HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ Γερασιμάκης

Ο Γερασιμάκης

(Πρέπει να τον θυμούνται όλοι της ηλικίας μου, όσοι μεγαλώσαμε στα χωριά του νησιού. Ίσως όχι τη μορφή του, αλλά σίγουρα την ύπαρξή του. Μια μακρινή ανάμνηση από αυτές που ξεθωριάζουν αλλά δεν σβήνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Στις παιδικές μας μνήμες ο Γερασιμάκης αντιπροσώπευε αδιόρατο φόβο, περιέργεια, ερωτηματικά. Εμφανιζόταν στις γειτονιές του χωριού από το πουθενά, έμενε λίγο, μπορεί και μια νύχτα και εξαφανιζόταν για να συνεχίσει το οδοιπορικό του, εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Ήταν άκακος αλλά μας δημιουργούσε φόβο και περιέργεια. Η παρουσία του αναστάτωνε τους περιορισμένους ήδη ορίζοντες της ζωής στο χωριό και τάραζε για λίγο τον μικρόκοσμό μας.)

line2

Αϊπετρίτης ήτανε ο Γεράσιμος της Σταμούλας. Παιδί του χωραφιού, του κάμπου και του δρόμου. Το κονάκι του έστεκε πέρα στο Σταυρό, μα τούτος δεν είχε μυαλό να στέκεται σε μια μεριά. Παιδί του δρόμου, αγαθό πνεύμα, ήμερο. Άκακο ανθρωπάκι, μερωμένο στη δοκιμασία, ψημένο στην ανέχεια. Στράκωνε ολημερίς το δρόμο, χωριό – κάμπο, πλάγια – χωριό.

Ξυπόλητος, μισόζορκος, με τρύπιο ταμπάρο και βρακιά, που τα ‘δενε με χλωροκλώναρα λυγιάς, σπάρτου ή βουρλιάς….

Δεν ήτανε, όχι, ο Γερασιμάκης λειψόμυαλος. Τον είχε αποπάρει η ίδια η ξεπατωμένη η ζωή από την ώρα που τον μάζωξε στην απόχη της -εκεί σ’ ένα κρύο σαλίτζο του Σταυρού. Η θεια Σταμούλα, η μάνα του, τάισε τούτο το θεριό, τη ζήση, με μιαν αγαθιάρικη ψυχούλα, ανήμπορη να τρίξει τα δόντια της. Έμειν’ ένα φυλλαράκι άβαρο στις ριπές της καθημερνής, τις αδιάκριτες….

Ένα φυλλαράκι φθινοπωριάτικο ήτανε ο Γερασιμάκης, που το ‘σερνε η αύρα της ανάγκης δώθε, που το παραπέταγε ο αγέρας κείθε, που το σαλάκιαζε τ’ αγριοβόρι ολούθε. Ένα φτωχό, άκακο, άσημο φυλλαράκι…. Κι όπως γίνεται παντοτινά με τ’ αδύναμα κανιά τούτου του κόσμου, ο Γερασιμάκης κουβάλαε την ανημπόρια και την πλέρια του αγαθοσύνη στα καντούνια των χωριών ένα γύρω.

Ζούσε και πορευόταν στον κόσμο του. Είχε και τούτος χτίσει τη δική του καστρόβιγλα και θωρούσε το πήγαινε – έλα του κόσμου. Ποιος, στ’ αλήθεια, μπορεί να πει αν ήταν δύστυχος ή τυχερός ο Γεράσιμος της Σταμούλας;

Κανέναν δεν επείραζε, ποτέ δεν έσκιαζε κανένανε. Ένα μπαμπάι ήταν, εν’ αγαθό, μικρούτσικο λιγκόνι, που χάλευε φωλιά στον ολόψυχρο περίγυρο. Κανένας -μεγάλος ή κόνσολας- δεν είχε ποτέ του σκιαχτεί από το Γερασιμάκη. Δεν θα μπορούσε να στραβοκατινίσει κανένανε. Δεν είχε τέτοια διάθεση κι ούτε το μπορούσε ο αγαθούλης του Θεού..

Ισα-ίσα που ξάκριζε μπρος στο διαβατάρη που απάνταινε. Καλημέριζε με κείνη την ψιλή, παραπονιάρικη φωνή, που ‘τανε σαν τη φωνή της άκακης της φύσης.
-Καλημέρα, θεια, καλημέρα, μπάρμπα…

Δεν είχε καμιάν απαίτηση ο Γεράσιμος, εξόν από λίγο ψωμί και νερό που το ‘βρισκε στις βρυσομάνες των χωραφιών.
Μα του ‘χε κολλήσει μια αδυναμία. Μια παράξενη πεθυμιά τον τυραννούσε κι όλο την έλεγε, όπου κι αν στεκότανε.
Μην έχεις ένα βρακί, θειά; Ένα βρακάκι να σχωρεθούν τ’ αποθαμένα σου…
Ήτανε ο καημός του και τ’ ομολογούσε, έτσι παραπονιάρικα σαν το γατί που κλαψουρίζει.
Κι όλο και τον λυπόντανε οι βαβάδες του χωριού κι όλο και μάζωνε βρακιά – παλιοβράκια. Και τον θωρούσες να τα βαστάει σαν φυλαχτό, ώσπου να τ’ απιθώσει στις δικές του τις κρυψώνες, να τ’ ασφαλίσει.
Δεν έμενε μονάχα στον Αι Πέτρο ο Γερασιμάκης, όχι. Ξενιτευότανε συχνά στα γυροχώρια. Έφτανε κι ως το Καλαμίτσι κι αντάμωνε τις θειάδες του χωριού κι απάγκειαζε στο κονάκι τους σαν το γατί σιμά στη στάχτη της γωνιάς.
Η βαβά η Σταμάτα η Μακρυγιώργαινα απ’ το Καλαμίτσι το ‘χει ακόμα και το μολογεί:
– Ο καψερός ο Γερασιμάκης κόνευε σε μας και μας έκανε κι ένα σωρό λοίρια.
«Να κόψω ξύλα, θεια; Να σαρώσω την αυλή με το λαϊπόδι; Να φέρω νερό; Ν’ ανάψω τη φωτιά;» Ένα σωρό λοίρια.

