HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΤο πάθημα της Σιόρα Πλούμως

Το πάθημα της Σιόρα Πλούμως

ithografies

(Λευκαδίτικες Ηθογραφίες)

Α Όλα κι όλα! Έπρεπε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τις καλές της σχέσεις η Πλούμω, η Σιόρα Πλούμω η δικηγόραινα. Και είναι αλήθεια πως ο Κυρ Πλούμος ούτε δικηγόρος ήταν ούτε καν δικολάβος, μ’ απλούς δικαστικός κλητήρας. Η Σιόρα Πλούμω όμως δεν ήθελε να το πιστέψει, αφού ο Σιορ Πλούμος ξεπερνούσε τους δικηγόρους στο μυαλό και στη γνώση τόσο, που κι αυτός ο Σιορ Τζανέτος ο μεγαλύτερος δικηγόρος του τόπου, δεν έδινε συμβουλή στους αβεντόρους του αν δεν τον ορμήνευε ο Σιορ Πλούμος.

‘Ώστε ήταν δικηγόρος και μόνο ένα χαρτί του έλειπε.

Πώς λοιπόν αυτή η γυναίκα κοτζάμ δικεόρου, η Σιόρα δικεόραινα, όπως απεκάλει τον εαυτό της, να μη διατηρεί καλές σχέσεις και να μην είναι δεχτή στα μεγαλύτερα σαλόνια; Και ήταν δεχτή όχι μόνο σαν δικεόραινα μα και για τις άλλες πολλές της χάρες, τις αναρίθμητες.

Μα εκείνο που την κάνει ελκυστική και την ζητούν όλα τα σπίτια, είναι το λέγειν, το λεκτικό της, οι διηγήσεις, τα νέα της. Γι’ αυτό τίποτε δεν γίνεται χωρίς να την καλέσουν και δεν μένει σπίτι, που το απομεσήμερο να μη βάλει το μπρίκι στη φωτιά περιμένοντας να έλθει η Σιόρα Πλούμω να πιούν καφέ μαζί και ν’ ακούσουν και κανένα νέο.

Και η Σιόρα Πλούμω έτσι διασκεδάζει σ’ όλα τα σπίτια και δεν αφήνει γιορτή και πανηγύρι που να πάει χαμένο.

Μα μη νομίζετε πως ακοπίαστα συλλέγει τα νέα της. Είναι να τη λυπάται κανείς όταν ερευνά τα πιο απάτητα σοκάκια, μέσα στο κάμα του μεσημεριού. Και καθώς είναι έτσι ψηλή, πανύψηλη, παχιά, λάμια σωστή, λαχομανάει, ξεφυσά και κάθε λίγο και λιγάκι σταματάει για να σφογγίσει τον ιδρώτα της και να πάρει ανάσα. Και όταν συλλέξει υλικό, τότε κάθεται, κάμνει μια γενική ανασκόπιση, προσθέτει, αφαιρεί, μεγαλώνει κι ετοιμάζει ιστορία σωστή.

Αντίγραφο από ithografies 001

…Συγυρισμένη ξενυχτάει σε μια πολυθρόνα. Και την άλλην μέρα, μπριου φέξει, όπως έλεγε, με τον όρθρο, πηγαίνει στην εκκλησία. Γιατί, να πούμε την αλήθεια ήταν καλή χριστιανή, ήταν φιλακόλουθος και δεν έλειπε ποτέ της από τις λειτουργίες. Κι ενώ τα χείλη της έψελναν με κατάνυξη, τα μάτια της στριφογύριζαν σ’ όλες τις πόρτες και πρόσεχε ποιος έμπαινε, ποιος έβγαινε και τι φορούσαν οι εκκλησιαζόμενοι.

Δεν υπάρχει γιορτή που να μην έχει η Σιόρα Πλούμω βίζιτες, και δεν υπάρχει συνοικία που να μη την έχει επισταμένως μελετήσει.

DSCN0606

Μα έτυχε την τελευταία χρονιά να μην έχει θέματα να καλλιεργήσει. Κι έφθασε και η προπαραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος και πήγε στου Σιορ Τζανέτου να πει και το «εις έτη Πολλά», —γιατί γιόρταζε κι έβραζαν το σπερνό—, και δεν είχε κανένα νέο να εξιστορήσει.

Γι’ αυτό ήταν στενοχωρημένη και πικραμένη τόσο που δεν χάρηκε ούτε όταν την προσεκάλεσαν στο δείπνο, που έδιναν κάθε χρόνο ανήμερα στου Αγίου Σπυρίδωνος. Και σηκώθηκε να φύγει γεμάτη σκέψη για την ιστορία που όφειλε να ετοιμάσει στη γιορτή, στο δείπνο, στο γλέντι του Σιορ Τζανέτου.

Αλήθεια! Τι να πει; Να πει τούτο: Να πει εκείνο; Τα είπε και τα ξαναείπε όλα!

