HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο σπίτι δίπλα στη θάλασσα – Της Χρυσούλας Σκλαβενίτη

Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα – Της Χρυσούλας Σκλαβενίτη

15

Όσο θυμόταν τον εαυτό της, έβλεπε πάντα αυτό το όνειρο.

Ότι είχε λέει, εκείνο το σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Στην πραγματικότητα ήξερε πως ήταν. Ερείπιο. Όμως στο όνειρο ποτέ δεν πρόσεξε αν ήταν μεγάλο ή μικρό, αν ήταν δίπατο, αν είχε ανέσεις. Ποτέ δεν κοίταξε αν ήταν λευκό ή αν το στόλιζε κάποιο χρώμα. Το μόνο που έβλεπε ήταν ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, εκεί στο αγαπημένο νησί των παιδικών της χρόνων.

Το έδερνε η αλμύρα, πρωί και βράδυ, καλοκαίρια και χειμώνες. Ένιωθε τη βουή του κύματος όταν κοιμάται, την ξυπνούσε ο ήχος της ψαρόβαρκας την ώρα της ανατολής.

Έβγαινε στο παραθύρι και αγνάντευε το γαλάζιο. Άλλοτε γυαλί, καθρέφτη, άλλοτε άγριο με άσπρα “προβατάκια” να ταξιδεύουν στα ανοιχτά.

Και μετά ξύπναγε. Ξύπναγε στο μικρό δυάρι, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας με θέα τον ακάλυπτο. Ξύπναγε και έθαβε το όνειρο κάτω από το μαξιλάρι της να το βρει πάλι το βράδυ που θα πήγαινε να ξαπλώσει.

“Μείνε εδώ” του ψιθύριζε τρυφερά “θα γυρίσω και θα σε πάρω αγκαλιά το βράδυ”. Και το όνειρο έμπαινε κάτω από το μαξιλάρι που μύριζε θάλασσα και περίμενε.

Και εκείνη να τρέχει στους δρόμους, να προλάβει το λεωφορείο και μετά το μετρό, να είναι στην ώρα της στη δουλειά. Δεκαπέντε χρόνια τώρα που δούλευε σαν βοηθός σε εκείνο το λογιστικό γραφείο δεν είχε λείψει ούτε μια μέρα, δεν είχε αργήσει να φτάσει στην ώρα της ούτε μια φορά.

Ένα καλοκουρδισμένο ρολόι η ζωή της, τηρούσε αυστηρά τα ωράρια σε κάθε τι που έκανε. Βέβαια … βέβαια δεν έκανε και πολλά. Ξύπναγε, πήγαινε στη δουλειά, γυρνούσε αργά το απόγευμα σπίτι αφού προηγουμένως περνούσε από το μίνι μάρκετ της γειτονιάς για τα απαραίτητα, μαγείρευε, έτρωγε, χάζευε στην τηλεόραση ή το Facebook και έπαιρνε μετά αγκαλιά το όνειρό της.

Η ρουτίνα της “χάλαγε” λίγο κάθε δεύτερο Σάββατο που αν έπαιζε ο κινηματογράφος καμιά καλή ταινία πήγαινε με τη μοναδική φίλη της που τη συναντούσε μόνο τότε, μιας και ζούσε στην άλλη άκρη της Αθήνας και μετά πήγαιναν για φαγητό ή για ένα ποτό στο ίδιο πάντα συμπαθητικό μπαράκι με τους ίδιους κάθε φορά θαμώνες και μετά τίποτα. Αυτό ήταν όλο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει εδώ και χρόνια, αδέρφια δεν είχε, με συγγενείς δεν κράτησε καμία επαφή.

Αυτή ήταν η ζωή της.

Δεσμό δεν είχε, Ο τελευταίος άντρας που πέρασε από τη ζωή της ήταν πριν πέντε χρόνια, ένας συνάδερφος. Έβγαιναν μήνες, έγιναν ζευγάρι και μετά εκείνος αναγκάστηκε να φύγει στο χωριό του γιατί αρρώστησε η μητέρα του.

Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Δεν τον έψαξε ποτέ.

Δεν την ένοιαξε ποτέ. Άλλωστε δεν ήταν μόνη της.

Είχε εκείνο το όνειρο να τη συντροφεύει. Εκείνο ήταν πάντα εκεί. Κάτω από το μαξιλάρι της. Την περίμενε κάθε βράδυ. Χωρίς να κάνει παράπονα, χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να την πιέζει πουθενά. Την αγκάλιαζε, και την άκουγε να του λέει πώς πέρασε την ανιαρή ημέρα της, τις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής της ρουτίνας, τι έφαγε, τι είδε, τι άκουσε και μετά όταν έκλεινε τα μάτια της την ταξίδευε εκεί, στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα και κοιμόταν γλυκά με τον ήχο των κυμάτων στα αυτιά της.

