HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤα παλιά τσαγκάρικα της Λευκάδας

Τα παλιά τσαγκάρικα της Λευκάδας

Ας πάμε χρόνια, πολλά χρόνια πίσω. Τότε ήτανε σκληρή, αφάνταστα σκληρή η ζωή. Ακόμα σκληρότερη η δουλειά. Γι’ αυτό ο λαός, με τη σοφία του, την εργασία που καθαγιάζει κι’ αξιοποιεί τη ζωή, την ονόμασε «δουλειά», δηλαδή δουλεία. Αληθινά ήτανε τότε δούλοι οι μπαλωματήδες, ο τσαγκάρηδες, οι παπουτσήδες. Δούλοι για τον επιούσιο…

Σε πολλά πεζοδρόμια στη χώρα, ήτανε στημένοι «μπάγκοι» με όλα τα συμπράγκαλα της δουλειάς. Καλυβοσφύρια, τανάλιες, φαλτσέτες, σουβλιά. Ο μάστορας, ο μπαλωματής, με την πέτσινη ποδιά, ασκούσε το ελεύθερο υπαίθριο επάγγελμά του. Στη βροχή, στον αέρα, στο κρύο. Το χειμώνα κουκουλωμένοι με κανένα παληοπανώφορο, το καλοκαίρι κάτω από καμιά τέντα με παληοτσούβαλα.

Ατέλειωτες ώρες ο υπαίθριος μπαλωματής περίμενε τη φτωχολογιά να βάλει κανένα μπάλωμα, όταν τα παπούτσια τρυπούσαν στα ψίδια, ή και καμιά σόλα, όταν τρυπούσαν οι σόλες. Ήταν σ’ αυτά αριστοτέχνες. Κάπου – κάπου βάζανε και μετζοσόλες. Έτσι λεγόντανε οι μισές σόλες, οι γνωστές σήμερα σκέτα σόλες. Δίπλα στις πλάκες του πεζοδρομίου, ο μαστέλος. Κάνας παληοντενεκές, καμιά μισοσπασμένη στάμνα, σπάνια γνήσιος ξύλινος μαστέλος, με νερό, που πάντα έζεχνε.

Έφτανε να βουτήξει μια φορά τα παπούτσια του πελάτη μέσα, για να βρωμίσει το νερό. Το μούσκεμα ήτανε απαραίτητο να μαλακώσουνε τα πετσιά να δουλεύονται εύκολα. Πολλές φορές δίπλα στον μπαλωματή περιμένανε ανυπόμονα τα χαμίνια της γειτονιάς ξυπόλητα, να παραλάβουνε τα μπαλωμένα παπούτσια και να συνεχίσουνε το παιγνίδι τους. Σωστός πονοκέφαλος για τον μπαλωματή. Ε, μάστορα, αργείς με περιμένει η μάννα μου να με στείλει σε θέλημα. Φυσικά τον περίμενε η βρωμοπαρέα του να ξεμπουκώσουν.

Φάρα μπαλωματήδων οι Παξιναίοι, τέσσαρα αδέλφια, ομορφούληδες. Ο μπάρμπα Χρήστος ο Νταρνανέλιας, πάντα με το τραγούδι στο στόμα, ο μάστρο Ηλίας Λιλιάρας, άσσος στις μπάλες του Πάλα.

Εκτός από τους αστέγους μπαλωματήδες, είχαμε τους παπουτσήδες και τους τσαγκάρηδες. Αυτοί είχαν τα μαγαζιά τους, παπουτσίδικα και τσαγκάρικα. Καμιά φορά στο ίδιο μαγαζί, στεγαζόντανε η διπλή επιχείρηση.

