HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΟ Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης για το βιβλίο: «Το οθωμανικό υδραγωγείο της Αγίας Μαύρας»

Ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης για το βιβλίο: «Το οθωμανικό υδραγωγείο της Αγίας Μαύρας»

Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης
Παρουσίαση του βιβλίου: Δημήτρης Σπ. Τσερές, Το οθωμανικό υδραγωγείο της Αγίας Μαύρας [Εικόνες εξωφύλλου και σχέδια: Νίκος Βαγενάς], Αθήνα, fagottobooks, 2017, 8ο, 95 σ.

Είναι τιμή και χαρά για μας, που παρουσιάζουμε το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Σπ. Τσερέ Το οθωμανικό υδραγωγείο της Αγίας Μαύρας και ευχαρίστηση, νομίζω, για όλους μας να υποδεχόμαστε μια τεκμηριωμένη, καλογραμμένη και καλοτυπωμένη μελέτη για ένα ακόμη ζητούμενο της τοπικής, της λευκαδίτικης ιστορίας, στης πατριδογνωσίας μας, για ένα τεχνικό έργο που κατασκεύασαν οι Οθωμανοίς κυρίαρχοι το 1564, το οποίο εξυπηρέτησε ως υδραγωγείο αλλά και υπεθαλάσσιος δρόμος από την Αμαξική, τη σημερινή Λευκάδα, ως το Κάστρο της Αγίας Μαύρας, έδρα της στρατιωτικής και πολιτικής οθωμανικής διοίκησης της Λευκάδας, τους Οθωμανούς κατακτητές ως το 1684 και λιγότερο τους Βενετούς διαδόχους τους ως το 1797 και ακόμα λιγότερο και μόνο ως παράπλευρη συνέπεια τους κατακτημένους λευκαδίτες.

Σπεύδω να σημειώσω ότι ο χαρακτηρισμός τεκμηριωμένη μελέτη αποδίδεται σύμφωνα με τους γραπτούς και άγραφους κανόνες του επαγγέλματος του ιστορικού και στηρίζεται στη διαπίστωση της χρήσης των μαρτυριών και τη βάσανό τους με τις επιταγές της ιστοριονομίας, πριν αυτές ενταχθούν στην ιστορική διήγηση και επιβεβαιώσουν ή διαφοροποιήσουν τα προτάγματα της θεωρίας της ιστορίας. Τέτοιες μελέτες είναι, ως καλά παραδείγματα, λυτρωτικές για μια κοινωνία που βαρύνεται με την τάση να καλλιεργεί στις προσεγγίσεις της την ανακρίβεια και την αοριστία και να καταφεύγει συχνά σε ιδεολογήματα, στερεότυπα και μυθεύματα για την κατανόηση ιστορικών φαινομένων αλλά και σύγχρονων προβλημάτων.

Από την άποωη των κινήτρων, που εμψύχωσαν τον συγγραφέα μας να καταπιαστεί και κυρίως να φέρει σε πέρας μια τέτοια μελέτη δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με όσα εξομολογείται στον πρόλογο του βιβλίου για την επίδραση των ερωτημάτων των παιδικών και των νεανικών χρόνων του για το τι πραγματικά είναι η πατρίδα μας και ειδικότερα οι τεράστιες στη λιμνοθάλασσα πέτρες του λευκαδίτικου παρελθόντος στη σειρά, με τους γλάρους περιπατητές έτοιμους για τις λαίμαργες καταδύσεις τους. Όλα αυτά και τόσα άλλα ζητούσαν εξηγήσεις που δεν ήταν πρόχειρες στην κοινωνία και στο σχολείο και επέτρεπαν στη φαντασία να αναπληρώνει ελεύθερα τα ελλείποντα αλλά και μεγαλώνοντας να ζητά λογικότερες εξηγήσεις, αρθρωμένες σε μια περιγραφική διήγηση και ικανοποιητικές για τον άνθρωπο, ιδίως τον νέο άνθρωπο, που θέλει γρήγορα να περάσει από την άγνοια στη γνώση.

