οἱ ἰδανικοί αὐτῆς πύργοι».

Ἀλλά, σάν γνήσιος ρομαντικός – παρά τήν ἀποκήρυξη τοῦ ρομαντισμοῦ του – ἀναζητᾶ τήν ποίηση στή σύγκρουση τῶν γεγονότων πού παίρνουν ὑπερβολικές διαστάσεις, γιατί πιστεύει ὅτι καί σ᾿ αὐτό τό δρόμο ἀκολουθεῖ πιστά «τά παραδείγματα τῆς ἐθνικῆς ἀνωνύμου ποιήσεως» καί ὅτι ἔτσι συγκινεῖ ἤ τουλάχιστον ἐννοεῖται ἀπό τά πλήθη ἐκεῖνα πού ὀνομάζονται ἑλληνικός λαός.

Ἄν ἡ ποίησή του, ὅπως διακηρύττουν οἱ ἐπικριτές του, «ἀποβαίνει συνεχής καί ἀδιάκοπος τερατολογία» εἶναι, ἀπαντᾶ ὁ ποιητής, γιατί ὁ ἑλληνικός λαός, κι ὁ ποιητής ἀναπόσπαστο τμῆμα του, «τέρπεται μεγάλως εἰς τάς ὑπερφυσικάς παραστάσεις καί εὐαρεστεῖται ἀκόμη νά ζῆ ἐν μέσω μιᾶς συνεχοῦς καί ἀδιακόπου τερατολογίας. Καί διατί; – συνεχίζει ὁ ἴδιος –. Πρῶτον μέν διότι ἔτσι θέλει. Δεύτερον δέ διότι τό πᾶν ἐν Ἑλλάδι εἶναι συνεχής καί ἀδιάκοπος τερατολογία, ἀπό τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν ὑπάρξεως μέχρι τῆς ἐπικρίσεως τοῦ ἀνωνύμου συνδρομητοῦ σας, φίλε κύριε συντάκτα τῆς «Ἡμέρας». Τί παράδοξον λοιπόν ἄν κι ἐγώ, συμμετέχων τοῦ κοινοῦ νοσήματος, εἶμαι ποιητής τερατολόγος;»

Δέν ἐνδιαφέρει ἐδῶ, ἄν ὁ Βαλαωρίτης κατάλαβε καλά ἤ ὄχι τό νόημα τῆς δημοτικῆς μας ποίησης, οὔτε ἄν τοποθετεῖ σωστά τό μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐπαφῆς τοῦ τεχνίτη, ἰδιαίτερα τοῦ τεχνίτη τοῦ λόγου, μέ τό λαό πού τόν ἔθρεψε. Ἐκεῖνο πού ἐνδιαφέρει εἶναι τοῦτο: ἡ βούληση τοῦ Βαλαωρίτη νά προσαρμόσει τήν ποιητική του στό λαϊκό αἴσθημα, ὅπως τό καταλαβαίνει, γιά νά γίνει κατανοητός καί νά θρέψει τήν ποίησή του μέ τήν τραγική ἱστορία τοῦ λαοῦ του. Τά στοιχεῖα τοῦτα καθώς καί οἱ ἔσχατες προεκτάσεις πού δίνει στά γεγονότα, ἡ ἐκλογή τῶν ὁριακῶν καταστάσεων, ἀποτελοῦν καί τό ρομαντικό στοιχεῖο τοῦ Βαλαωρίτη, πού ἀπό ποιητικό ἔνστικτο κι ἀπό μελέτη εἶδε τή βαθύτερη οὐσία τοῦ ρομαντισμοῦ, πού δέν ἔχει πλέον καμιά σχέση μέ τούς ὑποκειμενικούς κλαυθμηρισμούς τῶν «ρομαντικῶν» τῆς Ἀθηναϊκῆς σχολῆς.

Ἔτσι ὁ Βαλαωρίτης, ὕστερ᾿ ἀπό τό Σολωμό, κι ἴσως πιό καθαρά ἀπό τό Σολωμό, ἀνοίγει τή σειρά τῶν Ἑλλήνων ποιητῶν πού στοχάστηκαν γύρω ἀπό τή μοίρα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί διατύπωσαν πρίν ἀπό τούς Ἱστορικούς, κάποιες κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές, σταθερές στή διαχρονική πορεία τῆς ἱστορίας μας.