Ας κάνουμε τη διάκριση. Ο παπουτσήδες φτιάχνανε μονάχα τα περίφημα μονά παπούτσια, σε σχήμα περίπου παντούφλας, δουλεύοντας τα πετσιά τα λεγόμενα «βελανηδερά». Φέρνανε τα σολοδέρματα (βουβαλίσια) απ’ το εξωτερικό ακατέργαστα και τα κατεργαζόντανε οι ταμπάκηδες στη Λευκάδα. Για κύριο συστατικό στη κατεργασία χρησιμοποιούσανε τα βελανίδια, γι’ αυτό τα λέγανε και «βελανηδερά»… Για ψίδια βάζανε τομάρια από τραγιά. Αυτά τα μονά παπούτσια ήτανε τα περίφημα «γεμενιά».

Ξεχωριστή επιτηδειοσύνη ήθελε αυτή η δουλειά. Πρώτα ράβανε τα φόντια με το χέρι (τα σημερινή ψίδια της κορδελιάστρας). Ύστερα άλειφαν τη χονδρή μαλακιά σόλα με… πηλό, κι’ επάνω κάλυπταν με προβιά, και κατόπιν βελονιά – βελονιά με το χέρι ράβανε με δύο βελόνια, ώστε να σταυρώνουνε οι βελονιές, στις τρύπες π’ άνοιγαν με ειδικά σπαθωτά σουβλιά, για να ενωθεί η σόλα με τα φόντια.

Πηλό βάζανε και στο πίσω μέρος του παπουτσιού, ανάμεσα από φόδρα και φόντι που ενίσχυαν με χαρτόνι για ρεμπότο (φόρτι). Αφού τέλειωνε το ράψιμο του παπουτσιού ακολουθούσε το πιο δύσκολο μέρος της δουλειάς. Παραλείψαμε να πούμε πως το ράψιμο γενόντανε… ανάποδα!!! Γυρίζανε τότε τα παπούτσια μέσα έξω, κι’ έτσι τέλειωνε η πρώτη φάση.

Άρχιζε τότε η δεύτερη, η απελπιστικά δύσκολη, που απαιτούσε πολύ τέχνη, αλλά και πολύ δύναμη. Το λεγόμενο καλαπόδιασμα. Πάνω στο τεζάκι, ένα κορμό δένδρου, συνήθως από πλάτανο, με τρία ποδάρια, κάτι πολύ σχετικό με τους σημερινούς μπάγκους των χασάπηδων, χτυπούσανε το παπούτσι με το μιστά, ένα πλατύ μπρούτζινο ρόπαλο με χειρολαβή, για να μαλακώσει και στρώσει. Φυσικά το είχαν βρέξει γερά προηγουμένως. Στη συνέχεια ο κύριος άθλος. Να χωρέσει το παπούτσι, πρωθύστερα, στο καλαπόδι. Χαλούσε ο κόσμος από τους χτύπους, σηκωνόντανε όλοι στο ποδάρι. Αναστάτωση σωστή τα μεσημέρια κι’ έντονες πλην άκαρπες διαμαρτυρίες και φωνές των γειτόνων που δεν τους άφηναν να γλαρώσουν μάτι.

Φυσικά ο δουλευτάδες τότε δεν κοιμόνταν τα μεσημέρια, κι’ ήτανε άγνωστη η ημέρα καθιερωμένη απ’ την Αστυνομία μεσημβρινή διακοπή της εργασίας. Αυτή η μανούβρα κρατούσε ατέλειωτες ώρες, γιατί ήτανε και πολλά τα ζευγάρια τα παπούτσια που περιμένανε το καλαπόδιασμα.

Όταν κάποτε τέλειωνε, ανακουφισμένοι οι παπουτσήδες και περήφανοι για το έργο τους, κρεμούσανε τα καλαπόδια με τα παπούτσια στην… παράταξη για να στεγνώσουνε και να ξεραθεί ο πηλός. Μαρτύριο το χειμώνα με την υγρασία. Τότε πολλές φορές αναγκαζόταν να πηγαίνουνε τα παπούτσια στους …φούρνους να στεγνώσουν!!!

