HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΟ Άγγελος και η Εύα Σικελιανού στο νησάκι του Άη Νικόλα -[Μέρος Α’]

Ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού στο νησάκι του Άη Νικόλα -[Μέρος Α’]

Δυο κείμενα του 1984 του Τάσου Κατσή* με τις αναμνήσεις των ψαράδων για τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού στο νησάκι του Άι Νικόλα

[ Μερος Α’]

Ο Άγγελος Σικελιανός το 1909. Η Εύα Πάλμερ σε ηλικία είκοσι χρόνων στις Η.Π.Α.
Ο Άγγελος Σικελιανός το 1909. Η Εύα Πάλμερ σε ηλικία είκοσι χρόνων στις Η.Π.Α.

Τον Σικελιανό εγώ τον εγνώρισα όχι σα «βασιλόπουλο», όπως λέει ο κ. Μαλακάσης για τη μάνα του, γιατί εγώ δεν γνώρισα βασιλιάδες, αλλά σαν ένα παιδί μπαμπίνι με τη γυναίκα του, τη «ζόρκα». Να εξηγηθώ. «Ζόρκα» τη λέγαμε, γιατί ήμουν κι εγώ ένας γαβριάς από κεινούς που την παίρναμε από πίσω άμα ερχόντανε στη Χώρα. Τη λέγαμε «ζόρκα», γιατί έτσι που ήταν ντυμένη, με μια χλαμύδα, όπως έμαθα αργότερα πως λένε «χλαμύδα» εκειό το πράμα που ‘χε, και από μέσα μάλλον φαινόντανε το κορμί της και δεν έμοιαζε με τη φορεσιά και το ντύσιμο από τις γυναίκες που είχαμε εμείς. Ήταν κατά συνέπεια εμείς να την κάνουμε ζόρκα, γιατί ζόρκα ήτανε, δεν ήτανε ντυμένη μια φορά, τώρα κανένας δε θα μπορούσε να μας πείσει ότι αυτή η γυναίκα είναι ντυμένη -έτσι που την βλέπαμε….

Η Πλάκα

file-page2

Ανατολικά τον Κάστρου της Λευκάδας επεκτείνεται μια λωρίδα από αμμόπετρα δύο περίπου χιλιόμετρα. Έχει πλάτος αλλού 3 – 6 – 5 [μέτρα], περισσεύει από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλού 1 ή 2 1/2 μέτρα, είναι κομμένη σε 3-4 μεριές, τα διαβασίδια, όπως τα λένε οι ψαράδες, από αυτά περνάνε τα πλοιάριά τους στη μέσα θάλασσα• στο τέλος της κάνει μια στροφή δεξιά μισό κύκλο.

Αντίγραφο από file-page2

Σε εκατόν πενήντα μέτρα περίπου από το τέλος της Πλάκας αυτής και [σε] πολύ βαθιά νερά 5-6 οργιές είναι άλλο ένα νησάκι από την ίδια αμμόπετρα, το Ντούσμανι, όπως το λένε. Έχει απάνω τον έναν πύργο τρία μέτρα ψηλός, είναι τεχνικά φτιαγμένος με πελεκημένες πέτρες και δεμένες με σίδερα, έχει και σκάλα πέτρινη μέχρι την κορυφή του. Αυτό λένε ότι ήτανε σημαδούρα με φανάρι παλαιότερα. Από εκεί περνάει και μεγάλο καΐκι αν ξέρει τα νερά από μέσα – έχει πολλά σημεία με βαθιά νερά. Η Πλάκα λοιπόν αυτή ξεχωρίζει από την άγρια θάλασσα, όπως τη λένε, μια λιμνοθάλασσα στη μέση σχεδόν της οποίας είναι το νησί ο Άγιος Νικόλαος, έχει και μια μικρή εκκλησία βορείως του νησιού. Γιορτάζει στις 10 του Μάη…

