HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΣυνέντευξη της Παρασκευής Κοψιδά – Βρεττού στο περιοδικό ποίησης «Θεματοφύλακες λόγω τεχνών»

Συνέντευξη της Παρασκευής Κοψιδά – Βρεττού στο περιοδικό ποίησης «Θεματοφύλακες λόγω τεχνών»

Αν και φιλόλογος, δε θα έλεγα ότι περιορίζει τον εαυτό της σε στενές νόρμες έκφρασης. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί λόγο απλό και μεστό, χωρίς υπερβολές και φανφάρες. Η κ.Παρασκευή Κοψιδά – Βρεττού, μας ξεδιπλώνει τον εσωτερικό της κόσμο και μας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις σκέψεις της και τα όνειρά της, μέσα από τη ποιητική της συλλογή “Χειραψίες μιας ασήμαντης μέρας” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Βακχικόν”.

Ένα βιβλίο το οποίο, διαβάζοντάς το, μπορείς αμέσως να καταλάβεις ότι έχεις να κάνεις με ένα άτομο το οποίο έχει πολλά χρόνια συγγραφικής πορείας πίσω του αλλά και μεγάλη εμπειρία. Ένα βιβλίο το οποίο, σε οδηγεί στο να θέσεις τα δικά σου ερωτήματα αναφορικά με τα θέματα που πραγματεύεται. Και να ταυτιστείς. Άλλωστε, αυτό δε κάνει πάντα ένα καλό βιβλίο;

Ας γνωρίσουμε λοιπόν τη συγγραφέα του!

1) Πως αποφασίσατε να ξεκινήσετε το ταξίδι πάνω στο χαρτί;

Π.Κ. :
Ένα ταξίδι πράγματι είν’ η γραφή που δεν το προσχεδιάζεις, δεν το αποφασίζεις. Δεν σε ρωτά κανείς αν θέλεις να ταξιδέψεις και πότε. Ούτε αν είσαι ή πότε είσαι έτοιμος γι’αυτό. Αισθάνεσαι μόνο πως έχεις εφόδια και πρώτες ύλες για το ταξίδι σου και είσαι εξοπλισμένος με μια δύναμη παράξενη, που άλλοτε παίρνει τη μορφή της αβάσταχτης αγωνίας και άλλοτε του ακατάσχετου ενθουσιασμού. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή παίρνεις ή νομίζεις πως παίρνεις την απόφαση να βγεις στο πέλαγος. Τουλάχιστον για μένα, απ’όσο θυμάμαι και θυμάμαι πολύ πίσω στα χρόνια που οι άνθρωποι δεν είναι συγγραφείς αλλά κάποιοι ίσως ονειρεύονται να γίνουν μεγαλώνοντας, όπως άλλοι ονειρεύονται να γίνουν αστροναύτες, πως καμιά δεν μου ζητήθηκε απόφαση να πάρω. Έγραφα όμως συνεχώς γιατί δεν μπορούσα να μη γράφω. Ήταν βασανιστικό να μην γράφω όσο στη συνέχεια και το να γράφω. Για το δεύτερο αναφέρομαι στην ανιδιοτελή ευτυχία μιας «αυτοθυσίας» που είναι η συγγραφή. Διάβαζα κι έγραφα ασταμάτητα. Τι να λένε εκείνα τα παράξενα μαύρα σημάδια πάνω στο χαρτί –αυτή ήταν η πρώτη «αναλφάβητη» ανάμνησή μου. Και πότε θα μάθω να διαβάζω τα μυστικά τους και να γράφω στο χαρτί κι εγώ όπως αυτοί οι άγνωστοι σε μένα θαυματοποιοί. Κι αφότου έμαθα τα στοιχειώδη πρώτα μυστικά τους δεν σταμάτησα έκτοτε… Ακόμα και η προαιρετικότητα στο σχολείο υπαγορευόταν στη συνείδησή μου ως μια ευχάριστη υποχρεωτικότητα. Πολυσέλιδες εργασίες, αναλύσεις φιλολογικές των ομηρικών επών, πολυσέλιδες εκθέσεις-δοκίμια, ποιήματα. Και το πρώτο οργανωμένο πόνημα σε ηλικία 14 χρόνων περίπου, με πρότυπες «εκθέσεις» για μαθητές του γυμνασίου, στην πραγματικότητα ανθολόγιο κειμένων μου λογοτεχνικών. Και το πρώτο δημόσιο κείμενό μου, που είχε προκαλέσει αίσθηση ήταν μια εκτενής επιστολή στον αθηναϊκό τύπο, πραγματικό μανιφέστο εναντίον της θανατικής ποινής, με πειστική τεκμηρίωση, και με αφορμή την τελευταία εκτέλεση ποινικού κρατούμενου στην Ελλάδα, του 27 χρονου ηλεκτρολόγου Βασίλη Λυμπέρη, που είχε κάψει ζωντανή τη γυναίκα του, την πεθερά του και τα δύο του παιδιά.

