HomeΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑΤο ρολόι – (Μπαμπά μου λείπεις)

Το ρολόι – (Μπαμπά μου λείπεις)

Το ρολόϊ

Τικ τακ.
Τικ τακ.
Το ρολόϊ δείχνει 7.
Χειμώνας. 7 το πρωί.
Μία πόλη ξυπνάει. Σιγά σιγά
Τα γρανάζια ξεκινούν.
Ο καφές στο μπρίκι και το βλέμμα στο δρόμο. Στη ζωή.
Έτοιμη η αμαξοστοιχία.
Η μέρα ξεκινά.
Η πόλη θα μιλήσει. Θα φωνάξει. Θα περπατήσει. Θα χορέψει.
Και οι άνθρωποι ηθοποιοί.
Η παράσταση αρχίζει!
Δράμα και κωμωδία μαζί.
Δεν έχει σημασία πως και τί και γιατί.
Στην ουρά δεν κάνεις ποτέ πίσω. Προχωράς μπροστά. Όπως η ροή του ποταμού κυλά.

Τικ τακ.
Τικ τακ.
Οι δείκτες γυρίζουν.
Και οι άνθρωποι είναι τόσοι πολλοί.
Πολλοί άνθρωποι. Χιλιάδες. Σκόρπιοι. Διαφορετικοί ανθρωποι. Πολλά χέρια. Πολλά πόδια. Αναρίθμητα βήματα.
Και πάνε όλοι τόσο γρήγορα. Τόσο βιαστικά.
Να προλάβουν. Κάτι τους πιέζει. Κάτι τους κυνηγά.
Αυτό το ρολόϊ!
Δεν σταματούν. Κάπου πάνε. Σαν την ταχύτητα του φωτός.
Δεν τους προλαβαίνεις.
Περνούν. Σε προσπερνούν.
Χωρίς πρόσωπο. Δίχως ψυχή.
Γιατί δεν σου μιλούν.
Δυο μάτια φευγαλέα σε κοιτούν.
Ξανά και ξανά.
Σιωπή. Τόση σιωπή.
Ένα χαρτάκι με έναν αριθμό και η μέρα προχωρά.

Τικ τακ.
Τικ τακ.
Άλλη μία μέρα.
Ίδια. Όπως η χθεσινή. Γρανάζι.
Χωρίς χρώμα. Δίχως μουσική.
Μόνο ο ήχος της μηχανής.
Δεν μένει χρόνος για λίγη ζωή.
Ούτε χώρος για αγάπη.
Δεν επουλώνονται οι πληγές.
Απλώς προσπερνούνται.
Μα αυτές παραμένουν εκεί.
Ματώνουν.
Μα κανείς δεν ασχολείται.
Δεν προλαβαίνει.
Δεν προλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Τρέχουν. Δεν ακούνε τις φωνές. Βουλώνουν τα αυτιά τους.
Δεν βλέπουν γύρω τους. Μόνο μπροστά. Στο στόχο που τους καλεί. Σαν μία μάγισσα. Σαν μία Σειρήνα.
Υπνωτισμένοι.
Με αυτόν τον ήχο χαραγμένο στο υποσυνείδητο και στο συνειδητό.

Τικ τακ.
Τικ τακ.
Και έτσι η μία μέρα περνά και έρχεται η επόμενη και η επόμενη.
Σαν δίδυμες αδελφές, κακές αδελφές.
Αιμοβόρες. Φόνισσες. Φρικτές!
Αδειάζουν τα πάντα.
Μυαλό. Καρδιά. Ψυχή.
Και όταν στερέψουν τα πάντα, πετάνε το κουφάρι στη λάσπη.
Να κυλιστεί. Να χτυπηθεί. Να εξευτελιστεί μέχρι να φύγει η πνοή.
Αργά. Βασανιστικά.
Βορά και τρόπαιο στον μεγάλο αδελφό τους. Τον θάνατο…
Έρχεται μία σκιά. Μία μαύρη καταχνιά και σου γελάει ειρωνικά.
Παγώνει το ρολόϊ.
Και με την τελευταία σπίθα στα μάτια ανοίγει το φρικτό απύθμενο στόμα του και σε κατασπαράζει.
Χωρίς να προλαβαίνεις να σκεφτείς. Να καταλάβεις.
Μόνο ένα τικ.
Ίσα να νιώσεις τον πόνο για ότι δεν πρόφτασες.
Δεν έδωσες σημασία.
Το άφησες. Ενώ μπορούσες.
Μα τώρα είναι αργά.
Ένα δάκρυ κυλά.
Το τελευταίο τακ.
Και τέλος.

Μπαμπά μου λείπεις.

Ειρήνη Περδικάρη

Προηγουμενο αρθρο
Διατάσεις και... καβγαδάκια στο ιβάρι!
Επομενο αρθρο
«Lady Bird» από την Κινηματογραφική Λέσχη του Ορφέα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.