HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ Μύθος του Έρωτα και της Ψυχής

Ο Μύθος του Έρωτα και της Ψυχής

Δυο αδελφές είχε η Ψυχή – και βασιλιά πατέρα –
κι ήτανε όμορφες πολύ σαν λιολουσμένη μέρα,
μα της Ψυχής η ομορφιά ήταν σαν ήλιος ίδια.
Τα μάτια της λαμπύριζαν κάτω απ’ αχτίδες φρύδια.
Κι είχε μαλλιά ολομέταξα και μάλαμα ωμοπλάτη
κι είχε σεντόνια σύννεφα και ουρανό κρεβάτι.

Οι δυο αδελφές παντρεύτηκαν, μα η Ψυχή απομένει
ανύπαντρη, γιατί έμεναν μπροστά της θαμπωμένοι
όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί, κι ούτε ένας δεν τολμούσε
να ’ναι σκιά μιας γυναικός που ακτινοβολούσε.
Φοβήθηκε ο πατέρας της ανύπαντρη μην μείνει
και το μαντείο ρώτησε. Κι αυτό εντολή του δίνει:
στης ερημιάς και στης σιωπής τον βράχο να την δέσουν
αφού πιο πριν το νυφικό φουστάνι τής φορέσουν.
Τότε ένα τέρας τρομερό δική του θα την κάμει.
Τ’ άκουσε η νέα κι έτρεμε το σώμα της καλάμι…
Την πήραν, την στολίσανε, στον βράχο την αφήσαν
δεμένη – και περίλυποι στο σπίτι τους γυρίσαν.
Και το κορίτσι έντρομο έμεινε και μονάχο
στης ερημιάς και στης σιωπής τον γρανιτένιο βράχο.

Ξάφνου, ένα κύμα ένιωσε να την σηκώνει αέρα
ψηλά, και σαν το πούπουλο εχάθη στον αιθέρα.
Σε μια κοιλάδα βούλιαξε μετά, όπως μες στην λήθη,
και κουρασμένη στο απαλό γρασίδι αποκοιμήθη.
Γλυκό αεράκι φύσηξε και η Ψυχή ξυπνάει.
Σ’ ένα παλάτι βρέθηκε, τριγύρω της κοιτάει.
Βλέπει μαρμάρινα σκαλιά, χρυσάφι πολυθρόνες
σ’ αίθουσες μ’ ελεφαντοστού πανύψηλες κολόνες.
Πόρτες με διαμαντόπετρες ανοίγουν μοναχές τους,
κουρτίνες αραχνοΰφαντες μεριάζουν τις πτυχές τους.
Φωνές την καλωσόρισαν, μ’ άνθρωπος δεν φαινόταν –
μόνο φωνές, που σκλάβες της πιστές της θα γινόνταν.

Κύλησε η μέρα, κύλησε… Κάθε στιγμή, ένα θαύμα
την έκπληκτη περίμενε Ψυχή. Κι όπως το τραύμα
σιγά-σιγά επουλώνεται με τον καιρό, το βράδυ
απάλυνε η μοναξιά, σαν μέσα στο σκοτάδι
ένιωσε πλάι της η Ψυχή τ’ αντρός την παρουσία
κι αργά-αργά εβυθίστηκε σ’ αγνώστου συνουσία.
Μια ζεστασιά ως τα κόκαλα και γλύκα ως το μελούδι
ένιωσε, κι ανατρίχιασε της ήβης της το χνούδι
τ’ ολόχρυσο, σαν θημωνιά σταχιών τον Αλωνάρη
που αναδεύει ο άνεμος… Μια ανάσα από θυμάρι
τα χείλη της ευώδιασε… Και στράγγιξε ως τον πάτο
της ευτυχίας τον κύλικα με ηδονή γεμάτο.

Ένιωθε μόνο, ένιωθε… Να δει όμως δεν μπορούσε
τον άντρα που αγκάλιαζε κι εκείνος της μιλούσε:
Αν θες, Ψυχή, να ζήσουμε μαζί για πάντα, δω’ μου
υπόσχεση πως δεν θα δεις ποτέ το πρόσωπό μου.
Σβηστός ο λύχνος τις νυχτιές θα μένει. Και στης μέρας
το φως, δεν πρέπει εσύ να δεις την όψη από ένα τέρας,
ειδάλλως θα χωρίσουμε και θα χαθούμε αιώνια.