Στην ενήλικη πια ζωή μου ασχολήθηκα με ποικίλα είδη λόγου, την επιστημονική συγγραφή, το δοκίμιο, τη μελέτη, το λογοτεχνικό δοκίμιο, την κριτική, την ποίηση. Μια μακρά θητεία και σπουδή ταυτόχρονα της γλώσσας και των μεταμορφώσεών της. Και εξακολουθώ να γράφω με τη συγκίνηση και τον φανατισμό του νεοφώτιστου…

Βούληση λοιπόν ανυποχώρητη, ανέλεγκτη -αυτό είναι τελικά που απελευθερώνει και καθοδηγεί την «απέραντη αλληλεγγύη», που ονομάζεται συγγραφή. Μια πράξη ευγενικής συνωμοσίας, όπως το δηλώνει με τόσες συνδηλώσεις η λέξη συγγραφή, εμπλέκοντας τον έναν με τους πολλούς ανθρώπους και την κοινή τους μοίρα.

2) Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μετουσιωθεί μια ιδέα σε ποίηση ;

Π.Κ. :
Ο Γκαίτε, νομίζω, είπε ότι το δημιουργικό έργο αποτελείται 5% από έμπνευση και 95% από ιδρώτα. Στην έμπνευση ανήκει εκείνη η απροσδόκητη στιγμή μιας έλλαμψης που μεταμορφώνει απλά και συνήθη πράγματα ή γεγονότα σε αναγεννημένες οντότητες, που μετεωρίζονται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, παράγουν νέους συνδυασμούς υπάρξεων και βιωμάτων και τείνουν να αποχωριστούν το υποκείμενο απλώνοντας το χέρι στον καθολικό Άνθρωπο. Για να συντελεστεί το τελευταίο, η χαρά και ο ενθουσιασμός της έμπνευσης παραχωρούν τη θέση τους στην αγωνία της πραγμάτωσης του δημιουργικού έργου. Του ποιήματος εν προκειμένω. Ένας διάσημος Ελληνοαμερικανός ζωγράφος, ο Θεόδωρος Στάμος, μιλώντας για την αγωνία και το μαρτύριο της δημιουργίας έλεγε ότι οι καλλιτέχνες περνούν τη δική τους Σταύρωση, βαδίζουν τη δική τους Via Delarosa…

