Ο Θέρος

Ο θέρος άρχιζε στις αρχές Ιουνίου. Καμιά φορά, ανάλογα με τον καιρό, και στα τέλη Μαΐου. Στο θέρο πήγαιναν όλοι, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Ο καθένας βοηθούσε με τον τρόπο του. Κινούσαν πολύ πρωί και μόλις έβγαινε σ Αυγερινός, τ’ άστρο της Αυγής, άρχιζαν τη δουλειά με τα δρεπάνια τους που είχαν πριν φροντίσει να τα καλοακονίσουν με τη λίμα για να μη «στομώνουν». Η δουλειά γινόταν με σβελτοσύνη και επιτηδειότητα… Στα πλαγερά χωράφια η δουλειά δεν ήταν και τόσο κουραστική, αλλά στα πεδινά, που τα σπαρτά ήταν ψηλόκορμα και πυκνά, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.

889

Απαραίτητα οι θεριστάδες σκέπαζαν το κεφάλι τους να μην τους ζαλίσει ο πυρωμένος ήλιος, παλιότερα με τα πάνινα μαντήλια τους, τα φατσολέττα, και κατοπινά με ψάθες. Όσο για τις γυναίκες προτιμούσαν τα άσπρα ψιλά μαντήλια. Ο ιδρώτας στάλαζε από παντού…. Ο θεριστής έκοβε με το δρεπάνι, όσο έπιανε η φούχτα του, ένα μικρό δηλ. χερόβολο που, θερίζοντάς το, το έριχνε δίπλα του. Πίσω του ερχόταν άλλος, που μάζευε τα μικροχερόβολα και τα ‘κανε μεγαλύτερα, δένοντάς τα με σκοινί που σχημάτιζε με θερισμένες καλαμιές.

Κατά το δειλινό, μόλις δρόσιζε, ένας άντρας έβγανε δέσεις, δηλ. σκοινιά από καλαμιές, κι έκανε τα χερόβολα δεμάτια. Στο κάθε δεμάτι έβανε γύρω στα 15 χερόβολα, ανάλογα. Το δέσιμο γινόταν σφιχτά και προσεχτικά, γιατί στη μετακίνηση μπορούσε να λυθεί το δεμάτι… Τέλος τα φόρτωναν στα ζώα, από 4 έως 6 δεμάτια στο καθένα, και τα μεταφέρανε στα αλώνια όπου έστηναν τις αθημωνιές…

1119

Ο Γιάννης ο ν’ο τσελεπής, ο Γιάννης ο λεβέντης,
το γράμματα παράτησε και το ζευγάρι πιάνει.
Και έσπειρε κι εθέρισε και φτιάν’ τρία δέματα.
Τόνα το δίνει δεκατιά και τ’ άλλο τον δραγάτη,
το τρίτο του ξαπόμεινε να φάνε τα παιδιά του.
Στον κόκορα το φόρτωσε, στο μύλο να το πάει.

Στο δρόμο όπου πάγαινε το Θεό παρακαλούσε,
Να βρει τους μύλους αδειανούς και τα νερά κομμένα.
Τόσο ο Θεός τον ήθελε κι οι άγιοι τον βοηθούσαν,
Βρίσκει τους μύλους αδειανούς και τα νερά κομμένα.
Σαλτάει και βάνει το νερό, τρέχει πηχάει το μύλο.
Και άλεσε και ξάλεσε, το στάρ’ αλεύρι κάνει.
Στον κόκορα το φόρτωσε, στο σπίτι του το πάει.
Στο δρόμον οπού πάγαινε ληστές τον απαντήσαν.
Συνδυό τού πιάνουν τα σακιά συντρείς τα κατεβάζουν.
— Πάρτε ληστές τ’ αλεύρι μου κι αφήστε
τα σακιά μου
να τα γιομίσω κούμαρα να φάνε τα παιδιά μου.

303
«Όταν πηγαίναμε να θερίσουμε, κόβαμε πρώτα ένα μικρό χερόβολο από τις τέσσερες άκρες του χωραφιού. Τα τοποθετούσαμε δίπλα από το χωράφι σταυρωτά, τα πλακώναμε με μια πέτρα για να μη φύγουν από τη θέση τους και τότε αρχίζαμε να θερίζουμε. Αυτό το κάναμε για να μη σκουληκιάζει το σιτάρι και λέγαμε «πάμε να κατωφεγγιστούμε», γιατί πάντα το θερισμό τον αρχίζαμε όταν το φεγγάρι ήταν στη γιόμιση».

«Πριν αρχίσουμε το θέρισμα, κόβαμε μια μικρή «κουντουρούλα» (σ.σ. δεμάτι) και τη βάζαμε πάνω στην αγραπιδιά. Δεν το παίρναμε από ‘κεί, αυτό ήταν για τα πουλιά».