Ὁ Βαλαωρίτης πού θρέφει τήν ποίησή του μέ τά συγκεκριμένα γεγονότα, καταφέρνει νά τά ξεπεράσει καί νά διατυπώσει μέ σαφήνεια τόν ἀντιστασιακό χαρακτήρα πού διέπει ὁλόκληρη τή νεοελληνική ἱστορία. Ἡ ἰδέα τούτη ἀποτελεῖ τό χρυσό νῆμα πού διαπερνᾶ ὁλόκληρη τήν ποίησή του καί τῆς ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα. Ὅσο κι ἄν ἡ ἰδέα τούτη μπορεῖ νά φαίνεται ἁπλή καί μονότροπη γιά τή σημερινή ποιητική εὐαισθησία καί στή σημερινή ἐννοιολογία, πού ἔχουν πλουτισθεῖ ἀπό τήν ἱστορική πείρα καί τό στοχασμό, γιά τήν ἐποχή πού ζεῖ καί δρᾶ ὁ ποιητής, εἶναι τό πρῶτο πραγματικό στοιχεῖο κάποιας ἐθνικῆς αὐτογνωσίας, πού ἄλλωστε δέν ἔπαψε νά ἐνεργεῖ ὥς τά σήμερα. Κι ἐδῶ βρίσκεται ἴσως τό πρῶτο διαρκές καί ζωντανό στοιχεῖο τοῦ ἔργου τοῦ Βαλαωρίτη.

Ὁ φωτεινός του στοχασμός γιά τήν πορεία τῆς ἱστορίας τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ, ὅπου «αἱ ἐποχαί ἅπασαι συγχέονται» καί συνοψίζονται σέ μιά ἱστορική στιγμή πού συμπυκνώνει ὁλόκληρο τό νόημα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, δηλαδή τήν ἀντίσταση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἐναντίον κάθε ξένης ποικιλώνυμης καί ποικιλόμορφης κατάκτησης, εἶναι, ἀλλοίμονο, πάντα ἐπίκαιρο.

«Διατρέχων τήν νεωτέραν ἑλληνικήν ἱστορίαν ἀπό τῆς πτώσεως τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν ἀποκαταστάσεως, παρετήρησα –γράφει στόν πρόλογο τῆς Κυρᾶς-Φροσύνης – ὅτι αἱ ἐποχαί ἅπασαι συγχωνεύονται, ὅτι τά διαστήματα ἐκλείπουσι καί ὅτι ἡ χρονολογία ἀποβαίνει περιττή. Αἰ ἡμέραι πολλάκις παρέρχονται βραδύτεραι τῶν αἰώνων, οἱ δέ αἰῶνες ἐνίοτε τελευτῶσι ὡς αἱ στιγμαί ἐν τῷ χρόνῳ».

Γιά τόν Βαλαωρίτη οἱ κατακτήσεις τοῦ Βαγιαζήτ, τοῦ Μωάμεθ καί τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ φαίνονται γεγονότα σύγχρονα, ὅπως φαίνονται σύγχρονα, ἀπό τήν ταυτότητα τοῦ ἱστορικοῦ τους νοήματος, ἡ ἀντίσταση τοῦ Φωτεινοῦ ἐναντίον τῆς Βενετοκρατίας, πού συγχέεται στήν ποίηση τοῦ Βαλαωρίτη μέ τούς ἀγῶνες ἐναντίον τῆς ἀγγλικῆς κατοχῆς, ἡ ἀντίσταση τοῦ Γεωργίου Καστριώτη καί τοῦ Ἀθανασίου Διάκου.

Μέ τήν ἀντίσταση αὐτή, «συλλαμβάνεται καί κυοφορεῖται – μιλάει πάντα ὁ Βαλαωρίτης – ἡ μεγάλη περί ἐθνότητος ἰδέα, ἀποχωριζομένη ἀπό τοῦ βυζαντινοῦ κυκεῶνος καί θέλουσα νά ὑπάρξη ἀφ᾿ ἑαυτῆς, ἐνδυομένη νέαν ἀτομικότητα, νέαν ζωήν, νέον κάλλος. Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης διατυποῦται ὁ χαρακτήρ τοῦ Νέου Ἕλληνος, ἄρχεται ἡ βαθμιαία ἀνάπτυξις καί προκύπτει σαφῶς ὁ προορισμός καί τό μέλλον αὐτοῦ».

