HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο κάστρο της Αγίας Μαύρας στη δίνη του χρόνου και της ιστορίας

Το κάστρο της Αγίας Μαύρας στη δίνη του χρόνου και της ιστορίας

(Το κείμενο είναι η εισήγηση της ιστορικού Χριστίνας Παπακώστα στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Λαμπρινού: «Το Φρούριο Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα», που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019 στην αίθουσα συνεδρίων του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας.)

Κατά τους πρώιμους νεώτερους χρόνους τα νησιά του Ιονίου πελάγους μαζί με την απέναντι ακαρνανική και ηπειρωτική ακτή, καθώς και ευρύτερα την Αδριατική Θάλασσα αποτέλεσαν τη μεθόριο μεταξύ της Ευρώπης, κυρίως της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, και της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Μετά την κατάλυση των τελευταίων υπολειμμάτων βυζαντινής παρουσίας στην Κάτω Ιταλία από τους Νορμανδούς το 1071, οι περιοχές του δυτικού ελλαδικού χώρου υπήρξαν οι πρώτες που δέχθηκαν τα διαδοχικά κύματα του δυτικού επεκτατισμού. Μεταξύ της τελευταίας νορμανδικής εκστρατείας κατά της Ρωμανίας, το 1185, και την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους, το 1204, στα νησιά του νότιου Ιονίου δημιουργήθηκε η πρώτη ιταλική ηγεμονία του ελλαδικού χώρου, η οποία σύντομα περιήλθε υπό τον έλεγχο του ιταλικού οίκου των Orsini. Aυτοί σύντομα θα υπαχθούν στο φεουδαλικό σχήμα του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας, το οποίο αποσκοπούσε στην ανασύσταση της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης από την ανδεγαυική δυναστεία της Νάπολης.

Καθοριστικό ρόλο για τις ιστορικές τύχες της Λευκάδας, μιας μεθοριακής κοινωνίας σε συνεχή εγρήγορση, έπαιξαν η γεωγραφική της θέση και οι φυσικές της ιδιομορφίες. Λόγω της γειτνίασης με την Ακαρνανία το νησί υφίστατο άμεσα τον αντίκτυπο των εκεί εξελίξεων, γινόταν στόχος επιδρομών από την πλευρά της Στερεάς, ενώ αντίστροφα, όταν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, οι κύριοί του το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για την επέκταση της κυριαρχίας τους στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές.

Η Λευκάδα στα τέλη του 13ου αι. και πριν το 1295 δόθηκε ως προίκα στον Ιωάννη Α΄ Ορσίνι, παλατινό κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, όταν αυτός παντρεύτηκε την Μαρία Κομνηνή, κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄ και αδελφή του Θωμά Αγγέλου, τελευταίου βυζαντινού δεσπότη στην Ηπείρου. Με τον τρόπο αυτό η Λευκάδα θα αποσπαστεί από το Δεσποτάτο της Ηπείρου, του οποίου μέχρι τότε αποτελούσε τμήμα. Το έτος της παραχώρησης τεκμαίρεται από μεταγενέστερο έγγραφο, στο οποίο ο Ορσίνι αναφερόταν και στην ανάγκη ανέγερσης του κάστρου της Αγίας Μαύρας, επικαλούμενος τις ζημιές που υπέστη η περιοχή πιθανότατα κατά την εισβολή του σεβαστοκράτορα της Νέας Πάτρας στην Ήπειρο το καλοκαίρι του 1295. Την εποχή αυτή τα κάστρα αποτελούσαν το κέντρο της άμυνας των μεθορίων και η ανέγερσή τους ήταν απολύτως αναγκαία καθώς οι εκστρατείες πλέον είχαν τη μορφή πολιορκιών φρουρίων και όχι εμπλοκών σε μάχη σε ανοιχτό έδαφος. (5Η Λευκάδα με το κάστρο της στο εξής θα αποτελούσε την αιχμή της αμυντικής διάταξης των Φράγκων, των οθωμανικών δυνάμεων στη συνέχεια και των Βενετών αργότερα.