Το πέρασμα από τη χαρά στην αναμέτρηση με την αγωνία είναι το τίμημα της δημιουργίας. Οι Αμερικανοί ερευνητές της δημιουργικότητας υποστηρίζουν ότι η χαρά είναι το συναίσθημα μιας κορυφαίας εμπειρίας της δημιουργικής αυτοπραγμάτωσης, ταυτόσημο με την έμπνευση. Και θεωρούν τη δημιουργικότητα την υψηλότερη έκφραση της αυτοεκτίμησης, το αποκορύφωμα του υπαρξιακού συναισθήματος, της ίδιας της ζωής. Η αγωνία ωστόσο, ο ιδρώτας του Γκαίτε καραδοκούν, όταν αυτή η αρχική μέθη, θα πρέπει να μετασχηματιστεί σε δημιουργία, διατηρώντας την αρχική μαγεία της σύλληψης και παλεύοντας με τα «υλικά» (νοήματα, ιδέες, λέξεις, αισθητική συναρμογή τους) ώστε σε κατάσταση ψύχραιμης αποτίμησης o δημιουργός, ο ποιητής να πει ναι, αυτή είναι η ενσαρκωμένη ιδέα, αυτό είναι το άξιο δημιούργημα της έμπνευσής μου. Ας μην ξεχνάμε ότι Ο βασιλιάς της Ασίνης γράφηκε τουλάχιστον 17 φορές για να σταθεί στην ποιητική συνείδηση του δημιουργού του. Και η Στενή Πύλη του Αντρέ Ζιντ, κυοφορούνταν στη σκέψη του συγγραφέα και σε δοκιμές του πάνω στο χαρτί 14 ολόκληρα χρόνια… Ερμηνεύοντας την οριακή συναισθηματική αντίθεση της δημιουργικής πράξης, από την εκρηκτική χαρά της έμπνευσης μέχρι την αγωνία της δημιουργίας, η Verena Kast γράφει χαρακτηριστικά ότι «η δημιουργικότητα αντιπροσωπεύει το θρίαμβο της ζωτικότητας πάνω στον φόβο».

3) Ποιες οι επιρροές σας;

Π.Κ. :
Το πρώτο στη δημιουργία είναι η «όραση». Τι βλέπουμε! Κι έπειτα η φαντασία. Πώς το βλέπουμε! Πώς το μεταμορφώνουμε, πώς το μεταπλάθουμε, πώς το αισθητηριακό «συμβάν» μεταποιείται σε ψυχικό και αισθητικό «γεγονός». Μιλάμε για βιώματα. Ασφαλώς η ποίηση στηρίζεται στα βιώματα του ποιητή. Συμφωνώ με τη σκέψη του Ντιλτάυ ότι ποίηση είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του, αποκαλύπτοντας μια ιδιαίτερη άποψη της ζωής. Και ασυνείδητα ενδεχομένως ο κάθε ποιητής βασανίζεται από την αγωνία να επικοινωνήσει μέσ’από το δικό του βίωμα με τον άλλο άνθρωπο. Με την «ανθρωπότητα»-την ανθρώπινη κοινή φύση και ψυχή. Αυτή είναι και η κορυφαία εμπειρία του ποιητή: η ταύτιση του προσωπικού βιώματος με το βίωμα του άλλου Ανθρώπου. Θυμάμαι τον στίχο του Ουίτμαν: «Είμαι ο άνθρωπος…υπέφερα…ήμουν εκεί…»
Σταματάμε λοιπόν στους ποιητές που βλέπουν τον κόσμο με τα δικά μας μάτια. Που μας μοιάζουν. Που μιλούν την ίδια γλώσσα και μας γίνονται γι’αυτό οικείοι, συνομιλητές χωρίς να αισθανθούμε την ανάγκη να τους δούμε ποτέ από κοντά. Άλλωστε η γνησιότερη επικοινωνία των ανθρώπων είναι μέσα από τη σκέψη τους. Στα δικά μου ποιήματα το βλέμμα μου επίμονα περισκοπεί τον έξω κόσμο, τους ανθρώπους, τις σχέσεις, τον αγώνα και την αγωνία τους, τη via dolorosa του καθενός, κι έπειτα αυτός ο κόσμος έρχεται να διασταυρωθεί με το συναίσθημα και την ψυχή μου ολόκληρη. Ίσως όχι το ηχηρό, αυτό που θα «διαφημίσει» η τηλεόραση στα δελτία ειδήσεων, αλλά εκείνη η μικρή, ασήμαντη, λεπτομέρεια που μπορεί να διαπεράσει σαν ηλεκτρικό ρεύμα την καρδιά και να κονιορτοποιήσει την αδιαφορία του εθισμένου στο μαζικό απρόσωπο δράμα της ανθρωπότητας, όπως παίζεται κακόγουστα και πλαδαρά γύρω μας.
Απ’αυτή την άποψη, αν και δέχομαι και με συγκινεί κάθε μορφή και έκφραση αληθινής ποίησης, στέκομαι περισσότερο στην κοινωνική ποίηση. Είναι η πατρίδα που συνδέει το παροντικό βίωμα με την ιστορία των ανθρώπων μέσα στο χρόνο. Αν θυμάμαι καλά, ο πρώτος ποιητής που με εντυπωσίασε, χωρίς νομίζω να με επηρέασε στη γραφή, ήταν ο Έλιοτ. Κι επειδή πίστευα και πιστεύω στον αντίλογο της ποίησης, είχα σταθεί κάποτε στο ανατρεπτικό θράσος τού πληγωμένου από την κοινωνία του Αρχίλοχου. Σήμερα ανατρέχω σε ποιητές που αγαπώ, Έλληνες και ξένους, και στην ποίηση των λαών, και περισσότερο σε ποιήματα που ξεχωρίζω και αγαπώ-επιτρέψτε μου να μην αναφερθώ ειδικότερα, ίσως ξεχάσω, ίσως αδικήσω… Πάντως ο τόπος μας εξακολουθεί να παράγει –όχι μόνον κρίσεις-αλλά εξισορροπητικά ίσως, και ποιητές… Θα ανατέμνουν μελλοντικά οι γραμματολόγοι και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τη γενιά της κρίσης όπως προηγούμενες γενιές, του 1880 π.χ. ή του 1930 κ.λ.π.