Το κύριο μέρος του βιβλίου αρθρώνεται με επτά ενότητες: Γενικά. Από τη Μεγάλη βρύση στην Κάτω βρύση. Από την Κάτω βρύση στη Χώρα και στο Κάστρο. Ο τρόπος κατασκευής. Περί του χρόνου κατασκευής και της αρχικής μορφής του έργου. Η παλαιότερη πλήρης περιγραφή του υδραγωγείου. Καταστροφές-σεισμοί. Προηγούνται τα Μικρά Προλεγόμενα και ακολουθούν το κύριο μέρος, με τις επτά ενότητες που μνημονεύσαμε, και ακολουθούν οι 26 εικόνες με τον διαφωτιστικό υπομνηματισμό τους, τυπωμένες με καλή απόδοση των χρωμάτων τους. Χαρακτικά και χάρτες της ιστορικής διαδρομής, ευεργετικά για την κατανόηση της διήγησης, σχέδια και σκίτσα του αυθεντικού Νίκου Βαγενά, στον οποίο οφείλονται και τα σχέδια του εξωφύλλου του βιβλίου, και φωτογραφίες παλιότερες και σύγχρονες, από τις οποίες οι περισσότερες είναι της Βιολέττας Σάντα.

Ας ξεφυλλίσουμε όμως μαζί το βιβλίο, αρχίζοντας από τα Μικρά Προλεγόμενα, όπου ο συγγραφέας, όπως συμβαίνει συνήθως στα προλογικά κείμενα, εξομολογείται για τα κίνητρα και τους στόχους της έρευνας και της συγγραφής. Διαβάζω:

«Από παιδί έβλεπα μέσα στη laguna αυτές τις τεράστιες βυθισμένες πέτρες –πότε να τις κρύβει η μπασιά και πότε να αναδύονται με τη ρήχη- με τους γλάρους να κάθονται πάνω τους σε παράταξη, έτοιμοι για εφόρμηση. Ποτέ κανείς δεν μου είπε τι είναι – σημείο άμβλυνσης της συλλογικής μνήμης…Κάθε φορά που τις έβλεπα με ερέθιζε η σκέψη ότι έχω μπροστά μου τα απομεινάρια του πιο παλιού, μετά το Κάστρο, εγχώριου μνημείου, που μας έχει αφήσει τόσο απτά, τόσο εκτεταμένα και τόσο εκτεθειμένα στην κοινή θέα ίχνη…Πίσω από όλα αυτά, αθέατη αλλά παρούσα, η νοσταλγία επιστροφής στον προνομιακό τόπο και χρόνο της παιδικής σου ελευθερίας – με άλλα λόγια η επίπονη προσπάθεια να επανατοποθετήσεις τον εαυτό σου μέσα στην αιωνιότητα του περιβάλλοντος χώρου και να κολυμπήσεις μέσα στο αέναο ποτάμι της μεγάλης διάρκειας, διαστέλλοντας έτσι μέχρις εσχάτων τα ασήμαντα όρια της ατομικής σου ύπαρξης».

Ακολουθούν οι ομολογίες των οφειλών στους προηγούμενους ιστορήσαντες: τον Πάνο Γ. Ροντογιάννη (1911-1996) και τον Σπύρο Ι. Ασδραχά (1933-), που έφεραν στην επιφάνεια το πρόβλημα κατανόησης του οθωμανικού υδραγωγείου με τα δημοσιεύματά τους από το 1962 ως το 2003, εντόπισαν μαρτυρίες για την κατασκευή του και την πορεία του στο χρόνο, έλυσαν αρκετά από τα επιμέρους προβλήματα κατανόησης του έργου και παρουσίασαν τα άλυτα, ελπίζοντας στων μεταγενεστέρων ντη συνδρομή για τη λύση τους, αφού και ο αγώνας για την κατάκτηση της γνώσης στηρίζεται στην ανθρώπινη αλυσίδα κεκοιμημένων, ζωντανών και μελλούμενων. Οι άλλες μελέτες για το θέμα, προγενέστερες, παράλληλες και μεταγενέστερες εκείνων του Ροντογιάννη και του Ασδραχά σημειώνονται στις υποσημειώσεις του βιβλίου και ευρετηριάζονται στο Ευρετήριο ονομάτων και τόπων στο τέλος του. Από εκείνους που συνέδραμαν στις προσπάθειες του ερευνητή και συγγραφέα αναφέρονται δίκαια δύο από τους πολύτιμους συντρόφους μας στο ταξίδι της λευκαδίτικης ιστορικής αυτογνωσίας: Ο Νίκος Βαγενάς και η Χριστίνα Παπακώστα.