Το κάστρο άρχισε να χτίζεται μετά την 10η Ιουλίου 1300 από τον Ιωάννη Α΄ Ορσίνη, με την άδεια του Κάρολου Β΄ Ανδεγαυού. Σχετικά με τη επιλογή του χώρου η διαταγή του Κάρολου Β΄ όριζε ότι δεν πρέπει να θίγονται από αυτή τα συμφέροντα του Φίλιππου Α΄ του Τάραντα, κυρίου του κάστρου της Βόνιτσας, το οποίο κατείχε ως προικώα κτήση. Επιλέχθηκε ο χώρος των τεναγών στο κανάλι της Λευκάδας, ο οποίος εξασφάλιζε αποτελεσματικότερη άμυνα καθώς τα τενάγη αυτά καθιστούσαν την προσπέλαση του εχθρικού στόλου δύσκολη.

Παράλληλα, το κάστρο θα μπορούσε να ελέγχει απρόσκοπτα τη ναυσιπλοΐα στο στενό της Λευκάδας και ταυτόχρονα η παρουσία του θα αποθάρρυνε την απόδραση δυσαρεστημένων κατοίκων του νησιού, καθώς αυτοί στην χερσαία πορεία εξόδου τους από το νησί, θα ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν εμπρός από το κάστρο. Ορθώθηκε, λοιπόν, ένα πεντάπλευρο οικοδόμημα γύρω από το οποίο αργότερα δομήθηκε το κάστρο στη μορφή που όλοι σήμερα γνωρίζουμε.

Σχετικά με την ονοματοδοσία της Αγίας Μαύρα η βιβλιογραφία έως τα τέλη του 20ου αι. πρότεινε τα της γαλλικής προέλευσης της ονομασίας από την πόλη Sainte Maure, πόλη καταγωγής των στρατιωτών των Ανδεγαυών. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα προτείνει μία νέα ερμηνεία σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να αποδώσουμε το όνομα σε προϋπάρχοντα στην περιοχή ναό των Αγίων Τιμόθεου και Μαύρας, καθώς η λατρεία των αγίων αυτών εμφανίζεται διαδεδομένη στο Ιόνιο τουλάχιστον από τα μέσα του 13ου αιώνα, δηλ. πριν από την ίδρυση του κάστρου.

Για 25 περίπου χρόνια, η Λευκάδα θα περάσει στα χέρια του Gautier de Brienne, δούκα των Αθηνών, και στις 18 Οκτωβρίου 1355 η Λευκάδα ως κληρονομικό φέουδο παραχωρήθηκε από τον de Brienne στον βενετό Γρατσιανό Τζώρτζη, ο οποίος αναλάμβανε την υποχρέωση παροχής στρατιωτικής φεουδαλικής υπηρεσίας στον επίτιτλο δούκα των Αθηνών και τους κληρονόμους του.

Το 1359, στη μάχη του Αχελώου, συγκρούστηκαν οι Αλβανοί κύριοι της Αιτωλοακαρνανίας, Σπάτα και Λιόσα, με το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Οι πρώτοι κυριάρχησαν, το δεσποτάτο διαλύθηκε και εδραιώθηκαν οι Τόκκοι στα νησιά του Ιονίου. Λίγο αργότερα οι Οθωμανοί επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους στην Ήπειρο, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Μουράτ Α΄ (1362-1389) και στα χρόνια του Βαγιαζήτ Α΄ (1389-1402), διενεργώντας επιδρομές εναντίον του ηγεμόνα της Άρτας Σπάτα.