‘Έπρεπε να βρει κάποιο καινούργιο που να κάμει εντύπωσιν. Να κάμει κρότο! Μα πού να πάει να το βρει;

ithografies 001

Να πάει κατά του Πουλιού; Να πάει κατά την Καινούρια Χώρα; ‘Η στην Άγια Κάρα;

Αλήθεια! Στο Μαρκά και στο Παζάρι έχει καιρούς να πάγει! Ας κάμει αύριο μια περατζάδα ώς εκεί!

Προχωρούσε αργά, αργά και σε κάθε προβολή μαγαζιού σταματούσε δήθεν πως εξήταζε τα βαρέλια με τα σκουμπριά και τις σαρδέλες, μα κυρίως για ν’ ακούσει τι γίνεται στο κόσμο. ‘Όταν έφθασε στη μέση του δρόμου σταμάτησε με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη! Το κατάστημα του Κορακιανίτη ήταν κατάκλειστο.

— ‘Έλα πάλι! Τι έχει να πει τούτο;

Γιατί έκλεισε το μαγαζί του; Παραμονή τέτοιας γιορτής; Μέρα μεσημέρι. Κάτι κακό θα συμβαίνει, σκέφθηκε η Σιόρα Πλούμω. ‘Η έπαθε τίποτε «όξω από μας» ή το έκλεισε από φαλιμέντο.

Μα γιατί να φαλίρει; Εκείνος ήταν χορτάτος και θεραπευμένος. Ο πατέρας του μεγάλος νεγκοτσιάντες τ’ άφησε περιουσία μεγάλη και μαγαζί τρικούβερτο, που οι σκαντσίες του ήταν βαϊσμένες από το πράμα.

Χωρίς να χάσει καιρό έστριψε ένα καντούνι κι έφθασε στο σπίτι του Κορακιανίτη. Κατά τύχην ήταν η υπηρέτρια στο παράθυρο. Η Σιόρα Πλούμω στάθηκε και την χαιρέτισε.

Αντίγραφο (2) από ithografies 001

– Τι κάνετε; Τι κάνει η Κυρά σου;
– Δεν είναι εδώ, είναι στη Κέρκυρα!

— Μπα! Λείπει καιρό;

— Ναι, κάμποσο!

— Κι ο αφέντης σου;

— Εδώ είναι!

— Μα είδα το μαγαζί κλειστό κι ανησύχησα! Μην είναι ανήμπορος;

— Α όχι καλά είναι! Μα δεν θα το ανοίξει πια αυτό το μαγαζί. Θ’ ανοίξει…

Αλλού, ήθελε να συμπληρώσει η υπηρέτρια μα κάποιος την φώναξε από μέσα κι άφησε τη Σιόρα Πλούμω γεμάτη ερωτηματικά.

Η Σιόρα Πλούμω περίμενε λίγο μήπως βγει η υπηρέτρια να την ξαναρωτήσει καλύτερα, κι αφού είδε πως περιμένει άδικα, ξεκίνησε να φύγει. Επί τέλους! Είχε ένα νέο! ‘Έγινε κάτι.

‘Όλο εκείνο το απόγευμα δεν βγήκε μα εμελετούσε όλα τα ενδεχόμενα αίτια της αναχωρήσεως της κυρίας Κορακιανίτη και του κλεισίματος του μαγαζιού. Και όταν ήλθε το βράδυ και είχε ετοιμάσει την ιστορία της, στολίσθηκε με τα μακριά της σκουλαρίκια, ερίτσωσε το φρεζέ της και κάθισε στολισμένη στην πολυθρόνα όπως συνήθιζε στις γιορτές.

‘Έτσι ξενύχτησε!

Τα ξημερώματα καθώς άκουσε τη Μουσική τ’ Αγίου, που έκανε το γύρο της Πλατείας, τινάχθηκε, έβρεξε τα μάτια της για να ξαγρυπνήσει, και πήγε στην εκκλησιά, στις βίζιτες και τ’ απόγευμα με καρδιοχτύπι και χαρά για το γλέντι και το δείπνο, ξεκίνησε για του Σιορ Τζανέτου.

Αντίγραφο (3) από ithografies 001

Η Σιόρα Πλούμω καθώς είδε πολυκοσμία στάθηκε λίγο, σάστισε, και κάθισε σε μια καρέκλα αδειανή που ήταν κοντά στην πόρτα. Στην αρχή δε μίλησε κι όταν λίγο συνήλθε ρώτησε κατά την συνήθειά της.

— Το μάθατε το μεγάλο κάζο;

— Ποιο, Σιόρα Πλούμω;

— Ποιόόόό; Ο Κορακιανίτης φαλίρισε!

— Τι λες; Αλήθεια;

— Μπα, γιέ μου! Ο κόσμος το ‘χει βούκινο κι εγώ με τα μάτια μου είδα τις κορδέλες.

— Μπα;

— Να σας χαρώ! Κι αν ήταν μόνο αυτό, σπολάετη. Μα έπαθε πιο μεγάλη νίλα! Έφυγε η γυναίκα του. Άμα είδε φτώχια τον άφησε και πάει στη μάνα της στη Κέρκυρα. Και πέρνοντας θάρρος εσυνέχισε.