Ἐδῶ βρίσκονται γιά τόν ποιητή οἱ ρίζες καί ἡ δικαίωση τῆς Μεγάλης ἐθνικῆς ἰδέας, ἡ ἰδεολογία τῆς ἐποχῆς του, πού γιά τόν ποιητή ταυτίζεται μέ τήν ἐθνική ὁλοκλήρωση τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Τό στοιχεῖο ὅμως πού διαχωρίζει τήν ἐθνική ἰδεολογία τοῦ Βαλαωρίτη ὅπως φαίνεται τουλάχιστον ἀπό τό ἔργο του, ἀπό τά ἐθνικά κηρύγματα ἀμφισβητήσιμης εἰλικρίνειας τῶν κομματαρχῶν τῆς ἐποχῆς του, εἶναι τοῦτο: Ἡ Ἑλλάδα γιά τόν Βαλαωρίτη δέν εἶναι μιά νεφελώδης καί ἀσύλληπτη ἰδέα. Εἶναι μαζί ἡ ἑλληνική γῆ καί ὁ λαός πού τή δουλεύει. Ἔτσι ἡ πατριωτική του ποίηση, παίρνει, σ᾿ ὅλες σχεδόν τίς μεγάλες του συνθέσεις, ἀπό τόν «Διάκο» ὥς τό «Φωτεινό», εἴτε τό θέλει, εἴτε ὄχι ὁ ποιητής, κι αὐτό δέν τό ἐξετάζω στις σύντομες αὐτές ἐντυπώσεις, κάποιες πολιτικές καί κοινωνικές προεκτάσεις πού ὑπερβαίνουν τήν ἐποχή του καί μοιάζουν σημερινές.

Ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρόλογο τοῦ «Διάκου», θά μποροῦσε νά εἶχε στιχουργηθεῖ ἀπ᾿ τόν Καβάφη: «…ἡ κατάρτισις τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου, ὑπῆρξεν, ἀληθής δολοφονία τῆς μεγάλης ἐθνικῆς ἰδέας. Ἐφυλακίσθη τό Γένος ἐντός στενοχώρου εἰρκτῆς, κατεσκευάσθη διά χειρῶν ἀλλοτρίων βάθρον ταπεινόν, ἐφ᾿ οὗ ἐτέθη εὔθραυστον θρανίον, ἐδωρήθη εἰς ἡμᾶς μανδύας ὄν εἰρωνικῶς ἀπεκάλεσαν πορφύριον, ἐχαλκεύθη σκῆπτρον κουφότερον καλάμου, ἐχαράχθησαν ἐπ᾿ αὐτοῦ τερατώδη σύμβολα, καί ἡμεῖς, νήπιοι, ἐπεκροτήσαμεν τήν θεατρικήν παράστασιν, καί ἀνεπαύθημεν. Τό πολεμικόν πνεῦμα τῆς φυλῆς ἐσβέσθη, κατέφαγεν ἡ σκωρία τά αἱμοβαφῆ ὅπλα τῶν πατέρων, οἱ ἀπόγονοι τῶν διασημοτέρων ἀρματολῶν μετεμορφώθησαν εἰς δικηγορίσκους καί σήμερον, ἀενάως ἀλληλομαχοῦντες καί διαπληκτιζόμενοι, προήλθομεν εἰς τοσοῦτον, ὥστε νά πιστεύωμεν ὅτι μεγάλας προσφέρομεν εἰς τήν ἑλληνικήν ἐθνότητα ὑπηρεσίας, ὅταν μετά σφοδράν καί δριμυτάτην πάλην, ἐπιτύχωμεν τήν καταδίκην πολιτικῆς τινος μερίδος, καί ταύτης ἐξ Ἑλλήνων συγκεκροτημένης, καί χαρακτηρίσομεν αὐτήν φαύλην, ἀντεθνικήν, διεφθαρμένην».