Στο νησί αυτό ο Σικελιανός έμενε σε δύο σπιτάκια που έφτιαξε. Οι ψαράδες τότε το λέγανε «νησί του Σικελιανού». Εκεί ο Σικελιανός θα είχε τον ανοιχτό ορίζοντα, το καθαρό περιβάλλον, τον καθαρό αέρα, την απόλυτη ησυχία, την ξεγνιασιά της ερημιάς στη μάνα φύση τη δημιουργό• να ζήσει κοντά στη θάλασσα, να σμίξει με τους ψαράδες, να δει με τα μάτια του, να τα πιάσει με τα χέρια του, να τ’ ακούσει ζωντανά και όχι γραμμένα, όπως θα τα είχε διαβάσει. Στη θάλασσα θα έβλεπε όλες τις ιδιοτροπίες της, τις φουρτούνες της, τις μπουνάτσες της και για κάθε αλλαγή της, ανάλογα χρώματα. Να δει τη ζωή και τον κόσμο της στα βαθιά και τα ρηχά με τους ψαράδες που κρατούσε εκεί την ημέρα.

Η Εύα Σικελιανού στους Δελφούς. Φωτογραφία Nelly’s
Η Εύα Σικελιανού στους Δελφούς. Φωτογραφία Nelly’s

Να δει της αυγής την υγρασία σα να ‘βρεξε τη νύχτα. Ν’ αναπνεύσει την δροσερή αύρα της αυγής, να ακούσει τις πέρδικες στο απέναντι βουνό που πάνε στην πηγή, στη βρυσούλα κελαηδώντας να ποτιστούνε και να λουστούνε, να δει τον αυγερινό που βγαίνει πριν από τον Ήλιο. Τον Ήλιο να προβάλλει ολόχρυσος. Να δει την πολύχρωμη βλάστηση του βουνού, ν’ ακούσει την αρμονία από του τσοπάνου τη φλογέρα και των γιδιών τα κουδούνια και μετά να καρτερεί τους ψαράδες για καφέ και για κουβέντα, που έρχονται 6-9 πλοιάρια μαζί από το ψάρεμα και όλοι μαζί καθένας την κουβέντα του – χαύρα σωστή – να κρατήσει ψάρια για φαγί και [να] δώσει παραγγελίες να του ψωνίσουν από τη Χώρα τ’ απόγιομα.

file-page5

Το νησάκι του Αη Νικόλα όπου έζησε τα πρώτα χρόνια του γάμου του με την Εύα και το γιο τους Γλαύκο.
( Δήμος Λευκάδας 2001 « Μνήμη Άγγελου Σικελιανού», Βιβέτ Τσαρλαμπά – Κακλαμάνη)
Θα ‘ρχονταν οι ψαράδες όλοι από τη Χώρα ενωρίς για καφέ και για κουβέντα και θα φεύγανε για τη δουλειά τους τις νύχτες και αν δεν πάγαινε μαζί τους, θα έμενε στην καθαρή άμμο, θα άκουγε εκεί τη βουή της Πλάκας που κάνουν τα κύματα που σπάνε απάνω της σε μια τρελή αρμονία από φωνές ανδρικές, γυναικείες, παιδικές, κλάματα, τραγούδια και κάθε είδους ήχους, όλα μαζί δίχως αρχή και ούδε τέλος. Αυτή η βουή σπάνια σταματάει εκεί. Θα έβλεπε τη δύση του Ήλιου που πριν αγγίξει στη θάλασσα σχηματίζει μια μεγάλη μπάλα, κατακόκκινη, μέσα σε ένα ανάλογα μεγάλο κόκκινο πιάτο και όσο βυθίζεται στη θάλασσα, τόσα διάφορα σχέδια κάνει. Τη νύχτα θα δει τον συννεφιασμένο ή καθαρό με όλα τ’ αστέρια ουρανό, τους αστερισμούς όλους και τις τροχιές τους, θα ακούσει και μια άλλη χορωδία από πολλά τσακάλια να σκούζουνε όλα μαζί μια ώρα στο βουνό συνέχεια και το φεγγάρι να προβάλλει κάθε βράδυ και αλλιώτικο.

