HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΠώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα στη δεκαετία του ’60;

Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα στη δεκαετία του ’60;

Ο Βασίλης Καραποστόλης θυμάται πώς κάποτε, σε μια άλλη Ελλάδα, οι άνθρωποι έδιωχναν τις μαύρες σκέψεις απ’ το τραπέζι τους κι άφηναν χώρο μόνο για τη χαρά. Ένα ευφρόσυνο μάθημα ζωής από το εξαίρετο –και πολύ διδακτικό– βιβλίο του «Η εποχή της όρεξης», 6 χρόνια φέτος από την έκδοσή του.

[…] Σε μια αυλή έξω από την οποία περνώ ετοιμάζεται τσιμπούσι. Όλα τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς το τηγάνι που έρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού, κρατημένο σαν κάνιστρο σε αρχαία πομπή από το χέρι της αρχιέρειας νοικοκυράς. Μόλις τα συκωτάκια ρίχνονται στην πιατέλα, οι καθήμενοι τα υποδέχονται με ελαφρά επιφωνήματα, πολύ διαφορετικά από εκείνες τις φιλοφρονήσεις προς την οικοδέσποινα και τη μαστοριά της που δέκα χρόνια αργότερα θα θεωρούνταν ένδειξη κοσμιότητας στα μικροαστικά τραπέζια. Είναι πρώιμο έως και άτοπο να λέγονται διάφορα κομπλιμεντάκια μόνο με το που σερβίρεται το έδεσμα. Αυτό φρονούσαν τότε οι ομοτράπεζοι. Και περίμεναν να αποφανθεί πρώτα ο οισοφάγος τους και μετά να μιλήσουν.

Με μαγνήτιζε ιδιαίτερα η σοβαρότητα με την οποία δοκίμαζαν τις πρώτες μπουκιές. Και τα επόμενα, όμως, στάδια της διαδικασίας ήταν αξιοπρόσεχτα. Η προσήλωσή τους σε ό,τι βρισκόταν μέσα στο στόμα τους, το άλεσμα της τροφής στον μύλο, η συνδυασμένη δράση για μερικά δευτερόλεπτα των τραπεζιτών και των κοπτήρων, κι έπειτα εκείνο το «μμμ…» εκ βαθέων, με το οποίο επικυρωνόταν η απόλαυση. Έφθαναν πλέον κοντά στη γευστική πλησμονή: σε λίγο δεν θα τους έλειπε το παραμικρό, όλη η φύση κι όλος ο πολιτισμός της κουζίνας θα βρίσκονταν πάνω στις θηλές της γλώσσας τους. Ξεχείλιζαν από μια μεστωμένη ευχαρίστηση που τη χάζευα και που, παρότι ήμουν συνηθισμένος αρκετά με το θέαμα, μ’ άφηνε κάπως απ’ έξω: δυσκολευόμουν να την καταλάβω καλά, να μπω στο εσωτερικό της.

Ένας νέος δεν μπορεί να ευχαριστιέται έτσι. Του λείπει η πείρα, του λείπουν ακόμη πολλοί πόνοι ώστε να μπορεί να εκτιμήσει, όταν έχει πια ξεφύγει απ’ αυτούς, την αξία μιας ηδονής που μοιάζει απλή. Τίποτε όμως δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει. Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν. Απορούσα βλέποντας την εύθυμη ομήγυρη. Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα; Μερικές μερίδες συκωτάκια και δυο κιλά κοκκινέλι τούς είχαν ανεβάσει στους γαλαξίες, αν ήταν δυνατόν. Το σφάλμα στη σκέψη μου βρισκόταν ήδη στην αφετηρία: χαρακτήριζα λίγο αυτό που οι ίδιοι, τις στιγμές εκείνες, δεν το μετρούσαν καθόλου με όρους ποσότητας.

«Τίποτε δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει. Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν».

Εξίσου όμως λαθεμένο θα ήταν να νομίσει κανείς ότι μπροστά μου φανερωνόταν τότε η συνετή στάση κάποιων ολιγαρκών. Σχεδόν ανύπαρκτη η αρετή αυτή σε τούτο τον τόπο. Απρόθυμοι όλοι να αρκεστούν στα λίγα και να μην προσδοκούν διακαώς τα περισσότερα. Ωσότου έρθει όμως η ώρα της δαψίλειας, το κάθε τερπνό που προέκυπτε ήταν για κείνους τους καλοφαγάδες, τους ανεκπαίδευτους στην επιτήδευση, ευπρόσδεκτο όσο και το πολλαπλάσιο και καλύτερό του· ήταν ικανοί να το νιώθουν αυτό. Να απολαμβάνουν ό,τι βρισκόταν στο πιάτο τους, αναγνωρίζοντας εκεί μέσα τους κόπους των προηγούμενων ωρών. Δικαιωματικά το πιρούνι λάμβανε την ανταμοιβή τους σε μορφή ριγανάτου νεφρού ή σπλήνας. Είχαν δώσει ζωή με τον μόχθο τους και τώρα την έπαιρναν πίσω. Και θα την ξανάδιναν, το επόμενο πρωί, ήταν αναπόφευκτο αυτό.

