HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠρομάδες

Προμάδες

Γενάρης και βαρυχειμωνιά… Η στέγη αντιστεκόταν στο βοριά. Το σπίτι έτριζε σαν καράβι σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Θύρες και παραθυρόφυλλα αγκομαχούσαν στο χρέος τους. Οι λάμπες τρεμόπαιζαν καρφωμένες στους τοίχους και οι ίσκιοι άλλαζαν σχήματα.

502

Έξω σκοτάδι, κρύο φαρμάκι και ξαμολημένες δυνάμεις που παράσερναν στο διάβα τους κεραμίδια, ντενεκέδες, τσίγκινα στέγαστρα και μεγάλους κλώνους μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο ήχων: μακρόσυρτα κλαψουρίσματα, αιφνίδια ουρλιαχτά, θυμωμένα ριπίσματα, παραπονεμένα μοιρολόγια, σαλπίσματα επέλασης.

Με την αλλόκοτη αυτή χλαχοή έσμιγε και η αντάρα του πελάγου. Η γη του νησιού μας είναι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας κι ανάμεσά τους παρεμβάλλεται η λιμνοθάλασσα και οι αμμόλοφοι. Από τα παράθυρα των σπιτιών, πολύ συχνά, βλέπαμε τις κορφές των αγριεμένων κυμάτων να ξεπερνούν σε ύψος τους αμμόλοφους και το θέαμα αυτό, σε συνδυασμό με τους συνεχείς σεισμούς, διατηρούσε συνεχώς μέσα μας την αίσθηση της απόλυτης εξάρτησής μας από τις φυσικές δυνάμεις. Ήμασταν στα χέρια του Θεού…

201Μεταξύ ανέμων και υδάτων οι άνθρωποι, αμπαρωμένοι στα μικρά τους σπίτια, πάλευαν να ξορκίσουν το κακό με τη δύναμη της φωτιάς. Φλόγες πορτοκαλένιες και γαλαζένιες, από κούτσουρα ελιάς, ανέδιναν παρηγοριά κι ελπίδα.

«Τούτη η νυχτιά είναι για προμάδες…» Η φωνή της, ήσυχη, παραμυθητική, τράβηξε την προσοχή μας από τον χαλασμό των ανέμων. Έφερε το μεγάλο στρογγυλό καρβέλι του ζυμωτού ψωμιού, τυλιγμένο στο μεσάλι, το ξετύλιξε προσεκτικά με τις αργές, ιεροπρεπείς κινήσεις της και έκοψε μεγάλες φέτες. Καθένας κάρφωσε τη δική του σε ένα πιρούνι και την κράτησε πάνω από τη θράκα τόσο, όσο να ξεροψηθεί από τη μια πλευρά και ύστερα απ’ την άλλη. Κατόπιν, τη βάλαμε σε βαθύ πιάτο, ρίξαμε λάδι και ζεστό μαύρο κρασί, εκείνο το μοναδικό μαύρο κρασί του τόπου μας, με την πλούσια βελούδινη γεύση και το λεπτό του άρωμα.

4

Τρώγαμε με απόλαυση μπροστά στη φωτιά τις προμάδες μας κι ήταν η γεύση του ψωμιού, του κρασιού και του λαδιού τόσο δυνατή, που έδιωξε μακριά την ανησυχία μας από τη μανία των στοιχείων πάνω απ’ τη στέγη μας. Εκείνη τίναξε το μεσάλι της πάνω απ’ τη φωτιά και τα ψίχουλα του ψωμιού κάηκαν στις φλόγες. «Κύριε ευλόγησον τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και πλήθυνον αυτά εν τω οίκω τούτω», σιγοψιθύριζε..
46Ξανάβαλε στη θράκα τις πορτοκαλόφλουδες, που τις κρατούσε με επιμέλεια γι’ αυτήν ακριβώς τη χρήση κι η κάμαρα αρωματίστηκε. Μετά, έφερε μια τσαπέλα ξερά σύκα και τα έβαλε στη φωτιά να «ζωντανέψουν». Ζεστά, μαλακά και μελωμένα, πάντα μας ενθουσίαζαν.

Ένα καράβι το σπιτάκι μας, παραδομένο στην τρικυμία του ουρανού και στους κυματισμούς των ανέμων, ταξίδευε μέσα στην παγωμένη νύχτα του Γενάρη χωρίς αγωνία, γιατί μια αναμμένη φωτιά, λίγο ψωμί, λίγο κρασί και λίγο λάδι, είχαν μεταμορφωθεί από την έμπνευση μιας γυναίκας σε ουράνια ευλογία.

*Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Σόρα Κάτε» της Κωνσταντίνας Βρεττού – Γεωργακάκη, εκδόσεις «Στοχαστής» 2007.

Προηγουμενο αρθρο
15 από τα πιο γραφικά σοκάκια του κόσμου
Επομενο αρθρο
Η γυναίκα της Νεάπολης!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.