Ψαράδες

Το σπίτι του Κατσή σήμερα
Το σπίτι του Κατσή σήμερα

Εκεί που μένω εγώ, στη Βαγιά, σαράντα χρόνια πριν οι ψαράδες, όταν δεν ψαρεύανε, ερχόντανε σπίτι μου για κουβέντα και για να περάσει η ώρα. Μαζί τους ήταν και ψαράδες που ζήσανε μαζί του τότε στο νησί. «Από μας, [μου λέγανε], διάλεξε τέσσαρους με τα δύο πριάρια μας», και μας είπε «σας θέλουμε μαζί μας όχι για υπηρέτες, αλλά σα φίλους, βοηθούς και για συντροφιά μας. Θέλω μόνον από σας να μου λέτε την αλήθεια για ό,τι σας ρωτήσω, να μη φοβάστε την αλήθεια ποτέ και να μη μας ντρέπεστε». Εμείς κουβαλήσαμε τα υλικά και τους μαστόρους για τα σπίτια, τα ρούχα τους και τα έπιπλά τους, όλα κολλητά στην εκκλησία. Δεκαπέντε βήματα από τα σπίτια, έφτιαξε μια κουζίνα με πέτρες χτισμένη και μια γωνιά μέσα, σαν αυτές που έχουν τα μαγέρικα στη χώρα, με τέσσερα φουρνέλα για κάρβουνα. Εκεί μέσα είχαν και όλα τα σερβίτσια της κουζίνας.

file-page7

Στη μέση του νησιού έφτιαξε δύο σπίτια κολλητά. Το ένα ήτανε 9 χ3 και το άλλο 4 χ 4, με τις ανάλογες πόρτες και παράθυρα. Ήτανε φτιασμένα σαν τα δικά μας τα ψαράδικα στη Χώρα — ένα θέμελο και με καδρόνια το φτιάξανε σαν κλουβί και το ντύσανε με τάβλες, έτσι που να μην μπαίνει το νερό της βροχής και ο αέρας και για σκεπή, κεραμίδια, και ένα πηγαδάκι κοντά στα σπίτια. Το μεγάλο σπίτι το ήθελε για τραπεζαρία, για κουβέντα μαζί μας και για όποιον επισκέπτη. Είχε ένα μακριό τραπέζι τέσσερα μέτρα και πολλές καρέκλες. Και το άλλο για γραφείο και υπνοδωμάτιο με δύο κρεβάτια, ένα τραπέζι γιομάτο χαρτιά. εφημερίδες και καλαμάρια.

Μας καλούσε πάντα για κουβέντα και εμάς και όσοι άλλοι ψαράδες ήτανε εκεί. Οι κουβέντες μας, γύρω από τη δουλειά μας και τη ζωή μας. Τους άρεσε η κουβέντα μας έτσι που μιλούσαμε τα λευκαδίτικα, μας μιλούσανε και αυτοί φιλικά σαν αδέλφια μας. Πολλές φορές και μόνοι μας καθόμαστε εκεί και κουβεντιάζαμε τα νιτερέσα μας.

Η Εύα με τον Γλαύκο στη Λευκάδα (Μουσείο Μπενάκη)
Η Εύα με τον Γλαύκο στη Λευκάδα (Μουσείο Μπενάκη)

Είχαμε εκεί τον καφέ μας τα τσιγάρα μας και γλυκά πολλές φορές και σερβιτόρα, την Εύα. Πολλές φορές ερχόντανε τη νύχτα μαζί μας στο ψάρεμα – και με την Εύα κάποτε. Ήθελε να μάθει πολλά από τη δουλειά μας, να δει πώς πιάνονται στα δίχτυα και πώς τα βγάζουμε από τα δίχτυα, πώς τα ρίχνουμε στη θάλασσα και πώς τα σηκώνουμε και πότε. Όταν οι ψαράδες φεύγουν για τη Χώρα το πρωί, ένας από μας, το ένα πριάρι με τους δυο μας μένει εκεί για ψάρεμα την ημέρα με τον Κυρ Άγγελο, και για νερό, με την Εύα από το απέναντι βουνό, μια πηγή στη βρυσούλα που βγάζει ένα κατακάθαρο νερό και κρύο σαν παγωμένο το καλοκαίρι.
Με τους ψαράδες αυτούς, ο Σικελιανός την ημέρα δεν ψάρευε για ψάρια μονάχα, αλλά [ήθελε] να μαθαίνει όλες τις ιδιότητες του κάθε ζωντανού στον κόσμο της θάλασσας: με τι τρέφονται, πώς αμύνονται…

line1

Ο Τάσος Κατσής και η Βιβέτ Τσαρλαμπά – Κακλαμάνη στη Βάγια την άνοιξη του 1987.
Ο Τάσος Κατσής και η Βιβέτ Τσαρλαμπά – Κακλαμάνη στη Βάγια την άνοιξη του 1987.
Τάσος Κατσής, Λευκάδα 1964. Φωτογραφία Fritz Berger
Τάσος Κατσής, Λευκάδα 1964, δεξιά εικονίζεται ο Λευτέρης  Δοξαράς. Φωτογραφία Fritz Berger