Χαίρονταν λοιπόν με κάτι τόσο πρόσκαιρο; Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω ότι όπως κάρφωναν το νεφρό έτσι ακινητοποιούσαν κι εκείνες τις στιγμές· επρόκειτο για αγκυροβόλημα μέσα στο παρόν. Άφηναν κατά μέρος τα περασμένα και τα μελλούμενα για να μην εισχωρήσουν στην αυλή τους, με το τραπέζι στο κέντρο, ούτε ο φόβος ούτε η θλίψη, ούτε κι η ελπίδα. Χώρος διαθέσιμος υπήρχε μόνο για τη χαρά. Την τάιζαν με μερικές πιρουνιές, την πότιζαν με δυο-τρία ποτηράκια, κι εκείνη ξεπεταγόταν για να βάψει τα πρόσωπα των οπαδών της με τα χρώματα του ροδάκινου και του βερίκοκου. Ακτινοβολούσαν. Και χωρίς να έχουν ιδέα, δάνειζαν σ’ εμένα που στεκόμουν απ’ έξω και τους έβλεπα ένα αίσθημα με τη βοήθεια του οποίου θα αποτιμούσα αργότερα την αξία που έχουν τα γαρνιρίσματα της ζωής. […]

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η εποχή της όρεξης – Ακολουθώντας τα ίχνη του ’60» του συγγραφέα και καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλη Καραποστόλη, εκδόσεις Πατάκη, 2012.

Πηγή : Andro.gr

Προηγουμενο αρθρο
Τροχαίο με εμπλοκή τεσσάρων αυτοκίνητων στο Φρύνι
Επομενο αρθρο
Η γιορτή Ψαριού στο λιμάνι της Λυγιάς

3 Σχόλια

  1. timos
    2 Σεπτεμβρίου 2019 at 01:37 — Απάντηση

    να σου πω Δασκαλε? καιρο σε διαβαζω κ χαιρωμαι που εχεισ τοσο καθαρο / αναλυτικο κ διεισδυτικο λογο …
    στα παραπανω εχεις απολυτο δικιο … νοσταλγουμε εκεινες τις μερες αλλα ηταν πολυ σκληρες κ με μεγαλη φτωχεια …
    νασαι καλα κ συγνωμη για τα ορθογραφικα λαθη αλλα ημουνα του οικονομικου κ σε ειχα δασκαλο στο λυκειο κ με βοηθησες πολυ να περασω στο πανεπιστημιο οπως κ ο Θανασης Ραφτοπουλος.
    ελπιζω καποια στιγμη να βρεθουμε απο κοντα για μια χειραψια.

    Ζαβερδινος Τιμος

    • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΡΕΣ
      2 Σεπτεμβρίου 2019 at 18:38 — Απάντηση

      Γεια σου ρε Τίμο! Σε περιμένω. Μαζί με τα άλλα τα παιδιά!

  2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΡΕΣ
    26 Αυγούστου 2019 at 12:24 — Απάντηση

    Είναι πανάρχαια συνήθεια και τάση των ανθρώπων να ωραιοποιούν το παρελθόν, τη “χρυσή εποχή της βασιλείας του Κρόνου”, όπως έξοχα την αποκρυστάλλωσε γλωσσικά η ελληνική μυθολογία. Η πραγματικότητα όμως δεν συμφωνεί: Ήταν σκληρά τα χρόνια της δεκαετίας του 1960 (και πιο σκληρά ασφαλώς των προηγούμενων δεκαετιών) και το μερίδιο των ανθρώπων στη χαρά και στο γέλιο μάλλον μικρότερο από το δικό μας. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις. Να θυμίσω μόνο τις στρατιές της μετανάστευσης που έψαχναν μια ανάσα ζωής που δεν την εύρισκαν εδώ. Τώρα αν εμάς μας βασανίζουν άλλα και πολλά προβλήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι το “τότε” ήταν καλό. Για να μην πολυλογούμε, τα νιάτα μας νοσταλγούμε όχι τα “καλά χρόνια”.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.