Αυτά τα καλαπόδια ήτανε ένα σημαντικό βήμα προόδου στην τέχνη του παπουτσιού, γιατί ξεχώριζε το δεξί απ’ το ζερβί. Παλιότερα δε γινότανε διάκριση, ήτανε το ίδιο καλαπόδι και για τα δύο παπούτσια!!!

Φκιάνανε τις γονδολέτες που φορούσανε οι αγρότες, άνδρες και γυναίκες. Τα 80% των αγροτών φορούσανε τότε τις γονδολέτες, ένα πρόδρομο του σημερινού… ούνι σέξ!

Γνωστοί παπουτσήδες που άφησαν εποχή στη χώρα για την καλή τους τέχνη, ήτανε ο Ρεκατσίνας ή Μυρμίγκης, ονομαστός στα χωριά, ο μπάρμπα Αντώνης ο Μαλακάσης (ο παλιός), οι Κακιουσαίοι, οι Κουτσουριαίοι κ.λπ.

Ο πόλεμος του 12 – 13 άλλαξε την κατάσταση. Οι επίστρατοι εφοδιαστήκαν με άρβυλα γερά, μ’ άρβυλα παλιά πλημμύρισε κι’ η αγορά μας, που τα προτιμούσανε οι αγρότες μας για πιο γερά.

Ας έλθουμε τώρα στους τσαγκάρηδες. Αυτοί φκιάνανε παπούτσια κανονικά, περίπου σαν τα σημερινά, φυσικά στη μόδα της εποχής. Με πάτους, βάρδουλα, ρεμπότα, φόρτια και σόλες. Καρφωτά συνήθως με ξυλόπρογκες που τα προτιμούσανε σαν πιο γερά, άλλοι και ραφτά. Δουλεύανε βακέτα από δέρμα μοσχαριού ή μικρού βοδιού. Σεβρά κι’ αδιάβροχα, ακόμα και λουστρίνια. Τα δέρματα τα φέρνανε κατεργασμένα απ’ το εξωτερικό, γιατί δεν υπήρχε ντόπια βιομηχανία για τέτοιου είδους δέρματα.

Παπούτσια πολυτελείας ήτανε τα γαμπριάτικα. Κατά κανόνα κουμπωτά στην πάντα, προς το εξωτερικό μέρος. Κουμπιά ειδικά, με φίλντισι πολλές φορές, 5- 6 σε κάθε παπούτσι. Κουμπωτά ήτανε και τα γυναικεία γοβάκια με 2 -3 κουμπιά. Αλλά πολύ της μόδας Τα γυναικεία μποτίνια πού είχαν 10 -12 κουμπιά το καθένα. Το φκιάσιμο των κουμπότρυπων, το είχανε αναλάβει ειδικές μοδίστρες, που χρησιμοποιούσανε αληθινό μετάξι, πολύ γερό. Το ξεκούμπωμα ήτανε πολύ εύκολο, άλλα το κούμπωμα ήταν μια βασανιστική υπόθεση.

Τέτοιοι τσαγκάρηδες άξιοι στην τέχνη τους, σωστοί καλλιτέχνες θα μπορούσε να πούμε, ήτανε ό Μάρκος ο Μαρκέτος, ο μαστρο- Αργύρης, ο Αυγερινός, οι Βερυκαίοι, ο παλιότερος μάστρο Μάρκος Γαζής, όλοι φυσικά μακαρίτες.

Σήμερα η βιομηχανία «των έτοιμων υποδημάτων» σάρωσε τα πάντα…..

Τάκη Μαμαλούκα: «Λαογραφικά της Λευκάδας», 1978

Προηγουμενο αρθρο
Κατώτερος των περιστάσεων…
Επομενο αρθρο
Η Μητρόπολη περί των πένθιμων κωδωνοκρουσιών σε Ναούς της Ιθάκης κατά τη επίσκεψη του πρωθυπουργού

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.