Δέκα μέρες κάθε καλοκαίρι ήταν η άδεια της. Ζούσε για αυτές τις δέκα μέρες όλο το χρόνο. Διατηρούσε ειδικό ταμείο γι΄ αυτές. Ο μισθός της ήταν μικρός, τα έξοδα της βέβαια ήταν λίγα, αλλά ήθελε αυτές οι δέκα μέρες να είναι ξεχωριστές.

Πλησίαζαν. Ο Ιούλιος είχε μπει, η ζέστη στην πόλη είχε κάνει ορατή την παρουσία της. Είχε ήδη κλείσει δωμάτιο σε εκείνο το μικρό ξενοδοχείο στο νησί της, σε εκείνο που ήταν δίπλα στη θάλασσα. Σε εκείνο από όπου μπορούσε να βλέπει το παλιό ερειπωμένο σπίτι διπλά στη θάλασσα. Εκείνο το σπίτι ήταν το σπίτι των ονείρων της. Κάποτε θα γινόταν δικό της.

Κάθε βράδυ αγκάλιαζε το όνειρο της όλο και πιο σφιχτά, κάθε βράδυ το έβλεπε να αλλάζει, να παίρνει σιγά σιγά μορφή. Κι όταν έφτασε επιτέλους η μέρα, ξύπνησε και είδε το όνειρο της δίπλα της ζωντανό. Κοιμόταν, του χάιδεψε τα μαλλιά, τα γεμάτα κοχύλια, του φίλησε τα χείλη που είχαν τη γεύση της αλμύρας, τράβηξε το σεντόνι να φανεί το γαλάζιο κορμί του και έφυγε.

Έφτασε στο νησί αργά το απόγευμα, πήγε κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Ήταν μέσα Ιουλίου, λίγος κόσμος, ησυχία. Άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα, άφησε να μπει όλη η αύρα της θάλασσας στο δωμάτιο, να γεμίσει θάλασσα.

Τακτοποίησε βιαστικά τα πράγματα της, έκανε ένα μπάνιο και κατέβηκε τρέχοντας να φτάσει κοντά της.

Έλαμπε και εκείνη και η θάλασσα. Μόλις είχε ανατείλει το φεγγάρι και η ασημένια λάμψη του καθρεφτιζόταν στα νερά της. Μαγεία! Περπατούσε μέσα στο νερό , ένιωθε τη δροσιά του και ήταν σα να έπαιρνε ζωή. Εκείνο το πρώτο βράδυ, ξέχασε να φάει, να πιει, ξέχασε σχεδόν να κοιμηθεί. Ξημερώματα ανέβηκε τρέμοντας από την πρωινή υγρασία και με πόδια μουλιασμένα από τη θάλασσα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μπροστά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και κοιμήθηκε χαμογελώντας.

Δυο τρεις ώρες μετά ξύπνησε αλαφιασμένη, ο ήλιος είχε πνίξει το δωμάτιο και εκείνη βγήκε βιαστικά στο μπαλκόνι. Είχε την αίσθηση ότι κάποιος την φώναζε. Κανείς!

Πέρασε όμορφα στο νησί, βόλτες, μπάνιο με τις ώρες, διάβασμα την παραλία με το κύμα να τη χαϊδεύει και τη μοναξιά της, αγαπημένη φίλη πια, να κάθεται πάντα δίπλα της.

Η τελευταία μέρα έφτασε και η μελαγχολία της αποχώρησης από το αγαπημένο μέρος έφτασε επίσης.

Εκείνη την ημέρα όμως η αίσθηση ότι κάποιος την φώναζε, που την είχε νιώσει την πρώτη μέρα ήταν πολύ έντονη. Κοιτούσε διαρκώς γύρω της, όλη την ώρα, μέχρι που επιτέλους τον είδε. Την κοιτούσε στα μάτια και στεκόταν εκεί ακριβώς, στην άκρη της θάλασσας. Ήταν η μορφή που είχε πάρει τ όνειρο της πριν φύγει. Ήταν ακριβώς εκεί και τη φώναζε. Τον πλησίασε, άπλωσε το χέρι του, την τράβηξε απλά, της χαμογέλασε. Η μορφή είχε το πρόσωπο του παιδικού της φίλου, του φίλου που είχε να δει χρόνια, πολλά χρόνια, και που τώρα ψιθύριζε το όνομα της, την τράβηξε και άρχισαν να τρέχουν δίπλα στη θάλασσα, όπως τότε που ήταν παιδιά.

