HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤα Σκοπούλια (1)

Τα Σκοπούλια (1)

Ήτανε όμορφος με μια αρχοντική φινέτσα ο Νάσος ο Καραπάνος, πάνω στης ομορφιάς του τ’ απάνθισμα και στο άναμμα των τριάντα του χρόνων. Λογαριαζότανε από τους πρώτους νοικοκυραίους του χωριού με αμπέλια πολλά και καρπερά, κι όλα γύρω-γύρω από το σπίτι του.

Το ‘θελε γι’ αρχοντοχωριάτης!
Φιλόξενος, όπως ήτανε, φιλοξένησε μια χειμωνιάτικη βραδιά έναν Ξερομερίτη που τον έκλεισε ο καιρός στο χωριό και δεν είχε πού να ξενυχτήσει.

Και η φιλοξενία, να λέμε την αλήθεια, ήτανε βασιλική. Άλλο πράμα!

Φάγανε, πιήκανε με τον Ξερομερίτη το Βαγγέλα -έτσι τον λέγανε- και κάτι το κεφαλιακό (2) που πίνανε, κάτι η ζεστασιά της φωτιάς που κατακόκκινη έκαιγε στη γωνιά κι έλεγε το παραμύθι του χειμώνα, είπανε κι αυτοί πολλά.

H ΛΕΥΚΑΔΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ-page-281

Ο Νάσος ήτανε μορφωμένος. Αυτό το ‘πε πολλές φορές πάνω στην κουβέντα, για να εντυπωσιάζει τον καημένο το Βαγγέλα, που δεν είχε πατήσει ποτέ του στο σκολειό. «Τότε που εφοιτούσα εις το Ελληνικό» (άκου «Ελληνικό»… λες και τ’ άλλα σκολειά ήτανε τούρκικα!). Μα είχε και το χάρισμα να διηγείται όμορφα, έλεγες «να έχω χίλια αυτιά να τον ακούω».Κι είπε πολλά, πολλά ο Νάσος. Όσο έβλεπε πως εντυπωσίαζε το Βαγγέλα, τόσο έλεγε.

Κάποτε είπε και τα δικά του ο Βαγγέλας. Ήτανε νιόγαμπρος, τον περασμένο Μάη στεφανώθηκε, άργησε λίγο αλλά «Όλ’ στ’ φαμελιά μ’, αν δεν πενηνταρίσ’νε, δεν μπουρδουκλώνονται» και πως η γυναίκα του η Βιολέτα -έτσι τη λέγανε- ήτανε πολύ μικρή, δεν είχε πατήσει ακόμα τα είκοσι, ήτανε όμως πολύ όμορφη, καλόκαρδη, χρυσοχέρα κι άξια για όλα.

-Ορφανούλα και φτωχούλα, που ‘βοσκε πεντέξ’ μαρτίνια και τ’ ν εμάζεψα.

Όλα όσα είπε για τη γυναίκα του ο Βαγγέλας, τον βάλανε σε σκέψεις το Νάσο. Κι είπανε κι άλλα, κι άλλα ώσπου λαλήσανε οι κοκοτοί μεσάνυχτα.
Απ’ τα πολλά σαν καληνύχτισε ο Βαγγέλας να πάει να κοιμηθεί στο δωμάτιο που του ‘χε στρώσει το κρεβάτι του η Καραπάναινα, του ‘πε αστειευόμενος ο Νάσος:
-Κ’μπάρε Βαγγέλα, είναι άγρια η νύχτα, μη θέλεις να σου στείλω τ’ Νάσαινα για συντροφιά για να μη σκιάζεσαι;

-Ουρέ, ποτέ μ’ δεν σκιάχτ’κα. Θα ξεραθού ως τ’ν αυγή σαν ψόφιος. Ακ’ τι λιέγ’! Ιγώ να σκιαχτού, π’ πλαγιάζου με τσ’ λύκς.

Την αυγή ο καιρός είχε καλοσυνέψει. Πριν να συνεβγάλουνε το μουσαφίρη, δώσανε υπόσχεση, σφίγγοντας τα χέρια, να κουμπαριάσουνε, αφού η Ξερομερίτισσα ήτανε γκαστρωμένη, και να γίνουν Αϊ -γιαννίτες. (3)

Δεν πέρασε πολύς καιρός και έλαβε παραγγελία ο Νάσος απ’ τον Βαγγέλα να πάει να ρίξει τ’ όνομα του παιδιού.

Γέμισε δυο σκοπούλια ο Νάσος, ένα με κρασί κεφαλιακό και ένα με λάδι, έβαλε κυπρέλια (4) στ’ άλογό του, σκάλες στο σαμάρι και το‘στρωσε με φανταχτερό καβαλοσκούτι.

Σενιαρίστικε κι ο ίδιος, φόρεσε τα καλά του, έβαλε το χρυσό του το ρολόγι στην τσεπούλα του σταυρωτού μεταξωτού γελεκιού του, με τη χρυσή καδένα στο πέτο, έδεσε και στο λαιμό κόκκινο μεταξωτό μαντήλι.