Στα 1362 ο Λεονάρδος Α΄ Τόκκος, παλατίνος κόμης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, προσαρτά στα εδάφη του τη Λευκάδα και αναγορεύεται και δούκας Λευκάδος. Ο γιος του και διάδοχος του, Κάρολος Α΄ Τόκκος (1374-1429), κληρονόμος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μετέφερε την έδρα των Τόκκων από τη Ζάκυνθο στη Λευκάδα. Επωφελούμενος από τις οθωμανικές επιχειρήσεις, επέκτεινε τα όρια του κράτους του στην Ακαρνανία. Είναι η εποχή (1389) που τα πρώτα κανόνια (bombarde και petriere) φθάνουν στην Ευρώπη από την Κίνα καθιστώντας άμεση την ανάγκη προσαρμογής των υφιστάμενων οχυρωτικών έργων. Μετά τη συντριβή του Βαγιαζήτ στην Άγκυρα το 1402, ο Κάρολος επέκτεινε περισσότερο τα εδάφη του καταλαμβάνοντας και το Αγγελόκαστρο. Το 1411 οι κάτοικοι των Ιωαννίνων παρέδωσαν στον Κάρολο την πόλη τους και σύμφωνα με το Χρονικό των Τόκκων ο Κάρολος έγινε φόρου υποτελής του στο διαδόχου του Βαγιαζήτ. Η αύξηση της επικράτειας και της ισχύος του Κάρολου Α΄ αλλά και τα νέα όπλα κατέστησαν απαραίτητα τα έργα επέκτασης και ενίσχυσης του κάστρου των Ορσίνι. Κάνοντας μία μικρή παρένθεση στο σημείο αυτό θα να σημειώσουμε ότι το «Χρονικό των Τόκκων», έργο άγνωστου χρονογράφου, είναι ένα έμμετρο χρονικό στην μεσαιωνική ελληνική γλώσσα που αναφέρεται στην δράση της οικογένειας των Τόκκων και ιδιαιτέρως στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κάρολου Α΄ Τόκκου. Αποτελεί σημαντική δεξαμενή πληροφοριών, οι οποίες, όμως δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται άκριτα.

Την εποχή αυτή, δηλαδή τη β΄ δεκαετία του 15ου αιώνα, έχουμε και την πρώτη απεικόνιση του κάστρου. Την οφείλουμε στο φλωρεντινό μοναχό και γεωγράφο Cristoforo Buondelmonti, ο οποίος συνέταξε ένα από τα πρώτα isolaria, χειρόγραφα δηλ. βιβλία με χάρτες νησιών συνοδευόμενους από ιστορικές και χρηστικές πληροφορίες για τον κάθε τόπο. Στο Liber insularum Archipelagi εικονίζεται το νησί της Λευκάδας και σημειώνεται και το κάστρο της, στο σημείο, όπου σύμφωνα με τον Buondelmonti, ο μυθικός ήρωας Αινείας στο ταξίδι της επιστροφής του από την Τροία στην Ιταλία κατασκεύασε ιερό ναό προς τιμή του Απόλλωνα.

Οι Οθωμανοί, μετά την παράδοση των Ιωαννίνων το 1430, κυριάρχησαν στην Ήπειρο αφήνοντας τον Κάρολο Β΄ Τόκκο στην Άρτα ως φόρου υποτελής. Μετά το θάνατο του τελευταίου, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Άρτα και την Ακαρνανία, αφήνοντας πια στους Τόκκους την περιοχή που εκτεινόταν από το Αγγελόκαστρο έως τη Λευκάδα. Το 1460 οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Αγγελόκαστρο και η περιοχή οργανώθηκε σε σαντζάκι ονομαζόμενο στα τούρκικα Κάρλελι, δηλαδή η «χώρα του Καρόλου», από το όνομα του πρώην ηγεμόνα της. Το 1479 έληξε ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος και με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης το νησί της Λευκάδας και ολόκληρη η επικράτεια του Λεονάρδου Γ΄ Τόκκου έμειναν εκτός των διανεμηθέντων εδαφών. Ο μεγάλος βεζίρης Γκεντίκ Αχμέτ πασάς, ο πασάς που άλωσε ακόμα και το σημαντικό λιμάνι του Ότραντο στη νότια Ιταλία, με 25 πλοία έφθασε στη Λευκάδα και την κατέλαβε. Τότε άρχισε η μακρά πορεία της οθωμανικής κατοχής του νησιού, η οποία διήρκεσε δύο αιώνες. Οι Οθωμανοί είχαν πια καταλάβει όλα τα νησιά του Ιονίου πλην της Κέρκυρας, η οποία ουδέποτε γνώρισε την οθωμανική κατοχή.