Και πήγαιναν προς τα εκεί, που υπήρχε το ερειπωμένο σπίτι δίπλα στη θάλασσα ….

Πηγή: fylada.blogspot.gr

Προηγουμενο αρθρο
Σταυροδοσία Υποψηφίων Βουλευτών Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Κοπή πίτας Επιμελητηρίου Λευκάδας

4 Σχόλια

  1. Χρυσούλα Σκλαβενίτη
    16 Οκτωβρίου 2015 at 23:36 — Απάντηση

    Εγώ σε ευχαριστώ πολύ Νατάσα! Δεν είμαι επαγγελματίας “κειμενογράφος” και προσπαθώ να καταθέτω την ψυχή μου στις (όσες) λέξεις γράφω. Και συχνά δυσκολεύομαι πολύ να βγάλω το “μέσα” μου και να το οπτικοποιήσω. Όμως πραγματικά νιώθω πολύ όμορφα, όταν βλέπω ότι οι λιγοστές γραμμές μου συγκινούν ανθρώπους με τα ίδια ίσως βιώματα και τις ίδιες αναμνήσεις με μένα με κοινό παρανομαστή ένα νησί, το νησί μας!

  2. Νατασσα Μεσσηνη
    9 Οκτωβρίου 2015 at 09:43 — Απάντηση

    Πολυ ομορφο κείμενο Χρυσούλα. Και ναι, ταυτιζόμαστε όλοι μαζί του επειδη ειναι το σπίτι αυτο, το όνειρο της ευτυχίας που όλοι λαχταράμε. Και η δίκη μου καταγωγή ειναι απο τη Λευκαδα, απο την Καρυα συγκεκριμένα. Ίσως να έχεις ακούσει το όνομα του πατερα μου – Βασίλης Μεσσήνης ( Μπογορδας ). Ως πολιτικοί πρόσφυγες με την μητέρα μου μετα τον Εμφύλιο, γέννησαν τα παιδιά τους στη Βουλγαρία. Επαναπατρίστηκαμε στην Ελλαδα πριν πολλα χρονια. Μεγαλώσαμε με τον αδερφό μου με το όνειρο της επιστροφής μας στην πραγματική μας πατριδα – τη Λευκαδα ( αυτη ήταν το δικό μας σπίτι ¨διπλα¨ στην θάλασσα). Δεν αξιώθηκα να ζήσω εκεί, αλλα την επισκέπτομαι με κάθε ευκαιρία, εγω – το παιδί που μεγάλωσε με μια πατριδα – όνειρο για 24 χρονια… Σ ευχαριστώ για τη συγκίνηση και την πνευματικη και ψυχική απόλαυση που άντλησα απο το κείμενο σου! Να είσαι παντα καλα !

  3. Χρυσούλα Σκλαβενίτη
    27 Ιανουαρίου 2015 at 21:47 — Απάντηση

    Έχετε απόλυτο δίκιο κε Σταγιανέ!
    Προσωπικά έχω ένα σπίτι, αν όχι πάνω στη θάλασσα όπως θα το ήθελα, δίπλα στη θάλασσα , με θέα τη θάλασσα, στη Λευκάδα και το χαίρομαι πολύ λίγο.
    Και τότε ναι …. είμαι ευτυχισμένη!
    Και το σπίτι του κειμένου είναι αυτό που όλοι ψάχνουμε υποθέτω, η ευτυχία!

  4. Άγγελος Σταγιάνος
    27 Ιανουαρίου 2015 at 14:08 — Απάντηση

    Γιατί; ”Αυτό” το σπίτι, το έχω μόνιμα στο μυαλό μου, τα τελευταία 35 (σχεδόν) χρόνια της ζωής μου;
    Και δεν είναι άλλο από το σπίτι στη Γύρα, δίπλα από την ψάθινη καλύβα;
    Το 1998, κάναμε ένα σεμινάριο marketing, (με συμμετέχοντες από όλη την Ευρώπη, για λογαριασμό μεγάλης πολυεθνικής) με θέμα την ΄΄Ευτυχία΄΄!!! Όλοι έμειναν άφωνοι όταν τους έδωσα να καταλάβουν, πως ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΞΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ …ΤΙΜΗ…, παρουσιάζοντάς τους τεκμηριωμένα, το πως ο καθένας αντιλαμβάνεται την Ευτυχία!!!
    Πιστέψε με, από την Γέφυρα μέχρι τον Αη Γιάννη, υπάρχουν Όλες οι αξίες της ζωής…

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.