HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ Νώντας και ο Νότης: Δυό αγόρια, ένα κορίτσι, ένα σάντουιτς!

Ο Νώντας και ο Νότης: Δυό αγόρια, ένα κορίτσι, ένα σάντουιτς!

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Κι ο κλήρος πέφτει στα αγόρια που ήταν σα σα σα σκυλόψαρα…

Ετσι τους βλέπαμε στο σχολεία τους συμμαθητές: άσχημους, άχαρους, ενοχλητικούς. Τα αγόρια της τάξης μας ήταν συμπληρωματικά μιας βαρετής ρουτίνας, απο την οποία δεν είχαν ούτε το ταλέντο ούτε τη φαντασία να μας βγάλουν. Αντίθετα μας βύθιζαν βαθύτερα στα πρέπει και τα μή των δασκάλων μας, επισύροντας παραπάνω ομαδικές τιμωρίες λόγω της ζωηράδας και της αταξίας τους.

Αυτά συνέβαιναν στην τάξη 1965-1971 του 1ου Δημοτικού Σχολείου Λευκάδας. Σε μια σειρά κειμένων θα προσπαθήσω να ρίξω φώς στις παιδικές φιγούρες των αγοριών και των κοριτσιών, που πλαισίωσαν την πορεία μου στην πρώιμη εκπαίδευση επι μια εξαετία στο θρυλικό σχολείο του Μαρκά.

Θα αρχίσω, λοιπόν, απο τους κοντινότερους αρσενικούς, το Νώντα Σκίτσα και το Νότη Βλάχο. Η μοίρα τόφερε να με πλαισιώσουν στο θρανίο στην Τρίτη Δημοτικού, καθώς η δασκάλα μας, κα Ελπίδα Ρομποτή είχε χάσει την ελπίδα της ότι θα μπορούσα να συμμορφωθώ και να σταματήσω να πολυλογώ με τα κορίτσια.

Εκείνη την αποφράδα μέρα που στο θρανίο των τριών έγινα το τυρί του σάντουιτς ένιωσα τρομερά ταπεινωμένη. Ο Νότης ήταν ήδη φίλος μου, αλλά ο Νώντας ήταν άγνωστος. Ενας ξένος ψηλός και ανοίκειος. Αυτοί οι δύο συμμαθητές χρεώθηκαν από τη δασκάλα με το καθήκον να μην απαντούν στο διάλογο που θα τους άνοιγα.

Ο Νώντας ήταν αυτό που λέμε σεμνός και άχαρος. Ηταν ένα κεφάλι πιό ψηλός απο τα κορίτσια και μισό κεφάλι ψηλότερος απο τα αγόρια, γι αυτό μάζευε διαρκώς τους ώμους του. Ηταν γλυκούλης, ευγενικός , ανυπεράσπιστος στη θυελλώδη πολυλογία μου. Μου απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις και συχνά η δασκάλα του έβαζε τιμωρίες γιατί δεν εκτελούσε το καθήκον της τιθάσσευσής μου. Τον έπιανε να μην μπορεί να συνεχίσει στην ανάγνωση και τον προσέβαλε με σκληρό τρόπο. Ενιωθα πολύ άσχημα εκείνες τις στιγμές.

Η πιό αξιομνημόνευτη στιγμή του Νώντα ήταν όταν έσπασε το χέρι του ψηλά απο τον ώμο. Ηταν με το χέρι σε γύψο κρεμασμένο απο τον αριστερό ώμο του. Εκείνες τις εποχές εγώ φοβόμουν τον γύψο, ήταν ένα είδος απειλής της ακεραιότητας γι αυτό είχε γίνει φοβικό στοιχείο για τη μικρή μου ύπαρξη. Επιπλέον, ο Νώντας μύριζε καμφορά γιατί η μαμά του είχε βάλει μέσα απο τη μπλούζα του τη λευκή σκόνη για κάποιους άγνωστους ιατρικούς λόγους.

Οταν επέστρεψε ο Νωντας στο σχολείο με το γύψο εγω έζησα ένα ζωντανό μαρτύριο για 4 εβδομάδες. Νόμιζα πως θα λιποθυμούσα απο τη βαρειά μυρωδιά της καμφοράς και απο το φόβο για το γύψο. Ο Νώντας έγινε πολύ μελαγχολικός γιατί αντιλαμβανόταν την δυστυχία που μου προκαλούσε. Αλλά συνεχίσαμε να συνυπάρχουμε στο θρανίο εκείνος αριστερά, εγώ στη μέση και ο Νότης δεξιά μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς.

Ο Νότης ήταν έξυπνος, όμορφος με δύο εκφραστικά γαλανά μάτια. Ηταν φιλαράκι μου, με συνόδευε στα μισά μέχρι το σπίτι κάθε απόγευμα. Ηταν κι εκείνος πολυλογάς κι έτσι ανταλλάσσαμε κάθε είδους πληροφορίες. Μιλούσαμε πολιτικά (ήταν η μαύρη επταετία και ο πατέρας τους ήταν κρατούμενος τους πρώτους μήνες) κι έτσι ένιωθα μια βαθειά πίκρα για όσα του συνέβαιναν. Επιπλέον, η μητέρα του είχε κάποιο είδος ασθένειας που τον απασχολούσε έντονα.

2

Ο Νότης είχε μια θεία που τον αγαπούσε υπερβολικά, τόσο υπερβολικά που μπήκε ανάμεσά μας και μας χώρισε απο φίλους. Αυτή η συγκεκριμένη θεία με έκανε να τρέμω όταν την έβλεπα. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της τρυφερής μου ηλικίας. Ετσι απομακρύνθηκα απο τον ωραίο συνομιλητή μου στο δημοτικό.

Στα χρόνια του γυμνασίου τα αγόρια πήγαν στο Αρρένων και τα κορίτσια στο Θηλέων. Ετσι χαθήκαμε με το Νώντα, που έχω να τον δώ περί τα 30 χρόνια.

Ο Νότης μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, έγινε εσωτερικός μετανάστης. Τον έβλεπα τα καλοκαίρια, αλλά είχε γίνει Αθηναίος, δηλαδή είχε αποκτήσει μια ελάχιστη εφηβική αλαζονία. Σήμερα ζεί στη Λευκάδα κι έτσι συναντιόμαστε συχνά τα καλοκαίρια.

Ο Νώντας και ο Νότης σημάδεψαν τα σχολικά μου χρόνια. Ο πρώτος με την κλειστή του φύση, ο δεύτερος με τον αλέγρο χαρακτήρα του. Και δύο είναι επιστήμονες σήμερα, οικογενειάρχες και επιτυχημένοι στους τομείς της επιστήμης τους.

Τους σκέφτομαι κι ας μην τους συναντώ πλέον!

Τζουστινάκι

Προηγουμενο αρθρο
Οι Αμάδες
Επομενο αρθρο
Με κάρτες θα πληρώνονται και οι παπατζήδες

1 Σχόλιο

  1. Κατωπόδης Βασίλης
    16 Οκτωβρίου 2015 at 09:11 — Απάντηση

    Στο φόντο της φωτογραφίας φαίνονται οι βρύσες που πίναμε νερό. Πιο πίσω η στέγη είναι από το νηπιαγωγείο που πήγα και τα παράθυρα είναι της βιβλιοθήκης. Αξέχαστα ανέμελα χρόνια αλλά με πολύ ξύλο από τους δασκάλους…

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.