Περάσανε μερόνυχτα, βδομάδες, μήνες, χρόνια…
και η Ψυχή τον άγνωστο παράφορα αγαπάει
μα νοσταλγία ένιωσε στο σπίτι της να πάει,
να μάθουνε και οι γονείς πως ζει ευτυχισμένη,
που θα νομίζουν, οι άμοιροι, πως είναι πεθαμένη.
Έκλαψε, παρακάλεσε, τον άντρα καταφέρνει.
Φύσηξε πάλι ο άνεμος, πίσω την ξαναφέρνει
στον ίδιο βράχο, της σιωπής, της ερημιάς – και πάλι
βρέθηκε στων γονέων της την λατρεμένη αγκάλη.
Κι οι παντρεμένες αδελφές γυρίσανε απ’ τα ξένα
κι είδαν τα μάτια της Ψυχής τα τρισευτυχισμένα.
Τους είπε για τον άντρα της, που τόσο αγαπούσε:
κι ας ήταν τέρας, πέθαινε γι’ αυτόν, για κείνη ζούσε!
Αν και την όψη του ποτέ δεν είδε, για να κρίνει,
πίστευε πως η αγάπη της τον είχε ομορφύνει.
Τότε, η περιέργεια σαν μαύρο φίδι μπήκε
μες στις καρδιές των αδελφών, και σαν φαρμάκι βγήκε
τούτος ο λόγος σφυριχτά κι απ’ των δυονών το στόμα:
«Δύστυχη, που τον άντρα σου δεν γνώρισες ακόμα!»
Και συμβουλέψαν την Ψυχή: ο ύπνος σαν τον πάρει
τον άντρα της, αυτή κρυφά ν’ ανάψει το λυχνάρι
κι όπως η φλόγα τρέμοντας τα σκότη θα σκορπούσε
να έβλεπε το πρόσωπο εκείνου π’ αγαπούσε.

Φύσηξε ο άνεμος ξανά… και η Ψυχή γυρίζει
στον π’ αγαπά… Σαν νύχτωσε, ο λύχνος σπινθηρίζει
που άναψαν τρεμάμενα της γυναικός τα χέρια
κι είδε την όψη του άντρα της… Και σβήστηκαν τ’ αστέρια
από ντροπή – τόσο έλαμπε το πρόσωπο του νέου!
Την ομορφιά είχε ενός θεού – απ’ όλους, του πιο ωραίου!
Λιώνει η Ψυχή απ’ τον πόθο της… Και όπως ένα χάδι
σκύβει να δώσει, έπεσε μία σταγόνα λάδι
από το λύχνο, που έγειρε, πάνω στον κοιμισμένο
Έρωτα… και σαν όνειρο εχάθη ξυπνημένο!
Αυτός ήταν ο άντρας της, το φοβερό το τέρας,
κι απ’ τα δικά του τα φτερά του ήτανε ο αέρας
που την Ψυχή εσήκωσε σαν πούπουλο μονάχο
στης ερημιάς και στης σιωπής το γρανιτένιο βράχο.
Μόνη από τότε η Ψυχή στον κόσμο τριγυρνάει
και ψάχνει για τον Έρωτα, που μακριά πετάει…

Δεν είχε άδικο ο χρησμός, που τον παρομοιάζει
με τέρας, αφού δάκρυα και στεναγμούς μοιράζει.
Κι οι μύθοι, που σαν όμορφα φαντάζουν παραμύθια,
αλήθειες κρύβουνε πολλές στου ψέματος τα βύθια:
Ψέμα είναι πως ο έρωτας τον άσχημο ομορφαίνει
ή ότι ζει στα σκοτεινά και με το φως πεθαίνει;
Και πως γυρεύει κι η ψυχή, στ’ ανθρώπινα τα στήθια,
τον έρωτα παντοτινά, μήπως δεν είν’ αλήθεια;

Αρχαιοελληνικός μύθος
Διασκευή: Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Δημοσιεύθηκε στα «Νέα της Λευκάδας»
Αριθμ. φύλλου 445, 10/10/2005

Προηγουμενο αρθρο
Θανάσης Καββαδάς: Εγκρίθηκε εξοπλισμός για τη θέρμανση και τις ανάγκες του Δικαστικού Μεγάρου
Επομενο αρθρο
Μοναξιά μου όλα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.