— Ο κακομοίρης! Τέτοιος καλός άνθρωπος, από τέτοιο σπίτι! Που με το λενιάμε που έφερνε ο πατέρας του από το Τριέστι γέμιζε ο κόσμος. Τ’ άφησε μεγάλη περιουσία ο μακαρίτης. Και το μαγαζί του; Τι αβεντόρους που είχε!

— Ε! Σιόρα Πλούμω, ακούεται Πίσω της μια φωνή. Σιόρα Πλούμω;

— Μπα; Τί, παρακουψάδες κάνω; Η Κορακιανίταινα εδώ;

— Μάλιστα ολόκληρη! Δε μου λες, Ποιος φαλίρισε και ποιος άφησε τον άνδρα του; Ή μήπως έπρεπε να πάρω την άδειά σου για να πάω να ιδώ τους γονείς μου;

— Μπα γιεμ μου! Είπα εγώ τέτοια πράματα, έβγαλα εγώ μπαμπασά; Δεν είπα τίποτα κακό, μα τούτο το φως! Μαρές κυράδες μου, σας έχω μαρτυριά, είδατε πώς άλλαξε τα λόγια μου;

— Ας τα αυτά Σιόρα Πλούμω κι όταν έλθει ο άνδρας μου, θα τα πω όλα.

Ακούοντας αυτά η Σιόρα Πλούμω την έπιασε τρεμούλα κι αφήνοντας και τραταμέντο και δείπνο και γλέντι, σηκώθηκε τρομαγμένη.

— Μπα, μάτια, κιο δεν ήρθαμε εδώ να πιαστούμε. Ήρθαμε να πούμε ένα μέτωρο να γελάσομε. Πώς θα περάσει η ώρα; Μα πού; Βρέθηκε του λόου της να μας δείρει με το γλωσσό της. Ο Θεός να με γλίσει! Μπα! Μπα! Δεν τα βγάζω πέρα, γιε μου! Γεια σας και του χρόνου!

— Στάσου, Σιόρα Πλούμω, να πάρεις ένα γλυκό.

Μα πού ν’ ακούσει η Σιόρα Πλούμω. Ροβόλησε τη σκάλα και για πρώτη φορά στη ζωή της την κατέβηκε με τόση γρηγοράδα.

Κι έτρεχε, έτρεχε, και δεν στάθηκε ούτε όταν κάποιος ανοίγοντας την ομπρέλα του μ’ ορμή, ξερίζωσε από το καπέλο της την πολύτιμη βελουτένια ροδιάδα.

———————–

Αποσπάσματα από το «Το πάθημα της Σιόρα Πλούμως». Περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ηθογραφίες Λευκαδίτικες» της Ανδρομάχης Φίλιππα – Χαριτωνίδου που εξέδωσε η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών το 2010. ISBN 978-960-7498-49-6. Επιμέλεια, Επιλεγόμενα, Λεξιλόγιο: Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Δημήτρης Σπ. Τσερές, Βασίλης Φίλιππας.
——————————

Γράφει ο Δημήτρης Σ. Τσερές στα Επιλεγόμενα του βιβλίου: “Η εποχή, μέσα στην οποία έζησε και διαμορφώθηκε αλλά και στην οποία κινείται λογοτεχνικά η Α Φ-Χ, είναι η εποχή μετά την Ένωση και ειδικά οι δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα…. Η ισχύς των κτηματιών-αρχόντων σταδιακά υποχωρεί… Οι αστοί παρουσιάζονται ενδυναμωμένοι και αριθμητικά αυξάνονται… . Ακολουθούν οι πολλοί μικρέμποροι και οι επιστήμονες επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί, συμβολαιογράφοι), πολλοί των οποίων είναι γόνοι αρχόντων. Στους κατοίκους της πόλης ανήκουν και λίγοι υπάλληλοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εκπαιδευτικοί, και το πολυπληθές στρώμα των μικροεπαγγελματιών της πόλης (μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω ξεχωριστά μνημονευόμενοι μικρέμποροι), ένα ανερχόμενο αστικό στρώμα που η επαγγελματική έδρα του είναι το «παζάρι» της πόλης και που η ΑΦ-Χ του δίνει σημαντικό ρόλο στα διηγήματά της: είναι το πόπολο, που ανεβαίνει κοινωνικά την ώρα που πέφτει η παρακμασμένη τσιβιλιτά. Και στο τέλος της κοινωνικής κλίμακας της πόλης πάντα η φτωχολογιά των μπουρανέλλων…”

Τα σκίτσα είναι του Χρήστου Π. Λεφάκη όπως πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Μακεδονικό ημερολόγιο το 1931.

Προηγουμενο αρθρο
Κατωχώρι Λευκάδας: Γνωριμία μ’ έναν παλιό βιγλάτορα
Επομενο αρθρο
Ανακηρύχτηκαν και οι 10 συνδυασμοί για Περιφέρεια

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.