*Η πρώτη φορά που ο Τάσος Κατσής αναφέρθηκε δημόσια στον Άγγελο Σικελιανό που έζησε στο νησάκι του Αγίου Νικολάου στα Δέματα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ήταν το 1981, όταν συνεργείο της τότε Ε Ι Ρ Τ είχε μεταβεί στη Λευκάδα για μια εκπομπή για τον ποιητή με την ευκαιρία των τριαντάχρονων από το θάνατό του. Έκτοτε μίλησε και σε άλλες σχετικές εκπομπές. Με την αφορμή αυτή τον επισκέφτηκα στον Άι-Νικόλα την άνοιξη του 1987 και κάναμε μια μεγάλη συζήτηση, που έχω μαγνητοφωνήσει. Του πήγα βιβλία με ποιήματα του Σικελιανού, που διαβάσαμε μαζί και του προξένησαν μεγάλη συγκίνηση…

Το χειρόγραφο Κείμενο του Τάσου Κατσή (1903-1987) εστάλη από τον ίδιο στον παιδικό του φίλο, το μουσικό και ιστορικό της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αντώνη Π. Φίλιππα (1905-1999), το 1984 ή το 1985, και βρίσκεται στο αρχείο του. Από τον Φίλιππα παραδόθηκε ένα φωτοαντίγραφο στον δικηγόρο Νίκο Κ. Κατηφόρη, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μου το παραχώρησε για μελέτη και σχολιασμό και τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι’ αυτό. Το κείμενο είναι αδημοσίευτο μέχρι σήμερα. Πρόκειται για ένα τετράδιο 19 χ 14 εκατοστά, χαρακωμένο, με γραμμένα στη μία όψη με στυλό διαρκείας, 32 φύλλα.

file-page10

Ο Τάσος Κατσής μεγάλωσε στην πόλη της Λευκάδας σε μια αστική οικογένεια με οικονομική άνεση λόγω της επιτυχημένης επαγγελματικής δραστηριότητάς της-ήταν γνωστοί ζαχαροπλάστες. Ασχολήθηκε κι εκείνος κάποια χρόνια με το επάγγελμα, αλλά σύντομα το άφησε, γιατί δεν του ταίριαζε -ήταν «μποέμης», όπως χαρακτήριζε τον εαυτό του. Είχε ενδιαφερθεί και για τον αθλητισμό και ήταν ενεργό μέλος του αθλητικού συλλόγου «Διώξιππος», που είχε ιδρυθεί το 1929 και συγχωνεύτηκε με τον «Τηλυκράτη» δύο χρόνια αργότερα.

Ο Κατσής αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια της γης του -εκατό στέμματα στη Βαγιά- και με το γάιδαρό του πουλούσε το κρασί, τα οπωρικά και τα λαχανικά του στις γειτονιές της πόλης, ενώ προμήθευε και τους εμπόρους του νησιού και με φορτηγό μετέφερε τα προϊόντα του σε γειτονικά νησιά. Με την Ιθακήσια γυναίκα του απέκτησε δύο παιδιά και εγγόνια.
Απεβίωσε το 1987 και δεν στάθηκε δυνατόν να δει τυπωμένα τα γραπτά του, που βλέπουν μόλις σήμερα το φως με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, για την οποία λυπούμαι ειλικρινά.

line1

Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από το έργο «Δυο κείμενα του 1984 του Τάσου Κατσή (1903-1987) με τις αναμνήσεις των ψαράδων για τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού στο νησάκι του Άι Νικόλα (1902-1910)» της Βιβέτ Τσαρλαμπά – Κακαλμάνη. Είναι δημοσιευμένα στο: «Επετηρίς Τόμος ΙΒ 2009 – 2011» της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2013»

Συνεχίζεται.

Προηγουμενο αρθρο
Μόνο εμείς νιώθουμε το δράμα, οι άλλοι είναι απάνθρωπα κτήνη, θέλουν να πνίγουν μικρά προσφυγόπουλα
Επομενο αρθρο
Ενημερωτική συνάντηση για την «Ειδική Αγωγή»

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.