Το λευκαδίτικο καρναβάλι στο πέρασμα του χρόνου
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, το καρναβάλι της Λευκάδας ξεκινά από το 1882-83.Ο πρώτος διοργανωτής του ήταν ο περίφημος ζωγράφος Σπύρος Γαζής, ο οποίος μαζί με διακόσιους μεταμφιεσμένους παρέλασαν στην αγορά της Λευκάδας, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο την αρχική μορφή του καρναβαλιού. Οι διακόσιοι μεταμφιεσμένοι ήταν σεβαστός αριθμός για την εποχή δεδομένου του μικρού πληθυσμού του νησιού. Την εποχή εκείνη άρματα δεν υπήρχαν, μόνο ομάδες πεζών, οι οποίες παρουσίαζαν δρώμενα από την καθημερινότητα.
Την περίοδο των Αποκρεών τα αρχοντικά του νησιού άνοιγαν τα σαλόνια τους με τα καλά τους είδη, διοργάνωναν χοροεσπερίδες και όλοι μαζί διασκέδαζαν μέχρι το πρωί. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά της Λέσχης «ΟΜΟΝΟIA», η οποία βρισκόταν στην κεντρική πλατεία, στο σημείο όπου παλιά στεγαζόταν η Νομαρχία. Η Λέσχη αποτελούσε κόσμημα για το νησί ˙ όλος ο διάκοσμός της είχε έρθει από την Ιταλία, τους τοίχους της κοσμούσαν υπέροχες ταπετσαρίες, οι καναπέδες ήταν βελούδινοι, οι πολυέλαιοι περίτεχνοι ˙ η χλιδή υπήρχε παντού μέσα στη Λέσχη. Δυστυχώς, μια μεγάλη πυρκαγιά που αναπάντεχα προκλήθηκε το 1943, την κατέστρεψε ολοσχερώς.
Για αρκετά χρόνια το λευκαδίτικο καρναβάλι έπαψε να διοργανώνεται, λόγω αλλαγής των μέχρι τότε κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών.
Περνώντας τα χρόνια, φτάνουμε στα 1961-1965˙ με πρωτοβουλία του Εθνικού Ωδείου Λευκάδος αναβιώνει εκ νέου το Καρναβάλι της Λευκάδας, μόνο που τώρα, εκτός από μεταμφιέσεις περιλαμβάνει και γλέντι στα κέντρα της πόλης μέχρι τα χαράματα, κι όπως αναφέρει ο φίλος μου Βούλης :
«Μες του Κομπίτση, Μπελεμέ, Ντόβα και ΚΤΕΛ ακόμα Λευκάδα και περίχωρα γλέντι ως τ’ άλλο γιόμα…»
Ας μην παραλείψω να αναφέρω την γνωστή σε όλους αίθουσα εκδηλώσεων «ΠΑΝΘΕΟΝ», μέσα στην οποία διαδραματίστηκε όλη η ιστορία του καρναβαλιού. Όλοι οι επίσημοι χοροί των σωματείων ελάμβαναν χώρα στο ΠΑΝΘΕΟΝ, την καλλιτεχνική επιμέλεια των εκδηλώσεων αυτών είχαν αναλάβει οι καλλιτέχνες Γιάννης Αθηνιώτης, Δήμος Μαλακάσης και Θανάσης Σίδερης, των οποίων οι διακοσμήσεις ήταν εντυπωσιακές. Βαλς, Τανγκό, Μαζούρκα, Φοξ, Ρούμπα, η σατυρική παρλάτα από τον Βούλη και ο κομπέρ να καλεί από τον μικρόφωνο «χορεύουν τα μπλε, χορεύουν τα κόκκινα» έδιναν το εναρκτήριο λάκτισμα για το γλέντι, το οποίο συνέχιζε με τραγούδι από τον Ζαχαρή Κατωπόδη (τραγούδι: Ρεζεντά), ταυρομαχία από τον Γιώργο Καραβοκύρη (Βερδίκη), Δήμο Σάντα και Ντίνο Γκρεμούτη (Τζετζέκο), σορ-Διονύσιο από τον Νιόνιο-Φίλιππα (Κοτσόλο), Σπύρο Μεσσήνη (Κεφάλα) “σόλο” δεσποινίς και Χρήστο Κατωπόδη (Ζακχαίο) σπανιόλο.