Με τον τρόπο αυτό, η Λευκάδα αποτέλεσε το μοναδικό νησί του Ιονίου που γνώρισε μακρά οθωμανική κυριαρχία, λειτουργώντας ως εχθρική σφήνα στον κορμό του ενιαίου βενετικού κράτους, σε ένα ζωτικό για τα συμφέροντα της Γαληνοτάτης χώρο. Ορεινή στο μεγαλύτερο μέρος της, κατείχε στρατηγική θέση στη θαλάσσια οδό που συνέδεε τη Βενετία και κατ΄ επέκταση την Ευρώπη με την Ανατολή και χρησίμευε ως σταθμός για τη διαμετακόμιση προϊόντων από την ενδοχώρα της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας προς άλλες αγορές. Καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, υπήρξε ορμητήριο πειρατών που λυμαίνονταν το Ιόνιο Πέλαγος, ληστεύοντας και αιχμαλωτίζοντας τα περιπλέοντα πλοία.

Η Βενετία, μετά την κατάλυση της ηγεμονίας των Τόκκων, εκμεταλλευόμενη τη διαμάχη μεταξύ του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ και του αδελφού του Τζεμ, για τη διαδοχή στον οθωμανικό θρόνο, προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία της στο Ιόνιο καταλαμβάνοντας το 1482 τη Ζάκυνθο. Για την κατοχή της στα 1485 οι Βενετοί συμφώνησαν να καταβάλουν φόρο υποτέλειας 500 δουκάτων στους Οθωμανούς, στους οποίους επέστρεψαν και την Κεφαλονιά που είχαν προσωρινά καταλάβει το 1483.

Η Κεφαλονιά και η Ιθάκη περιήλθαν εν τέλει στους Βενετούς στα 1500, στο πλαίσιο του β΄ βενετοτουρκικού του πολέμου που διεξήχθη με σκοπό την κυριαρχία στο χώρο του Ιονίου και την Πελοπόννησο. Στις 30 Αυγούστου 1502 καταλήφθηκε το κάστρο της Λευκάδας από βενετικό στόλο 50 γαλέρων υπό τον Benedetto Pesaro, ενισχυμένο με πλοία του πάπα, του Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας και των Ιπποτών της Ρόδου. Το επίτευγμα της κατάληψης του νησιού ήταν τόσο σημαντικό για τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγ. Μάρκου, ώστε μετά το θάνατο του Pesaro για να τιμηθεί ο άνδρας και να αναδειχθούν τα έργα του, μεταξύ άλλων στο τάφο του απεικονίστηκε σε μαρμάρινο ανάγλυφο και το κάστρο της Αγίας Μαύρας. Ένα χρόνο μετά, στις 2 Αυγούστου 1503, η Λευκάδα επιστράφηκε στους Οθωμανούς καθώς το γεγονός αυτό είχε τεθεί ως βασικός όρος για τη συνθηκολόγηση που έδωσε τέλος στον πόλεμο. Σύμφωνα με τους Βενετούς «η Αγία Μαύρα ήταν ο δεξιός οφθαλμός του Τούρκου, γιατί διαφορετικά αυτός δε θα μπορέσει να διατηρήσει ασφαλείς την Άρτα και τη Ναύπακτο, που έχουν άφθονα δημητριακά και άλλα προϊόντα». Κατά τη διάρκεια της ολιγόχρονης βενετικής παρουσίας στο νησί δεν έγιναν παρά μόνο επισκευές στο χώρο του κάστρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Βενετοί μετά τη σύναψη ειρήνης απαιτούσαν από τους Οθωμανούς το ποσό των 24.000 δουκάτων για τις επισκευές και τις οχυρώσεις που έκαναν στη Λευκάδα. Το ποσό μπορεί να μοιάζει μεγάλο, θα πρέπει, όμως, να λάβει κανείς υπόψη του ότι κατασκευή-επισκευή φρουρίων ήταν εξαιρετικά πολυδάπανη και ελάχιστα κράτη είχαν την οικονομική δυνατότητα να χτίσουν περισσότερα από ένα ή δύο νέα φρούρια αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της οχυρωματική αρχιτεκτονικής, η οποία είχε προσαρμοστεί στην ανάπτυξη του πυροβολικού.

