HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤα Παγανά

Τα Παγανά

Η γιαγιά Χαρίκλεια ήταν πάντα ανήσυχη τις γιορτές των Χριστουγέννων. Έκανε όλες τις δουλειές στο σπίτι, τα ψώνια στη Xώρα, τις επισκέψεις στην εκκλησία, τις υποχρεώσεις στους συγγενείς και τους φίλους, τις στρούνες και τα δώρα στ’ ανίψια, τα εγγόνια και τ’ αναδεχτούδια.

Όμως απ’ τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, σα νύχτωνε, έπρεπε να ‘ναι όλοι στο σπίτι. Αλλιώς έβαζε τις φωνές και γκρίνιαζε, λες και θα τη σκότωναν. Τα παιδιά κι οι νύφες της την ξέρανε και παίρνανε τα μέτρα τους, για ν’ αποφύγουν τη φασαρία. Σκληρή γυναίκα, ντυμένη παραδοσιακά, με το φουστάνι και το κεφαλομάντιλο, με τη μπέρτα και την κεντημένη μπροστοποδιά. Έδινε διαταγές, ήταν απόλυτη, τους ήθελε όλους σούζα. Τα εγγόνια όμως; Πώς να μπουν στην ψυχή της που τη βλέπανε και τρέμανε;

Είχαν περάσει τα Χριστούγεννα κι η Χαρά, η εγγονή της, άργησε να γυρίσει ένα βράδυ απ’ τη φίλη της, που είχε πάει για να θυμηθούν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, μια και θα γύρναγαν οι δυο τους στις γειτονιές του χωριού. Έκανε κρύο, έπεσε και το σούρουπο κι ανάστατη η γιαγιά πηγαινοερχόταν απ’ το δωμάτιο στην κουζίνα του σπιτιού.

– Πού είναι τώρα το κορίτσι;
– Θα ‘ρθει βρε μάνα, όπου να ‘ναι, σταμάτα να σεργιανάς μεσ’ το σπίτι.
– Πιάστηκες με τις δουλειές και ξέχασες το κορίτσι και βγαίνουν τα παγανά αυτές τις μέρες.
– Άσε τώρα τα παραμύθια σου μητέρα και μην της πεις τίποτα και τη φοβίσεις σαν έρθει, της είπε πάλι η νύφη της και συνέχισε τη δουλειά της.

Η ώρα περνούσε και η γιαγιά Χαρίκλεια αναστατωνόταν περισσότερο. Σκέφτηκε να βγει στη ρούγα να αφουγκραστεί, μα πάλι κοντοστάθηκε. Κι ενώ είχε νυχτώσει η Χαρά άνοιξε την πόρτα κάποια στιγμή κατάχλομη.

– Ξέρω θα με μαλώσεις, μα πέρασα τόσο ωραία με τη φίλη μου και τα κάλαντα τα ξέρουμε τέλεια. Είμαστε πανέτοιμες. Αλλά να, όπως κατέβαινα το δρόμο, άκουσα κάτι θορύβους πίσω απ’ τα δέντρα κι έβαλα ένα τρέξιμο…
– Μπορεί ο αγέρας, μπορεί οι γάτες… Προσπάθησε να πει η μητέρα, για να προλάβει τη γιαγιά, μα εκείνη στράφηκε απειλητικά και προς τις δύο.
– Τι είπα εγώ, τα παγανά θα ήταν. Φοράς το σταυρό σου;
– Ναι γιαγιά, μα τι λες τώρα; Πώς να βγουν στο δρόμο μου τα παγανά; Πες μου αν ξέρεις, δε φοβάμαι, θέλω να μάθω.
– Αυτοί οι δάσκαλοι στο σχολείο δε σας μαθαίνουν τίποτε; Πάνε οι παραδόσεις με τις τηλεοράσεις και τα κουτιά που κουβαλάτε; Άκου λοιπόν Χαρά μου…

Κι άρχισε να διηγείται στην εγγονή της ό,τι ήξερε, όσες εμπειρίες είχε απ’ τη ζωή της κι η νύφη τσιμουδιά. Πού να τολμήσει να πει λέξη. Καθίσανε στη φωτιά, κλείσανε την τηλεόραση και σα χτύπησε το κινητό της Χαράς πώς δεν το πέταξε η γιαγιά Χαρίκλεια στη θράκα.

– Όσο θα σου μιλάω δε θ’ απαντήσεις σε κανένα, τ’ άκουσες νομίζω.
– Καλά βρε γιαγιά, ό,τι πεις.