Γιά τόν ποιητή Βαλαωρίτη, δέν ὑπάρχει καμιά διαχωριστική λογική γραμμή ἀνάμεσα στήν ἔννοια Ἔθνος καί στήν ἔννοια Λαός. Ἔθνος καί Λαός ταυτίζονται καί ἐθνική ἐλευθερία καί ἀνεξαρτησία ταυτίζεται μέ τήν δυνατότητα τοῦ νά καρπώνεται ὁ δουλευτής τόν κόπο του. Καί ἡ ἰδέα τούτη δέν ἐκφράζεται γιά πρώτη φορά στό «Φωτεινό», ὅπου οἱ κοινωνιές προεκτάσεις τῆς ἐπανάστασης τῆς βουκέντρας εἶναι περισσότερο διάφανες, ἐκφράζεται ἤδη στούς δυνατούς στίχους τοῦ «Διάκου»:

Σήμερ᾿ ἀρχίζει ὁ κάματος, ἦρθαν τά πρωτοβρόχια.
Θάμαστε μεῖς ἡ προοιμιά. Ἄφαντος ζευγολάτης
πού δέν δειλιάζει στή σπορά, κρατεῖ τό χερουλάτη,
τ᾿ ἀλέτρι τρίζει στ᾿ ὄργωμα, ἦταν ἡ γῆ χερσάδα
καί τό γενί θά μπεῖ βαθειά. Τό γήμορο δικό μας.
. . . . Στά σωθικά τοῦ Διάκου,
Κρυφά λές κι εἶχαν σωριαστεῖ φαρμακεμένοι πόνοι,
χίλιων χρονῶν ἐκδίκησες, στεῖρες εὐχές, ὀρφάνεια,
τοῦ βρόχου τό λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχεια,
κατάρες, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια
κι ἐξέσπασε μέ μιά φωνή τό βογγητό τοῦ Γένους.
Διάκε, δέν ἦρθε ἡ ὥρα μας, θά βαφτιστοῦμε πρῶτα
στό αἷμα, στά παθήματα, καί κοφτερά στουρνάρια,
στό μετερίζει τοῦ βουνοῦ τά γόνα μας θά τρίψουν,
θά πιοῦμε τόν ἱδρώτα μας, θά μείνει μαύρη χήρα
ἡ γῆ μας ἡ ταλαίπωρη, καί τά κοιλόρφανά της
θά μάθουν νά χορταίνουνε λαθούρια βρακανῆδες,
καί τοῦ νεροῦ τά κάρδαμα, παρά νά τά σαρκώνει
τοῦ ξένου τό ἄτιμο ψωμί, πὤχει προζύμι πάντα…
φαρμάκια, καταφρόνεσες, περίγελα καί δάκρυ.

Εἶναι εὔκολο νά ἀναγνωρίσουμε ἐδῶ τίς καταβολές τοῦ νοήματος τοῦ «Φωτεινοῦ».  Σταματῶ γιά τήν ὥρα ἐδῶ. Οἱ σκέψεις πού ἀκούσατε δέν ἔχουν τήν ἀξίωση μελέτης, οὔτε κἄν μιᾶς ὄψης τοῦ πολύμορφου ἔργου τοῦ Βαλαωρίτη. Εἶναι ἁπλές ἐντυπώσεις, κάποιες ἐντυπώσεις, ἀπό τό ξαναδιάβασμα τῆς ποίησης πού εἶχε γεμίσει τά παιδικά χρόνια ἑνός ἀνθρώπου πού θέλει νά ζεῖ σάν σύγχρονος τήν ἑλληνική ἱστορία καί τά πνευματικά της δημιουργήματα.

ΝΙΚ. ΣΒΟΡΩΝΟΣ

Ζήνων 1979, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ  Ἔκδοση Φυσιολατρικοῦ συνδέσμου Πειραιῶς 1979

Πηγή: charapapadatou.gr

Προηγουμενο αρθρο
Ιδιαίτερα θετική η ανταπόκριση των πολιτών στο μέτρο περιορισμού της κυκλοφορίας
Επομενο αρθρο
Ένα μνημόσυνο σε αυτούς που ανέφερα και αυτούς που θα αναφέρω - αφήγηση Βούλης Βρεττός

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.