Στο πέρασμά του απ’ τη Χώρα ψώνισε τέσσερα οκάρικα λαυράκια κι ένα μάτσο μεγάλες κότσες, πήρε τα φωτίκια (5) και τ’ άλλα χρειαζούμενα και τρέχοντας τ’ άλογό του αραβάνι (6) τράβηξε για το χωριό του κουμπάρου του, του Βαγγέλα.

Κοντά να κάτσει ο ήλιος, έφτασε στο χωριό και ρωτώντας βρήκε το σπίτι. Μ’ ένα σάλτο ξεπέζεψε στην αυλή, όπου γιορταλλαμένος και φρεσκοξουρισμένος περίμενε ο κουμπάρος κι η κουμπάρα, γιορταλλαμένη κι αυτή. Μα κουμπάρα ήτανε αυτή ή νεράιδα; Μια εικοσάχρονη Ξερομερίτισσα όλο νιάτα κι ομορφιά που έλαμπε ο τόπος γύρα της.

-Ο κ’ μπάρος μας ο Λιεκαδίτς…, σύστησε ο Βαγγέλας το Νάσο.
-Καλώς ήρτες κ’μπάρε…κοιταχτήκανε στα μάτια και ξεφτέρια καθώς ήτανε κι οι δύο, τα ‘πανε όλα με μια ματιά, στο μομέντο.

Μάρτης ήτανε και το βράδυ το κρύο έτσουζε. Καθήσανε γύρω στο τζάκι που η κατακόκκινη φωτιά θρασομανούσε καίγοντας τα κούτσουρα. Ο Νάσος καθότανε σε μια καρέκλα -δεν είχανε δα κι άλλη- κι ο Βαγγέλας με τη Βιολέτα καταγής σταυροπόδι.

Είπανε πολλά εκείνη τη βραδιά, εκεί στη γλύκα της φωτιάς, που την έκανε πιο γλυκιά η ομορφιά της Βιολέτας.

Ο Νάσος όλο έλεγε κι έλεγε όμορφα πράματα. Ήτανε, είπαμε, και σπουδασμένος. Και τα ‘λεγε τόσο όμορφα που ‘λεγες να μην σταματήσει ποτέ. Έλεγε ιστορίες απ’ τα παλιά τα χρόνια για πολέμους, για παλικαριές…
Είπε για την αξία της σεμπριάς, της φιλίας και της κουμπαριάς – προπάντων για την κουμπαριά.

-Μεγάλο πράμα η κουμπαριά, έλεγε, κι ακόμα μεγαλύτερο η τιμιότητα που πρέπει να υπάρχει και υπάρχει πάντοτε.

Μ’ ανοιχτό το στόμα τ’ άκουγε όλα τούτα ο Βαγγέλας και τα μάτια του λαμπυρίζανε από το κεφαλιακό του κουμπάρου που πίνανε. Γελαστή και παιγνιδιάρα τ άκουγε όλα τούτα κι η κουμπάρα η Βιολέτα και τα πεντάμορφα γαλαζοπράσινα μάτια της δείχνανε πως δεν τα πολυπίστευε όλα όσα έλεγε ο κουμπάρος.

-Προπάντων η μπέσα και η τιμιότητα πρέπει να υπάρχουν στην κουμπαριά, επέμενε ο Νάσος και συνέχιζε.

Ύστερα η κουμπαριά, άμα είναι τίμια, είναι και γούρικη. Και μολόγαγε πως όθε έβαλε αυτός το μύρο, είδανε του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά.

Κι η κουμπάρα η Βιολέτα κάποτε να σηκώνεται, πότε για τούτο, πότε για κείνο, να σουπροσάρεται (7) μέσα στο σπίτι και ν’ απολαμπίζουν απ’ την κατακόκκινη απολαμπή της φωτιάς τα όμορφα ξεσκαλτσούνωτα άσπρα ποδάρια της και να φεγγοβολάει το σπίτι από δαύτα.

Έλεγε, έλεγε, είπε πολλά εκείνο το βράδυ ο Νάσος και με θαυμασμό τον άκουγε ο Βαγγέλας συμφωνώντας σε όλα. Πού και πού τσουγκρίζανε τα ποτήρια τους.

Αργά, πολύ αργά πέσανε για ύπνο. Στο μοναδικό κρεβάτι του σπιτιού βάλανε να κοιμηθεί τον κουμπάρο κι οι νοικοκυραίοι ξαπλώσανε στρωματσάδα στην άλλη άκρη του σπιτιού.

Λίγο πριν κοιμηθούνε, μόλο που ο Βαγγέλας το ‘χε τσούξει για καλά, θυμήθηκε το κοπλιμέντο που αστεία του είχε πει, τη βραδιά που τον φιλοξένησε, ο Νάσος και τον ρώτησε:
-Μπας και σκιάζεσαι, κ’μπάρε; Έλιεγα να σ’ στείλω για σ’ ντροφιά τ’ κ’μπάρα μα κάν’ άγαρμπο ύπνο! Κλωτσάει και θα σε ξανεμίσ’!
Ο Νάσος έκανε πως κοιμάται και δεν απάντησε.