– Λοιπόν τα παγανά είναι οι καλικάντζαροι. Άσχημα όντα, κακά, κατάμαυρα, με ουρές, με μακριά νύχια. Μισούν τους ανθρώπους κι όλο το χρόνο κάτω απ’ τη γη κόβουν το δέντρο που τη στηρίζει. Κι ενώ τους απομένει λίγο, τα Χριστούγεννα ανεβαίνουν στη Γη. Τη μέρα κρύβονται, μα μόλις πέσει το σκοτάδι γυρίζουν στους δρόμους. Αλίμονο σ’ όποιον ξεμοναχιάσουν. Τον χτυπάνε, τον βρίζουν, του σκίζουν τα ρούχα, τον γρατσουνάνε και μετά γυρίζουν στις αυλές.

Αν βρουν κόσκινο, κάθονται και μετράνε τις τρύπες του, μα τους παίρνει η αυγή κι έτσι ξαναφεύγουν, χωρίς να κάνουν ζημιές. Αν δουν στάχτες πεταμένες στη γωνιά του σπιτιού ή μυρίσουν λάστιχο από χοντροτσάρουχο ή ακούσουν αλάτι να κάνει θόρυβο στη φωτιά εξαφανίζονται.

Αν όμως δεν υπάρχει κάτι απ’ αυτά, μπαίνουν στο σπίτι απ’ τις κλειδαρότρυπες ή την καμινάδα και το κάνουν άνω κάτω. Πατάνε στις κατσαρόλες, χύνουν το φαγητό, λερώνουν τους τοίχους, γρατσουνάνε και τους νοικοκυραίους που κοιμούνται, μαγαρίζουν το λάδι και το κρασί και μόλις αρχίζει να φέγγει και να ‘ρχεται η αυγή εξαφανίζονται, για να έρθουν πάλι το σούρουπο.

Γι’ αυτό Χαρά μου φωνάζω. Εγώ, αν είδες έξω, έχω κρεμάσει το κόσκινο και στις γωνίες έχω ρίξει στάχτη. Πού να τολμήσουν να πλησιάσουν; Έπειτα φοράμε το σταυρό που τα διαβολικά αυτά, σαν τον αγρικήσουν, φεύγουν μακριά. Αυτά λοιπόν ήρθαν στο δρόμο σου απόψε. Αλλά δε σε πλησίασαν, γιατί φορούσες το σταυρό σου. Πρόσεχε, άλλη βραδιά να μην το ξανακάνεις αυτό. Μέχρι την παραμονή των Φώτων ανεβαίνουν στη Γη. Τότε γυρίζει ο παπάς με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του, όπως λένε κι εξαφανίζονται. Πάνε να καταστρέψουν το δέντρο που στηρίζει τη Γη, μα αυτές τις δώδεκα μέρες που έλειπαν, έκπληκτοι βλέπουν πως έχει θρέψει. Και πάλι απ’ την αρχή. Αυτά ξέρω εγώ και γι’ αυτό φωνάζω, ν’ ακούς τη γιαγιά Χαρίκλεια και να το πεις και στο δάσκαλο, όταν αρχίσει το σχολείο.

Η Χαρά δεν είπε τίποτα. Ήταν προβληματισμένη. Σκεφτόταν την επιστροφή της. Φίλησε το σταυρό. Θα τον φορούσε όλες αυτές τις μέρες και θα ‘λεγε και στη δασκάλα της αυτά όλα που της είπε η γιαγιά, όταν θα πήγαινε στο σχολείο. Δεν μπορεί η γιαγιά να ήθελε το κακό της. Την αγαπούσε τη Χαρά, όλους τους αγαπούσε, ας ήταν αυστηρή, ας έδινε εντολές.

Κι ενώ ευχαρίστησε τη γιαγιά για τις πληροφορίες, την είδε να ρίχνει αλάτι στη φωτιά, για να τρομάξει τα παγανά και πήρε τη φίλη της τηλέφωνο, μπορούσε τώρα να πάρει, να την ενημερώσει. Ήταν κολλητές, τίποτα δεν έπρεπε να έχουν μυστικό, όλα τα λέγανε μεταξύ τους. Έπρεπε να την προστατέψει…

( Διήγημα από το βιβλίο μου «Απόδραση στους Σφακιώτες)

ΚΑΤΕΡΙΝA ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ-ΝΤΑΝΟΥ

Προηγουμενο αρθρο
Έρευνα αστυνομικών του Αγρινίου για χασίς σε κατοικία της Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Η Καραμπλάκα και ο Αργυροτσικνιάς