Κι απέ, τρύπωνε σε μια γωνιά κι έβανε προσκεφαλάδα τα σακιά με τα βρακιά και ξενύχταγε ο καψερός
Άμα ήτανε να φύγει, χάλευε κείνο που τον βασάνιζε.

«Ένα βρακί, θειακούλα, ένα βρακί θα μου δώκεις που με κρυώνει;»
– Και βρακί και παπούτσια και ταμπάρο θα σου δώσω και σκαλτσούνια να μην κάμουνε χιονίστρες τα ποδάρια σου.
«Δεν θέλω σκαλτσούνια, θεια. Ούτε παπούτσια θέλω. Βρακί μονάχα. Ένα βρακάκι να το βάλω».
Ήτανε το βίτσιο του. Ποιος το ξέρει;
Όλα του τα βάσανα κι οι παιδεμοί, τα τρικυμισμένα έγκατα της ψυχής του, οι αντάρες του μυαλού του, οι βάσκανες, ξέφτιζαν, απόσωναν σε τούτη την απλή, την ξέπνοη πεθυμιά:
-Ένα βρακί, σου λέω, να το βάλω
Ο Γεράσιμος της Σταμούλας δεν είναι πια. Πάνε χρόνοι τόσοι που ταξίδεψε στις όχθες της Αχερουσίας. Εκεί, οπού ‘δωκε στο χάροντα τον περαματάρη, αντί για οβολό, ένα βρακάκι να τον περάσει πέρα…*

*Απόστολος Μαργέλης: «Νόστιμοι δρόμοι», περί τεχνών, Πάτρα 2004.

Προηγουμενο αρθρο
Την Κυριακή 6/11 φτάνει η αποστολή του Παναθηναϊκού στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
ΣΥΡΙΖΑ Λευκάδας: Καταδικαστική απόφαση κατά δημοσιογράφου

2 Σχόλια

  1. Θοδωρής Αραβανής
    6 Νοεμβρίου 2016 at 18:57 — Απάντηση

    Και για τα προβλήματα και τον φόβο που προκαλόύσε ο ερχομός του, που ως ακαταλόγιστος συμπεριφορικά, ενθυμείται ο γραφέας του κειμένου τίποτα.???
    Σε χωριό της Λευκάδος που πέταξε πέτρα και χτύπησε πολύ άσχημα το πόδι στον αστράγαλο νεαρού, ο οποίος νεαρός και οι γονείς του ταλαιπωρήθηκαν καιρό στους ορθοπαιδικούς εκτός Λευκάδος, γιατί δεν αναφέρεται τίποτα.???
    Ή τα παιδιά όλων των παιδικών ηλικιών δεν ήταν άνθρωποι και ΄’επρεπε να παρακάμπτεται ο φόβος των , με την παρουσία κάποιου ακαταλόγιστου και ημιεπικίνδυνου, έως επικήνδυνου τύπου λόγο του ακαταλόγιστου.???
    Και η λειτουργία του λόγου του κειμένου, η φόρμα των χρησιμοποιούμενων κατάλληλα παραδοσιακότερων φωνητικών – ξεπερασμένων πλέον και φωνητικών κυρίως στην καθομιλουμένη- λέξεων, μαζί με τις μικρές κατάλληλα σχεδιασμένες προτάσεις , δίκην κατανοητής νοσταλγικής διηγηματογραφίας, γιατί κινείται προς την κατεύθυνση αγιοποίησης, την οποία αυτή επιδιώκει.
    Δηλαδή δια της φόρμας της αφήγησης να νομιμοποιήσει το θέμα.
    Η αναφορά σε παιδιά της ηλικίας της εποχής του, γιατί πρέπει νάναί όπως την γράφει ο ίδιος , με στόχο να εμφάνει στην αγαθοσύνη εκ των υστέρων.????
    Μια και τα παιδιά της ηλικίας την εποχή ένοιωθαν μόνο φόβο , όπως και όλα τα χωριά από την παρουσία του και μόνο. Που αυτή η παρουσία διεδίδετο αστραπιαία σε όλα τα σπίτια των χωριών, για να φυλάγονται άνθρωποι και σπίτια.
    Ήταν ανθρώπινη ύπαρξη. Και ίσως κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Ίσως ήθελε και ανοχή αντιμετώπισης στην καθημερινότητα. Αλλά και προς ανάδειξη της ανύπαρκτης αγαθότητας του, δεν στέργει ούτε το μηνημικό παρελθόν, ούτε η παρωχημένη φόρμα της γραφής.

  2. kostas patrikios
    6 Νοεμβρίου 2016 at 12:50 — Απάντηση

    Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στην καλή μας φίλη Violetta Santa για το εξαιρετικός της κείμενο και το πισωγύρισμα της μνήμης πολλά χρόνια πίσω

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.