4) Αναφέρετε τρεις χαρακτηρισμούς για τον εαυτό σας για τους οποίους είστε υπερήφανη και τρεις για τους οποίους όχι.

Π.Κ. :
Αν και σπάνια αισθάνομαι υπερήφανη για τον εαυτό μου, θα σας κάμω το χατήρι: Το πρώτο είναι ότι δεν έχω προκαλέσει-συνειδητά τουλάχιστον- κακό σε κανέναν άνθρωπο. (Το αντίθετο μάλιστα). Το δεύτερο είναι το επιλεκτικό άγχος μου και η επίμονη προσπάθειά μου πάνω στο ατίθασο υφάδι της γραφής. Και το τρίτο: δεν είμαι υπερήφανη για ό,τι δεν θα έπρεπε να είμαι…
Μπορώ λοιπόν πιο εύκολα να μιλήσω για όσα δεν είμαι υπερήφανη…μόνο που είναι πολύ περισσότερα από αυτά που ζητάτε: Δεν είμαι υπερήφανη για τους φόβους και τις ανασφάλειές μου. Δεν είμαι υπερήφανη που ξεχνώ τόσο γρήγορα κακίες ανθρώπων που δεν έβλαψα. Δεν είμαι υπερήφανη που δεν αισθάνομαι υπερηφάνεια για όσα θα έπρεπε…

5) Έχετε ασχοληθεί και ασχολείστε ακόμα επαγγελματικά με τον τομέα της φιλολογίας. Κατά πόσο επηρεάζει αυτό το έργο σας; Θέλω να πω, περιορίζετε τον εαυτό σας όσο αφορά την έκφραση ή τον αφήνετε ελεύθερο να ξεδιπλώσει τα συναισθήματά του;