Ωστόσο, οι κακές γλώσσες της γειτονιάς είπανε την άλλη μέρα πως εκείνη, την πρώτη κιόλας βραδιά, η Βιολέτα ανέβηκε στο κρεβάτι του Νάσου να του κρατήσει συντροφιά. Και τη δικαιολογούσανε κιόλας:

-Θα ‘πε με το νου τς, μπορεί αύριο, μετά το βαφτίσ’ ο κ’μπάρος ν’ ‘χ δλειά κι να φύγ’ ως το βράδ’ και να θ ‘μήθ’κε και την παρ’μία π’ λέει «ο αγροφάης κερδίζ’». Όλα αυτά τα λέγανε από ζήλια.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, ο Νάσος ξύπνησε πολύ μπονόρα και, χωρίς να τον πάρουν μυρουδιά, πήγε στην εκκλησία, έπιασε το ψαλτήρι κι όπως δα έψελνε καλά -το σωστό να λέγεται!- έκλεψε τις καρδιές των χωριανών και προπάντων των γυναικών που ζηλεύανε τη Βιολέτα.

20vaftisi

-Πού τον βρήκε η καλόμοιρ’ τέτοιον λιεβέντ’, λέγανε.
Μα κι οι άντρες ζηλεύανε το Νάσο και λέγανε ο ένας με τον άλλο:
-Τυχεράκιας ου Λιευκαδίτς, να ‘χ’ του λιεύτερου να μπαινουβγαίν’ στο κονάκ’ τσ’ Βιολέτας.

Έγινε το βαφτίσι την ίδια μέρα, την Κυριακή, και σε δυο-τρεις μέρες έφυγε ο Νάσος κι είπανε στη γειτονιά, σαν τον είδανε να φεύγει:

-Πάει ου κ’μπάρος ου Λιευκαδίτς μ’αδειανά τα σκοπούλια τ’.
Να τα λέγανε αυτά για το κρασί και το λάδι που ‘χε φέρει; Γιατί τότε τα λιμάζανε και τα λιγκρίζανε. ‘Η να ‘χε δίκο ο Βαγγέλας που ‘λεγε πως δεν έχει καλούς γειτόνους;

Η κουμπαριά πάντως στάθηκε τυχερή, αφού η κουμπάρα η Βιολέτα έκαμε στη σειρά τρία σερνικά παιδιά. Γι’ αυτό και δεν άλλαζε κουμπάρο.

45


Γι’ αυτό ο Νάσος, αυτού κι αυτού, γιόμιζε τα σκοπούλια κρασί και λάδι, σενιαριζότανε και τράβαγε με το ντορή αραβάνι για τους κουμπάρους. Και κάθε φορά που τον βλέπανε οι γειτόνισσες, φαρμακωνόντανε απ’ τη ζήλια τους:

-Έρχεται ου κ’ μπάρος με γιομάτα τα σκοπούλια!

Μα τα χρόνια περάσανε και σταμάτησε τις περατζάδες στο Ξερόμερο.
Περάσανε τα χρόνια και για τη Βιολέτα μα -Οι όμορφες δεν γερνάνε ποτέ!- κρατιέται σαν κοπέλα κι οι χωριανές της τη βλέπουν και σκάνε απ’ τη ζήλια τους και μη έχοντας τι άλλο να πούνε, χύνουν τη φαρμακάδα τους:

-Η Βιολέτα νείρεται ακόμα τα σκοπούλια τ’ Λιευκαδίτ’!

line1

(1) σκοπούλι: ασκί, σακίδιο, μτφ. Όρχις
(2) κεφαλιακό: κρασί αμιγές, ο πρώτος εξαγόμενος οίνος που προέρχεται από τη ζύμωση του μούστου με τα τσίπουρα, αψύ μαύρο ή κοκκινόμαυρο, το καλής ποιότητας κρασί.
(3) Αϊγιαννίτης: κουμπάρος
(4) κυπρέλι: σφαιρικό μικρό κουδούνι που έβαζαν στα οικόσιτα ζώα και στα άλογα.
(5) Φωτίκια: το δώρο, τα ρούχα και ο σταυρός που έδινε ο νουνός κατά την βάπτιση στο παιδί.
(6) αραβανί: όμορφος και στρωτός βηματισμός αλόγου
(7) σουπροσάρομαι: περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι, συγυρίζομαι.

Απόσπασμα από το ομώνυμο κείμενο του Φίλιππου Π. Λαζάρη. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο: «Μια φορά κι έναν καιρό…Πεζά-Ποιήματα-Τοπωνύμια Λαζαράτων”, Επιμέλεια-Προλεγόμενα Δημήτρης Σπ. Τσερές, Λεξιλόγιο Βασίλης Φίλιππας, Δήμος Σφακιωτών, Λευκάδα 2010.

Προηγουμενο αρθρο
Οδηγίες για τις επαναληπτικές εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ
Επομενο αρθρο
Πρόσκληση στην κοπή πίτας του Συλλόγου Επαγγελματιών Νικιάνας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.