Στη σύντομη πρώτη ενότητα με τίτλο «Γενικά» ο συγγραφέας παρουσιάζει το θέμα του βιβλίου επεξηγηματικά. Διαβάζω:

«Το οθωμανικό υδραγωγείο της Λευκάδας…κατασκευάστηκε τον 16ο αιώνα και μετέφερε το νερό από τη «Μεγάλη Βρύση» στην πόλη της Αγίας Μαύρας, η οποία βρισκόταν μέσα στο Κάστρο μέχρι το 1684, οπότε οι νέοι κυρίαρχοι της Λευκάδας, οι Βενετοί, τη μετέφεραν στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Ακριβέστερα, το νερό έφθανε πρώτα στο δυτικό της πόλισμα, στο «μπόργο» της Αγίας Μαύρας, τη λεγόμενη Χώρα, που βρισκόταν στη θέση που, όπως προαναφέραμε, βρίσκεται «το σπίτι του Καλκάνη» και από εκεί στο Κάστρο, όπως το δείχνει ξεκάθαρα, ακόμα και σήμερα, η πορεία του υδραγωγείου μέσα στη λιμνοθάλασσα χωρίς να χρειαστεί να επικαλεστεί κανείς τις παλιότερες βιβλιακές ή αρχειακές μαρτυρίες. Η απόσταση από τη Μεγάλη Βρύση ως την Αγία Μαύρα ήταν περίπου τρία χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα δύο πρώτα χιλιόμετρα περίπου ήταν η απόσταση από τη Μεγάλη Βρύση ως την πρώτη καμάρα του υδραγωγείου και το τρίτο χιλιόμετρο το μήκος του εντός της λιμνοθάλασσας υδραγωγείου. Ήταν για την εποχή του ένα έργο πολύ σημαντικό».

Από τη Μεγάλη Βρύση στην Κάτω Βρύση, λοιπόν, και σε μήκος δύο (2) χιλιομέτρων περίπου κατασκευάστηκε το χερσαίο αρθρωτό τμήμα του πήλινου υδραγωγού, υπόγειο, ακολουθώντας περίπου τον άξονα της σημερινής επαρχιακής οδού Βασιλικής-Λευκάδας ως τον Άγιο Μηνά και από εκεί την οδό της Κεντρικής Αγοράς (Παζάρι), οδό Ιωάννου Μελά σήμερα, ως την Κεντρική Πλατεία και στη συνέχεια την οδό Δαίλπφερδ για να φτάσει στη σημερινή Κάτω Βρύση. Στη διαδρομή από τον Άγιο Μηνά μέχρι την Κάτω Βρύση από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1479-1684) χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε, ούε στο περίπου, σε ποιο χρονικό διάστημα κατασκευάστηκαν πέντε (5) βρύσες για να υδρεύεται η πολίχνη Αμαξική, δηαλδή ένα μέρος του ιστορικού κέντρου της σημερινής Λευκάδας. Οι βρύσες είναι γνωστές με τα μεταγενέστερα ονόματά τους του 18ου και του 19ου αιώνα: Απάνω Βρύση, Βρύση του Συρόπουλου, Βρύση του Αγγελή, Βρύση του Αρέθα, Κάτω Βρύση.

Ο υδραγωγός συνέχιζε την ευθύγραμη πορεία του για χίλια περίπου μέτρα μέσα στη λιμνοθάλασσα πάνω σε καμάρες από την Κάτω Βρύση, που άρχιζε η λιμνοθάλασσα, ως τη Γύρα, δυτικά από το σπίτι του Καλκάνη.

Οι 360 καμάρες είχαν άνοιγμα 2,5 μέτρα περίπου, πλάτος 1,2 μέτρα περίπου και ύψος 3 περίπου μέτρα. Πάνω στις καμάρες ήταν στρωμένος δρόμος με πάχος 1 περίπου μέτρο. Δύο από τις καμάρες είχαν μεγαλύτερο άνοιγμα για να περνούν μεγαλύτερα πλεούμενα. Στο αριστερό (δυτικό) μέρος του δρόμου περνούσε ο υδραγωγός με ειδική κατασκευή πλάτους 0,3 μέτρα με τις οπές (fori) και τους αεραγωγούς (spiragli) κατά διαστήματα, για να ελευθερώνεται ο κλεισμένος στον αεραγωγό αέρας και να διευκολύνεται η ροή του νερού. Το υπόλοιπο πλάτος της όλης κατασκευής, 0,9 μέτρα περίπου, χρησίμευε ως δρόμος για τους πεζούς και ήταν επικίνδυνος εξαιτίας της στενότητας και της έλλειψης προστατευτικού στηθαίου.