Το 16ο αιώνα στα νερά του Ιονίου έλαβαν χώρα οι δύο μεγαλύτερες ναυτικές συγκρούσεις μεταξύ των Οθωμανών και των συνασπισμένων δυνάμεων της Χριστιανικής Ευρώπης, η νικηφόρα για τους Οθωμανούς ναυμαχία της Πρέβεζα το 1538 και η ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Την εποχή αυτή το σαντζάκι του Κάρλελι υποδιαιρούνταν στα βιλαέτια του Αγγελοκάστρου και της Αγίας Μαύρας. Στα μέσα του α΄ μισού του 16ου αιώνα ο σαντζάκμπεης του Κάρλελι είχε την έδρα του στην Λευκάδα, ως διοικητής και των στρατιωτικών δυνάμεων, πάρα το γεγονός ότι η επίσημη έδρα του ήταν στο Αγγελόκαστρο. Η συγκέντρωση των διοικητικών και στρατιωτικών οθωμανικών αρχών στο νησί της Λευκάδας, η επιθυμία ασφαλούς αναχαίτισης των βενετικών βλέψεων και ελέγχου του παρακείμενου Αμβρακικού κόλπου αλλά και τα συνεχόμενα πολεμικά συμβάντα στην ιόνια θάλασσα κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη της ανακατασκευής του κάστρου του νησιού. Από σουλτανικό διάταγμα με ημερομηνία 5 Απριλίου 1571 πληροφορούμαστε ότι είχε ξεκινήσει ήδη η ανοικοδόμηση του φρουρίου της Αγ. Μαύρας. Θα μπορούσαμε μάλλον ασφαλώς να ισχυριστούμε ότι η περίοδος 1564-1572 είναι η περίοδος των μεγάλων οικοδομικών έργων στη Λευκάδα, η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται με την κατασκευή του υδραγωγείου και η λήξη της με την ανακατασκευή του φρουρίου, το οποίο από πενταγωνικού οικοδόμημα είχε πια μετατραπεί σε επταγωνικό. Στο ευρύχωρο κάστρο διέμεναν οθωμανοί αξιωματούχοι, στρατιώτες του πεζικού, του πυροβολικού, του ναυτικού και οι οικογένειές τους, 1.000 περίπου ψυχές.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η φρουρά της Λευκάδας αριθμούσε 500 άνδρες ενώ οι ανάλογες στη Βόνιτσα και στο Αγγελόκαστρο μόνο 25.

Μετά την επιτυχία τους στη Ναύπακτο οι Βενετοί επιχείρησαν το Φεβρουάριο του 1572 να καταλάβουν το φρούριο της Αγίας Μαύρας, εκμεταλλευόμενοι την αποχώρηση του στόλου του Κιλίτς πασά που είχε καταφύγει εκεί· διαπιστώνοντας εντούτοις ότι ερχόταν ενίσχυση από την Ακαρνανία, οι Βενετοί εγκατέλειψαν το νησί για μία ακόμα φορά.

Αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι πιθανότατα η μοναδική σωζόμενη έγχρωμη τρισδιάστατη απεικόνιση του κάστρου της Λευκάδας και χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα.Στη Φλωρεντία, στο Palazzo Pitti o ζωγράφος Bernardino Poccetti αναπαριστά την επίθεση των ιπποτών του Αγίου Στεφάνου στην Πρέβεζα και στο βάθος το πίνακα απεικονίζει και το κάστρο της Αγίας Μαύρας.

Η αδυναμία των συνασπισμένων δυνάμεων της χριστιανικής Δύσης και κυρίως των Βενετών να επωφεληθούν από τη νίκη τους στη Ναύπακτο παγίωσε το καθεστώς της μεθορίου του Ιονίου για την επόμενη εκατονταετία. Μόνο στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1644-1669) οι Βενετοί, υπό το γενικό προβλεπτή των Τεσσάρων νησιών Marino Marcello, με τη συνδρομή του πάπα και των Ιπποτών της Μάλτας επιχείρησαν και πάλι να καταλάβουν το φρούριο της Αγίας Μαύρας στις 15 Αυγούστου 1658, όταν αποβιβάστηκαν για λίγες ώρες, πριν αποχωρήσουν άπρακτοι.