Π.Κ. :
Μπορώ να πω ότι ήμουν πάντα μοιρασμένη ανάμεσα στη φιλολογία και τη συγγραφή. Η φιλολογία είναι βέβαια επιστήμη με τις μεθόδους και τα εργαλεία της, τις σχολές της-τους συγκεκριμένους τρόπους της να αναγιγνώσκει και να αξιολογεί τα κείμενα, να ανακαλύπτει την αξία και να πραγματώνει την αισθητική κριτική τους. Είναι ο διαμεσολαβητικός λόγος ανάμεσα στο δημιουργικό έργο και τους αποδέκτες του. Υπείκει επομένως σε μια πειθαρχημένη κατάσταση της σκέψης που κατανοεί, κρίνει, αξιολογεί. Το δημιουργικό έργο είναι, στην αρχική του σύλληψη τουλάχιστον, προϊόν έμπνευσης, δεν δεσμεύεται από την απόλυτη συμβατική λογική της επιστήμης, αλλά προσδοκά να μετατρέψει το στιγμιαίο υπαρξιακό συναίσθημα σε μια μοιρασμένη, με πολλούς άλλους, συναισθηματική και ίσως κοινωνική ουτοπία. Διαρρηγνύει τη νόρμα του αναμενόμενου και αναφαίνει το απροσδόκητο αιφνιδιάζοντας την ψυχική και διανοητική σύμβαση και παράγοντας μια υπέρτατη συγκινησιακή φόρτιση. Είναι δηλαδή ένα πεδίο άσκησης της ελευθερίας της σκέψης και υλοποίησης της φαντασίας.
Θέλω, μ’άλλα λόγια, να πω ότι το δημιουργικό έργο είναι ανεξάρτητο από τη φιλολογία εν τη γενέσει του. Η φιλολογία έπεται. Κι ένας καλός φιλόλογος δεν σημαίνει πως μπορεί να γίνει συγγραφέας. Ούτε ένας συγγραφέας μπορεί να γίνει μεγάλος συγγραφέας αν είναι παράλληλα και φιλόλογος. Η φιλολογία μπορεί μόνον επικουρικά να τον συνδράμει καθοδηγώντας τον μέσα στον ωκεανό των κειμένων και καλλιεργώντας του τα αισθητικά κριτήρια του έντεχνου λόγου. Αλλά –και μιλώντας για τον εαυτό μου- πιστεύω πως μπορεί ο αληθινός δημιουργός να μετατρέψει και τη φιλολογία σε τέχνη…

6) Ο χειρότερος εφιάλτης που φοβάστε για την καριέρα σας και το ομορφότερο όνειρο που έχει πραγματοποιηθεί ή προσδοκάτε για το μέλλον;

Π.Κ. :
Να μου απαγορεύσουν να γράφω-αυτός θα ήταν ο μεγάλος εφιάλτης για μένα. Αυτό που έχει πραγματοποιηθεί είναι ότι μπορώ και γράφω, αβίαστα, ανεμπόδιστα. Πιστεύω πως πρόκειται για μια εύνοια, από τη φύση, το Θεό, τους γονείς μου…δεν ξέρω. Πάντως τους είμαι ευγνώμων!
Κι αυτό που προσδοκώ για το μέλλον; Μα, να υπάρχει μέλλον και να με βρίσκει γράφοντας…

7) Πιστεύετε, ότι στην Ελλάδα του 2018, μπορεί κάποιος να βιοπορίζεται από τη τέχνη του;

Π.Κ. :
Δύσκολο. Οι συγγραφείς γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαιτίας της ανάγκης τους να δει το έργο τους το φως. Ούτε υπάρχουν στέρεοι νόμοι που να προστατεύουν τα δικαιώματα των συγγραφέων. Αλλά και οι συγγραφείς επίσης δεν ανατρέχουν συχνά στους υπάρχοντες νόμους ώστε να διεκδικήσουν τα –όποια- δικαιώματά τους. Οι ευπώλητοι συγγραφείς, που έχουν ενδεχομένως αυτή τη δυνατότητα, είναι κάποιες φορές προϊόν διαφήμισης, και δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζει η εμπορικότητα με τη λογοτεχνική αξία των έργων τους. Πρόκειται μάλλον για επικαιρικά έργα μιας σεζόν που βρίσκουν ανταπόκριση στις απαιτήσεις ενός αγοραστικού κοινού που αρνείται να κουράσει τη σκέψη του… Οι ποιητές πάντως θα ήταν οι τελευταίοι που θα μπορούσε να ζήσουν από την τέχνη τους, αν και οι άνθρωποι την επιζητούν και την έχουν ανάγκη την ποίηση. Αλλά τη …φοβούνται…

8) Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι προς το καλύτερο – στο τομέα της λογοτεχνίας – τι θα ήταν αυτό;

Π.Κ. :
Να ξαναβρεί τον εαυτό της. Να στοχαστούμε ξανά τι είναι λογοτεχνία. Να ξεχωρίσουμε τη λογοτεχνική συγγραφή από τη «γραφή». Οι περισσότεροι συγγραφείς είναι απλοί «γραφείς»-δεν μεταποιούν τον λόγο σε τέχνη. Ν ξεχωρίσουμε επομένως τα οποιαδήποτε κείμενα από τα κείμενα. Ο Ρολάν Μπαρτ διεύρυνε τα όρια του έντεχνου λόγου αλλά δημιούργησε και μια προϊούσα σύγχυση. Η λογοτεχνία είναι αλληλέγγυα της πραγματικότητας, αλλά την υπερβαίνει, ανοίγει το δρόμο προς την ηθική ανασύνθεσή της. Κοιτάζει κατάματα το κακό, ανοίγει όμως το δρόμο προς το καλύτερο.

9) Όλο και νέοι επίδοξοι ποιητές εμφανίζονται στον ορίζοντα. Αν έπρεπε να τους δώσετε μια συμβουλή, ποια θα ήταν;

Π.Κ. :
Αγαπείστε τον άνθρωπο όσο κακός κι αν σας φαίνεται. Αγαπείστε τη ζωή όσο αφόρητη κι αν μοιάζει. Μπορεί τότε με τους στίχους σας καλύτερος να γίνει ο άνθρωπος, ομορφότερη η ζωή.
Πράγματι σήμερα υπάρχει ίσως μια υπερπαραγωγή ποιητών και στίχων-που δεν είναι πάντοτε ποίηση. Κατά μια έννοια, η κακή ποίηση-αλλά τότε μήπως δεν μπορούμε να μιλάμε για ποίηση;- βλάπτει, συνιστά κοινωνική προσβολή, όπως έγραφε ο Άλντους Χάξλεϊ. Στην ακραία σκληρή κριτική της, ο πολίτης στο σαιξπηρικό έργο Ιούλιος Καίσαρας, κραύγαζε μαινόμενος προκειμένου για τον Κίννα: «Κομματιάστε τον για τους κακούς του στίχους, κομματιάστε τον για τους κακούς του στίχους». Από μια άλλη άποψη όμως, η παραγωγή ποίησης, ανεξάρτητα από τα όποια αξιολογικά κριτήρια διαμορφώνει ένα υπόστρωμα συλλογικής ευαισθησίας που μπορεί να δώσει και το μείζον στην τέχνη, και τον ξεχωριστό δημιουργό. Υπάρχει άλλωστε τόση ανάγκη για συμ-πάθεια μέσω της ποίησης!

10) Τι να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον;

Π.Κ. :
Καταρχήν, να υπάρξει μέλλον… Με δεδομένο λοιπόν το μέλλον, μια πρωτότυπη παιδαγωγική μελέτη, με τίτλο: Προς μια Ποιητική Παιδαγωγική και μια νέα ποιητική συλλογή, που περιμένει υπομονητικά το…μέλλον.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία στο λογοτεχνικό «σαλόνι» σας και την ποιότητα της…ανάκρισης!

Κ.Κοψιδά, σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που μας διαθέσατε και σας ευχόμαστε ολόψυχα κάθε επιτυχία στο έργο σας!!!

Για τους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών
Δημήτρης Μπονόβας

Προηγουμενο αρθρο
Προβολή της κινηματογραφικής ταινίας «Victoria»
Επομενο αρθρο
Οδηγίες Κυνηγετικού Συλλόγου Λευκάδας στα μέλη του για τον αγώνα ορεινού τρεξίματος

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.