«Όταν θερίζαμε, προσέχαμε όταν φτάναμε στο τέλος του χωραφιού: δεν αποτελειώναμε το θέρισμα αν ήταν, λόγου χάρη, Τρίτη ή Τετάρτη. Περιμέναμε μια μέρα κατάλληλη για το ζεθέρισμα, όπως ήταν η Πέμπτη. Τότε πηγαίναμε και την τελειώναμε κι εκείνη την ακρούλα».

714

Θερισμός, αλώνισμα και το πρώτο ψωμί

Η καθημερινότητα της ζωής έσπαζε με τα τοπικά πανηγύρια και τους γάμους. Η γιορτή της Αγίας Μαρίνας, πολιούχου του Κομηλιού, ήταν το μεγάλο γεγονός της χρονιάς. Η προετοιμασία και η λαχτάρα της αναμονής του πανηγυριού έδινε νέες διαστάσεις στη μονότονη ζωή τους. Από τις αρχές Ιουλίου άρχιζε να γίνεται το κάτι άλλο. Εντατική εργασία να τελειώσει το θέρισμα. Σκληρή η δουλειά των γυναικών που κάτω από τον καυτό ήλιο εθέριζαν, ενώ οι άνδρες τα έκαναν δεμάτια, τα φόρτωναν στα ζώα, τα μετέφεραν κοντά σε αλώνι, τα έφτιαχναν θημωνιές.

1218

Προετοίμαζαν το αλώνι, το ίσιωναν και του έκαναν μια επίστρωση από πηκτή μάζα βοϊδοβουνιάς, και τούτο για να μη σκάβεται το χώμα κατά το αλώνισμα. Αφού ξεραινόταν καλά, έριχναν, αφού έλυναν, τις δεσμίδες με τα στάχυα και τα σκορπούσαν σ’ όλη τη επιφάνεια. Άρχιζε το αλώνισμα με το ζευγάρωμα των αλόγων που έκαναν μεταξύ τους συγγενείς, φίλοι ή γείτονες. Καμτσικιές στον αέρα, για να κάνουν τα άλογα να τρέχουν πιο πολύ, ενώ φωνές «άντε, Ντορή μου, κ’ ετελειώσαμε» δονούσαν την ήρεμη ατμόσφαιρα.

13
Ο ιδρώτας κατέβαινε κουμπί τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους. Οι γυναίκες δεν έπαυαν να σερβίρουν καφέδες, ούζο, κρύο νερό, μέχρι το μεσημέρι που θα σερβίριζαν το κύριο φαγητό. Όταν θα είχε τελειώσει το αλώνισμα και κατά το απογευματάκι, που θ’ άρχιζε να φυσάει ευνοϊκά το αεράκι, άνδρες και γυναίκες με τα δικράνια άρχιζαν το ανέμισμα μέχρι αργά το βράδυ. Όταν ετελείωνε το ανέμισμα, μετέφεραν το στάρι στους μεγάλους κάδους στο κατώφλι. Ένα φόρτωμα θα έφευγε αμέσως την άλλη μέρα για άλεσμα στους νερόμυλους του Αγίου Πέτρου, για να γίνει αλεύρι. Με το νέο αλεύρι θα ζυμώνονταν οι άρτοι για τη γιορτή της Αγίας Μαρίνας, καθώς και το φρέσκο ψωμί για το τραπέζι των πανηγυριών.

531

«Αυτό που μας ταλαιπωρούσε ήταν η έλλειψη του ψωμιού. Πηγαίναμε απέναντι στην Ακαρνανία και θερίζαμε. Πληρωνόμασταν σε είδος -σιτάρι ή καλαμπόκι. Πήγαινε ο πατέρας μου στο Καλαμίτσι με δύο ασκιά λάδι και τα αντάλλασσε με ένα τσουβάλι καλαμπόκι. Πήγαινε στον Σύβρο και το άλεθε, Το έφερνε στο σπίτι και έφτιαχνε η μάνα μου μπαμπανάτσα. Το βράδυ είχαμε δελτίο. Χώριζε το ταψί η μάνα κι έδινε στον καθένα το κομμάτι του. Είχαμε κι από ένα πιάτο λάχανα και τυρί από το δικό μας. Το λάδι μας το είχαμε. Το ψωμί όμως ήταν μετρημένο».

line1

Φωτογραφίες:  Fritz Berger

Εύη Βουτσινά: «Λευκαδίτικα Μαγειρέματα», εκδόσεις fagotto books, Λευκάδα, 2008.

Προηγουμενο αρθρο
VERANDA: Η γαστρονομική πρόταση που θα συζητηθεί!
Επομενο αρθρο
Χαμένοι στο επαρχιακό δίκτυο

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.