Η κατάληψη της Λευκάδας έγινε τελικά εφικτή το 1684, μετά τη δεύτερη αποτυχημένη για τους Οθωμανούς πολιορκίας της Βιέννη το 1683, η οποία οδήγησε στη γενική κατάρρευση του δυτικού τους μετώπου από τις συνασπισμένες δυνάμεις της χριστιανικής δύσης. Τον Ιανουάριο του 1684 έγινε μία πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψη του νησιού. Στα τέλη Μαΐου η βενετική αρμάδα υπό τον Francesco Morosini επέστρεψε στα νερά του Ιονίου και ξεκίνησε η πολιορκία της Λευκάδας. Το βενετικό κράτος ψυχορραγούσε και ο Morosini είχε ηττηθεί πριν από 15 χρόνια από τους Οθωμανούς με αποτέλεσμα να χαθεί η Κρήτη, μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Βενετίας στην Ανατολή. Τα πλούσια σιτηρά που προσπορίζονταν από εκεί οι Βενετοί είχαν χαθεί και ήταν επιτακτική η ανάγκη εύρεσης νέου σιτοβολώνα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα βενετικά Επτάνησα διέθεταν σιτηρά για να τραφούν μόνο για τρεις μήνες. Ο Morosini, λοιπόν, θα έπρεπε να επιτύχει στη νέα εκστρατεία για πολλούς λόγους αλλά και για να αποκαταστήσει το τρωθέν γόητρό του. Η απόφαση, όμως, αυτή των Βενετών για πολεμική δράση στον ελλαδικό χώρο εντάσσεται και στα πλαίσια του πολυμέτωπου αγώνα των χριστιανικών δυνάμεων κατά των Τούρκων και αποτελεί την τελευταία σταυροφορία της Δύσης για την ανακατάληψη ή την απελευθέρωση χριστιανικών εδαφών. Εκτός από τις βενετικές στον πόλεμο έλαβαν μέρος και στρατιωτικές δυνάμεις του Πάπα, των Ιπποτών της Μάλτας και του Δούκα της Τοσκάνης, καθώς και έννομα και έκνομα ένοπλα σώματα από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Η οθωμανική φρουρά της Αγίας Μαύρας εξαναγκάστηκε, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, να παραδοθεί στις 6 Αυγούστου και την επόμενη ημέρα να μετακινηθεί μαζί με τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό στην Πρέβεζα, η οποία καταλήφθηκε από τους Βενετούς λίγο αργότερα. Η ένταξη του νησιού στο κράτος της Γαληνοτάτης επισφραγίστηκε στο τέλος του έκτου βενετοτουρκικού πολέμου, με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699, η οποία, όμως, όριζε την απόδοση της Πρέβεζας και της Βόνιτσας στους Οθωμανούς.

Η Βενετία θέλησε να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη των γεγονότων αυτών και κατά την πάγια τακτική της ανέθεσε για το σκοπό αυτό επίσημα τη διάσωσή τους, τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και σε επίπεδο εικόνας, σε επιφανείς εκπροσώπους του τότε επιστημονικού κόσμου, τον Locatelli, τον Garzoni και τον Coronelli. Τα σχέδια του τελευταίου εικονογράφησαν το λόγο του πρώτου, αποτυπώνοντας τον νεοκατακτηθέντα χώρο και αναπαριστώντας στρατιωτικές παρατάξεις αλλά και πεδία των μαχών. Παράλληλα, για να τιμήσουν το πρόσωπο του νικητή πια Morosini απεικόνισαν τα γεγονότα στα soffitti του δουκικού παλατιού της Βενετίας και τον εξέλεξαν δόγη.