Στο σημείο κατάληξης του υδραγωγού στη Γύρα κατασκευάστηκε ένα «υδροζύγιο», για να δυναμώνει την πίεση του νερού, που έφτανε ως εκεί από την πηγή του στη Μεγάλη Βρύση χάρη στην υψομετρική διαφορά των 10 σχεδόν μέτρων και έπρεπε να περάσει με επίγειο υδραγωγό μέσα από την πολίχνη της Χώρας και να τροφοδοτήσει δύο βρύσες, που υπήρχαν εκεί, και ύστερα να περράσει μέσα στο Κάστρο, για υδρεύεται άνετα η πολιτική και στρατιωτική πρωτεύουσα των Τούρκων, η καστρόπολη Αγία Μαύρα, για την οποία η κεντρική διοίκηση έδειχνε αδιάπτωτο ενδιαφέρον, γιατί ήταν το κάστρο της δυτικής μεθορίου της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος κατασκευής του μεγαλειώδους για τα μέσα της εποχής έργου μέσα στη λιμνοθάλασσα με κοιτόστρωση στον ανώμαλο και λασπώδη βυθό και τοποθέτηση τριών στρωμάτων λαξευμένων ογκολίθων μεταφερμένων από την αρχαία Νήρικο, από το τείχος των ελληνορωμαϊκών χρόνων. Επάνω στο τρίτο στρώμα ογκολίθων κάθε στήλης πατούσε το τόξο, η καμάρα, που συνέδεε τη μια στήλη ογκολίθων με την επόμενη, το οποίο φαίνεται ότι ήταν κτιστό.

Λυπάμαι γιατί, καθώς γνωρίζω τις αντοχές του ακροατηρίου, αποφάσισα να μη μπω σε λεπτομέρειες της κατασκευής, που προέκυψαν από την ανάγνωση και τη βάσανο των πηγών-μαρτυριών και την αυτοψία των ερειπίων του μεγάλου έργου από τους προηγούμενους μάρτυρες-περιηγητές και τους ιστορικούς με τελευταίο τον συγγραφέα μας, που αναχώνευσε κριτικά όλες τις μαρτυρίες για να καταλήξει στη σύνθεση της διήγησής του με βάση τις πληροφορίες, που άντεξαν στην κριτική, και να μας απαλλάξει από λαθεμένες πληροφορίες, κρίσεις και μυθεύματα γύρω από το έργο. Η κριτική εξέταση των μαρτυριών ανέδειξε και τον επίπονο δρόμο της λευκαδίτικης ιστοριογραφίας για να φθάσει, με τα κατωρθωμένα της τελευταίας πεντηκονταετίας, σε αυτό τον βαθμό ωριμότητας.

Το έργο χτισμένο πάνω στις εστίες των σεισμών δεν είχε τύχη και η διατήρησή του κόστιζε ακριβά στους κυριάρχους της Λευκάδας και γι’ αυτό επί Βενετοκρατίας, και προς το τέλος του 18ου αιώνα, το έργο εγκαταλείφτηκε και ως υδραγωγείο και ως υπερθαλάσσιος δρόμος. Το Κάστρο εξακολουθούσε να είναι πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της βενετοκρατούμενης Λευκάδας αλλά οι γυρω του οικισμοί Χώρα (Μπόργκο) και Άλλη Μεριά, προς την Ακαρνανία, εξαφανίστηκαν για λόγους αμυντικούς του Κάστρου. Κύριο κέντρο της Λευκάδας έγινε πλέον η γοργά αναπτυσσόμενη Αμαξική, η Χώρα, η Λευκάδα, που συνέχιζε να υδρεύεται από τη Μεγάλη Βρύση, με νέο υδραγωγό, που τοποθετήκε παράλληλα με τον παλιό.

Ελπίζω η ηθελημένα ελλειπτική παρουσίασή μου και η εικονογραφημένη και θελκτικότερη παρουσίαση του Μάρκου Σφέτσα, που θα ακολουθήσει, ότι θα μας πείσουν τελικά για την αξία του βιβλίου, για να φτάσουμε στην ανάγνωσή του, που θα πλουτίσει τις ιστορικές μας γνώσεις και θα μας δημιουργήσει ερωτήματα για τα οποία θα βρούμε τρόπους για να φτάσουμε στις απαντήσεις τους. Είναι ο μόνος ασφαλής και παραγωγικός δρόμος για την ουσιαστική πατριδογνωσία, που μας κάνει πλουσιότερους, με αυξανόμενο θησαυρό γνώσεων και αιτίες διαλόγου με το παρελθόν μας, που οδηγούν τελικά στην προσωπική και την κοινωνική μας αυτογνωσία.

Προηγουμενο αρθρο
Δεύτερη μέρα του Πάσχα με βροχούλα στη πόλη της Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Πανήγυρις Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου στους Σκάρους

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.