«Και μεσ’ σ’αυτό το χαλασμό,
στο μασκαροκρυφτούλι,
ανακωχή, για ν’ακουστεί
η Σάτυρα του… Βούλη…»
Το 1967 παύει για μία ακόμη φορά το λευκαδίτικο καρναβάλι, τα κέντρα έκλεισαν, η διασκέδαση διεκόπη και η Λευκάδα αυτομάτως μετετράπη σε νεκρή πόλη. Η πολιτική αστάθεια της εποχής δεν επέτρεπε την διοργάνωση οποιασδήποτε εκδήλωσης. Ο κόσμος επέστρεφε νωρίς στα σπίτια του, μην ξέροντας τί θα του ξημερώσει.
Και φτάνουμε στο 1970, έτος κατά το οποίο, με πρωτοβουλία του Δήμου Λευκάδος και συνεργασία με το σωματείο της Νέας Χορωδίας, ξαναζωντανεύει το Καρναβάλι, αυτή την φορά πιο οργανωμένο και επιτυχημένο από ποτέ. Έπειτα από 46 χρόνια θέλω να πιστεύω, πως το καρναβάλι εκείνο δεν έχει ξεχαστεί και όμοιό του δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν από τον Οκτώβριο κι όλα ήταν έτοιμα για την μεγάλη γιορτή της Αποκριάς στις 22 Μαρτίου 1970. Άρματα από τον Θανάση Σίδερη το ένα καλύτερο από το άλλο, πεζά με ωραιότατες στολές, κανταδόροι, ξυλοπόδαροι, συμμετοχή όλου του νησιού και ένα υπέροχο νούμερο από τον Τάσο Κατσή από την Βαγιά, που έκανε τον μπάρμπα-Γιάννη με τις στάμνες, ντυμένος παλιός Λευκαδίτης.
Το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν ο Βούλης Βρεττός ντυμένος θεός Διόνυσος συνοδευόμενος από τους Σατύρους και τις Μαινάδες πάνω στο άρμα του έσυρε τα εξ αμάξης σε πολιτικούς και όχι μόνο. Η σάτυρά του καυστική, κανένας και τίποτα δεν ξέφυγε από αυτήν.
Στο τέλος, όλοι μαζί στον Πόντε καίγαμε τον Καρνάβαλο (έθιμο, το οποίο τείνει να εκλείψει). Το κάψιμο του Καρνάβαλου δεν σήμαινε και το τέλος της Αποκριάς, καθώς την επόμενη μέρα (Καθαρά Δευτέρα) όλοι γιόρταζαν τα κούλουμα, ενώ το απόγευμα μαζεύονταν στην κεντρική πλατεία, όπου διασκέδαζαν, χόρευαν και έπλεκαν το γαϊτανάκι.
Τα χρόνια, όμως, πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν, άνθρωποι που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του λευκαδίτικου καρναβαλιού έφυγαν, αφήνοντας μεγάλο κενό στο πολιτιστικό “γίγνεσθαι” της Λευκάδας, αυτό βέβαια δεν αποτέλεσε τροχοπέδη για τους σημερινούς Λευκαδίτες, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση, κάνοντας αξιόλογες προσπάθειες με ιδιωτική πρωτοβουλία, δίνοντας μια χαρούμενη και κεφάτη νότα στο “εξελιγμένο μοντέλο” του λευκαδίτικου καρναβαλιού.
Τώρ’ Αποκρές στον Κάλαμο
και στου Σκορδά το χάνι
τώρα του χρόνου κούμαρα,
στο βράχο τα’ Αι Γιάννη.Και Κούλμα πιο μακρύτερα,
Στης Γύρας τα ’Ακρογιάλι
Όπου θα δείτε στα βαθιά
νερά, το καρναβάλι!Εκεί όπου φουντάρισε
Δε βγαίνει στον Αιώνα,
Εκτός με κάνανε σεισμό,
Ή τρομερό τυφώνα!Ή αν βουτήξουν μερικοί
Που λεν’ πως το πονάνε!
Μ’ αυτοί απ’ έξω απ’ το χορό
Μονάχα τραγουδάνε!
(Θρασύβουλος Βρεττός, «Τα εξ αμάξης»)
Παναγιώτα Παρίση
Δεν υπάρχουν σχόλια