Ευθύς μετά την κατάληψη, ο Morosini επιδόθηκε συστηματικά στην ανασυγκρότηση της νέας βενετικής κτήσης. Το φρούριο της Αγίας Μαύρας, σε στρατηγική θέση διαχωριζόταν από το κυρίως νησί της Λευκάδας με στενή θαλάσσια λωρίδα και το συνέδεε νοητά με τον υπόλοιπο τουρκοκρατούμενα χώρο της Στερεάς. Οι βαριές οχυρωματικές κατασκευές περιβάλλονταν από υδάτινες τάφρους και το εντός των τειχών τμήμα επικοινωνούσε με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο με κινητή γέφυρα. Έξω από τα τείχη είχαν αναπτυχθεί δυο οικισμοί, η Χώρα στα δυτικά και η Άλλη Μεριά στα ανατολικά. Η ένταξη της Λευκάδας στο βενετικό κράτος άλλαξε τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των Βενετών και τους υποχρέωσε να λάβουν συντονισμένα μέτρα για την προστασία της απομονωμένης πλέον πρωτεύουσας, που, ταυτόχρονα αποτελούσε για τους εχθρούς και το προσφορότερο σημείο εισβολής στο νησί. Ενίσχυσαν τα αμυντικά έργα με νέα συστήματα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, ώστε το φρούριο να καταστεί απρόσβλητο. Παράλληλα, οργάνωσαν την επιχείρηση μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Αμαξική, στην απέναντι νησιωτική πλευρά, όπου εγκαταστάθηκαν υποχρεωτικά οι κάτοικοι της Χώρας και της Άλλης Μεριάς. Η μεταφορά της πρωτεύουσας αποσκοπούσε και στη στενότερη σύνδεση της νέας πόλης με την ύπαιθρο χώρα, ωστόσο η έλλειψη χερσαίου οδικού δικτύου δυσχέραινε την επίτευξη του στόχου.

Κατά τη διάρκεια του έβδομου και τελευταίου βενετοτουρκικού πολέμου, οι Βενετοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στους Οθωμανούς το φρούριο της Αγίας Μαύρας για μία ακόμα φορά. Οι Βενετοί επιχείρησαν να ανασυστήσουν την κυριαρχία τους στο Ιόνιο και κυρίως στην Πελοπόννησο προκειμένου να αποκτήσουν ζωτικούς χώρους. Η παρακμή της πρώην θαλασσοκράτειρας ήταν έκδηλη. Σε στρατιωτικό επίπεδο ο βενετικός στόλος είχε χάσει τον ηγεμονικό του ρόλο στις ελληνικές θάλασσες και για αυτό η συμμετοχή της Βενετίας στο συνασπισμό του Linz είχε υποτιμηθεί από τις άλλες δυνάμεις.

Στις 6 Οκτωβρίου 1715 οι Βενετοί αποχώρησαν για να επιστρέψουν στη Λευκάδα στις 18 Οκτωβρίου 1716. Ο γενικός προβλεπτής Daniel Dolfin σε επιστολή του προς το δόγη δήλωνε ότι πριν αναχωρήσουν είχαν ανατινάξει το κάστρο σε πολλά σημεία ούτως ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους Οθωμανούς, εάν δεν το επισκεύαζαν. Στο σημείο αυτό θα κάνω μία αναγκαία παρέκβαση. Από φωτιά που προκάλεσαν οι ανατινάξεις κάηκε και όλο το Αρχείο, που στεγαζόταν στο κάστρο. Αγαθή τύχη συνόδευσε στο εξής το Αρχείο και παρά το ότι οι Δημοκρατικοί Γάλλοι έκαψαν αρκετά έγγραφα, κυρίως το αρχείο της αστικής συσσωμάτωσης του νησιού, σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση το αρχειακό υλικό από το 1715 και εξής και σήμερα απόκειται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στη Λευκάδα, κυψέλη ιστορικής μνήμης όχι μόνο για το νησί αλλά και για το Ιόνιο και τη Δυτική Ελλάδα.

Οι Βενετοί μετά την οριστική επιστροφή τους αποκατέστησαν όλα τα τρωθέντα σημεία του κάστρου χωρίς να προβούν σε νεωτερισμούς και επεκτάσεις. Ο capitan Antonio Paravia στα μέσα στου 18ου αιώνα επισκέφθηκε τη Λευκάδα και απεικόνισε με αρκετά μεγάλη ακρίβεια την κατάσταση του κάστρου. Αλλά και ο χαμένος πια πίνακας του ζωγράφου Spiridione Zerbini με εύγλωττο τρόπο απεικονίζει το κάστρο «περιγράφοντας» με το πινέλο του την υποδοχή ενός ανώτερου βενετού αξιωματούχου το 1783.

Στις 12 Μαΐου 1797 τα στρατεύματα των Δημοκρατικών Γάλλων υπό τον Ναπολέοντα εισέρχονται στη Βενετία και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου καταλύεται. Κάπου εδώ σηματοδοτείται και η αρχή του τέλους της λαμπερής ιστορίας του κάστρου. Μέσα στο καλοκαίρι οι Γάλλοι καταλαμβάνουν τα νησιά του Ιονίου και φυτεύουν το δέντρο της ελευθερίας προσπαθώντας να κάνουν τους κατοίκους της Επτανήσου να ξεχάσουν και να αποποιηθούν το βενετικό παρελθόν τους. Δύο χρόνια αργότερα θα τους διαδεχθούν οι Ρωσοτούρκοι υπό τον Ουσακώφ και τον Καδίρ μπέη για να φτάσουμε στα 1800 στην οργάνωση της Επτανήσου πολιτείας ενός ημιαυτόνομου κρατικού μορφώματος. Το καλοκαίρι του 1807 ο Αλή Τεπελενλής πασάς των Ιωαννίνων θα προσπαθήσει να καταλάβει το νησί της Λευκάδας αλλά οι ενέργειες του Καποδίστρια με τη συνδρομή πολλών κλεφταρματολών που έφτασαν από τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο, θα αποτρέψουν την τελευταία οθωμανική απειλή. Το 1807 οι Αυτοκρατορικοί Γάλλοι θα κυριαρχήσουν στα Επτάνησα για να δώσουν τη θέση τους στους Βρετανούς και το 1825 να ιδρυθεί το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων νήσων. Το Μάιο του 1864 τα Επτάνησα ενώθηκαν με το ελληνικό κράτος. Υπεστάλη για τελευταία φορά η σημαία του ιονικού κράτους και οι άγγλοι στρατιώτες πριν αποχωρήσουν, κατέβασαν από τις επάλξεις τα κανόνια και σε ένδειξη υποταγής, τα έθαψαν σε αβαθείς λάκκους με την μπούκα τους στραμμένη στον ουρανό. Το κάστρο, που έχει πια τη μορφή και τη χωροταξία με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα, θα χρησιμοποιηθεί κατά περιόδους ως στρατώνας (μετά το 1864, 1914-1917, 1941), ως στρατόπεδο τούρκων αιχμαλώτων (1912-1913), ως χώρος φιλοξενίας των μικρασιατών προσφύγων (1922-1932).

Η απόφαση εκποίησης οικοδομικού υλικού το 1938 είχε σαν αποτέλεσμα να αποψιλωθεί το κάστρο και σημαντικές ψηφίδες της ιστορικής μνήμης να χαθούν για πάντα. Το 1960 η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων άρχισε εργασίες συντήρησης και επισκευής. Από τότε έγιναν κάποια πράγματα αλλά όχι όλα όσα θα έπρεπε.

Ο φράγκικος συνάμα οθωμανικός συνάμα βενετικός λίθινος γίγαντας στέκει εκεί, στην είσοδο του νησιού, δέχεται εκ νέου σήμερα τις φροντίδες των ειδικών και αναμένει τον επισκέπτη για να του ψιθυρίσει σκοτεινές και φωτεινές στιγμές της ιονικής και όχι μόνο ιστορίας. Και στην αφήγησή του αυτή θα βρει σημαντικό παραστάτη του το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε.

Χριστίνα Παπακώστα
Ιστορικός, υποψήφια διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου

Προηγουμενο αρθρο
Συλλήψεις για μέθη και στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Ετήσια καλοκαιρινή συναυλία Φιλαρμονικής με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα