HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΤο τέλος του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού – το νέο βιβλίο της Δέσποινας Καλέζου

Το τέλος του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού – το νέο βιβλίο της Δέσποινας Καλέζου

(Γράφει η Αλέκα Κατσουλίδη (φιλόλογος -συγγραφέας) για το νέο βιβλίο της Δέσποινας Καλέζου: Το τέλος του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού.)

Το τέλος του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού
Σικελικά

Οι μέρες μας είναι δυσκολοδιάβατες. Οι πόλεμοι διακαώς ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα και οι πλέον έχοντες αναζητούν τρόπους να υπερβούν εαυτούς στην κατοχή και την κατακτητική μανία. Μετά την Aλαζονεία της Δύναμης (V βιβλίο του Θουκυδίδη) συνεχίζει η Δέσπω Καλέζου με Το τέλος του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού (VI, VII), τα Σικελικά. Δεν πρόκειται για μια ερμηνευτική προσέγγιση φιλολογική ή μια διανοητική εργασία, όσο μια αγωνία ψυχής να μας γνωρίσει από κοντά, τον ιστορικό, στοχαστή, και βαθύ ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη που σκοπεύει να λύσει απορίες και να λάβει απαντήσεις σε διαχρονικά και πάντα επίκαιρα ερωτήματα.

Σφοδρή επιθυμία, μετά τα τραγικά γεγονότα της Μήλου (416 π.χ.), κατέλαβε τους Αθηναίους να υποτάξουν τη Σικελία. με την αδρομερή παρουσίαση της γεωγραφικής και ιστορικής εικόνας του νησιού στόχο έχει να επισημάνει το μέγεθός του και τις δυνάμεις του και συνεπώς το παράλογο του εγχειρήματος. Αφορμή: η διένεξη Εγεσταίων- Σελινουντίων. Η αφορμή βρίσκεται ή κατασκευάζεται από τους ίδιους τους επιτιθέμενους και τότε και σήμερα, για να καλυφθούν με εύσχημες δικαιολογίες, με ωραία λόγια ανθρωπιστικά, τα ανόσια σχέδια των ισχυρών του κόσμου, επισημαίνει η Καλέζου.

Τρεις στρατηγοί: Νικίας, Αλκιβιάδης, Λάμαχος, εκθέτουν τις προσωπικές τους απόψεις, αναπτύσσοντας τα υπέρ και τα κατά της ανάληψης του πολέμου στη Σικελία.

Κατά τα λεγόμενα του Νικία με την εκστρατεία στη Σικελία θα ανοιγόταν νέο μέτωπο, και θα πύκνωναν οι τάξεις των εχθρών σε ενδεχόμενη αποτυχία τους. Αμφισβητεί τη συνθήκη στην οποία πρωτοστάτησε, σχολιάζει η Kαλέζου και υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματά του, έχουν σαθρή βάση. Σχετικά με την άποψη ότι μια διαιρεμένη Σικελία, είναι πιο επικίνδυνη από μια ενωμένη κάτω από την εξουσία των Συρακουσών, δεν αντέχει στη λογική. Μόνο το επιχείρημα σχετικά με την απόσταση, για το πώς δηλαδή θα μπορούσε να κρατηθεί σε περίπτωση που κυριαρχούσαν, αλλά κι εδώ υπάρχει μια ένσταση. Θέλει μάλλον να αποτρέψει τον ισχυρισμό ότι είναι συντηρητικός και φιλολάκωνας, γιατί αυτός ήταν ο πρωτεργάτης της ειρήνης του 421π.χ., της συμμαχίας με τη Σπάρτη.

Σε αντίθετη κατεύθυνση ενεργεί ο Αλκιβιάδης. Κατά τη γνώμη του επιβάλλεται να τους βοηθήσουν για τρεις λόγους: είναι δεσμευμένοι με όρκους, οι σύμμαχοι της Σικελίας, αν σωθούν, θα εμποδίσουν τους εχθρούς της Αθήνας να έρθουν εναντίον της και η ηγεμονία αποκτήθηκε με το να βοηθούμε όσους είχαν ανάγκη. Ο τρίτος λόγος δείχνει κατά την Καλέζου την παντοδυναμία και το γόητρο της Αθήνας απέναντι στον Νικία που υποστηρίζει ότι είναι ανάγκη να μείνουν στα κεκτημένα, μια άποψη που συμφωνεί με τη γραμμή της πολιτικής που είχε χαράξει ο Περικλής (Α΄44) που αντιτείνει ότι πρέπει συνεχώς να επεμβαίνουν, να μην είναι αδρανείς και ότι μόνο η ιμπεριαλιστική πολιτική δημιούργησε τη μεγάλη ηγεμονία τους. Είναι απόψεις, επισημαίνει η συγγραφέας που εκφράστηκαν από ακραίους δημοκρατικούς και δείχνουν την επίδραση των σοφιστών στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Μια πολιτική όπως τη χαρακτηρίζει, που υποστηρίζει το δίκαιο του ισχυρότερου όπως εκφράστηκε πριν και στο διάλογο των Μηλίων (ΣΤ΄18).

Ως νέος και παρορμητικός ο Αλκιβιάδης αποδεικνύει όλα τα δυνατά σημεία που τροφοδοτούνται από την πλουτοπαραγωγική δύναμη των Σικελών και την ευμάρεια που πιθανόν να τους προσφέρει. Η τραγωδία του νέου ανθρώπου που ορέγεται δόξες
και μεγαλεία, και αυθορμήτως διαχωρίζει τη θέση του από το κατεστημένο- γηραλέο παρελθόν, και αποδέχεται την ορμητικότητα του Αλκιβιάδη.

Μετά και τη δευτερολογία του Νικία και την αποτυχημένη απόπειρα να αποτρέψει ένα τέτοιο εγχείρημα, κι ενώ βρίσκονταν σε πυρετώδη προετοιμασία, συνέβη γεγονός αναπάντεχο: η περικοπή των Ερμών. Λαϊκές προλήψεις και δεισιδαιμονίες κυριαρχούν αυτή την ιστορική στιγμή κατά την οποία θα έπρεπε να κυριαρχεί η ορθή σκέψη και λογική (ΣΤ΄28). Αυτή την οριακή στιγμή ο Αλκιβιάδης στάθηκε υπεράνω των περιστάσεων και ζήτησε να δικαστεί πριν την εκστρατεία. Όμως επικράτησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Ανεκλήθη εκ των υστέρων κι έμεινε να διεξαχθεί η εκστρατεία από ένα Νικία αντίθετο με το εγχείρημα, νικημένο πριν νικηθεί γράφει η Καλέζου (ΣΤ΄30).

Έτσι στα μέσα του καλοκαιριού, 415 π.χ. ξεκινά η εκστρατεία στη Σικελία. Μετά την παραστατική παρουσίαση του πλήθους στον Πειραιά, ο Θουκυδίδης, μας δίνει ένα ψυχολογικό σκηνικό από ανάμεικτα συναισθήματα. Ελπίδα και θρήνος. Ελπίδα για πιθανές κατακτήσεις, θρήνος για τους κινδύνους πως ίσως να μην ξανάβλεπαν τους δικούς τους.

Ανάλογες είναι και οι προετοιμασίες στις Συρακούσες. Δεν παραλείπει ο ιστορικός να αναφερθεί και στις προσωπικότητες του Ερμοκράτη, ρήτορα, πολιτικό και στρατηγό τον οποίο θεωρεί εφάμιλλο του Περικλή, και του Αθηναγόρα με διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις, με διαφορετική πολιτική ηθική και κουλτούρα. Οι Αθηναίοι σε πλεονεκτικότερη θέση αλλά σε κατάσταση αδυνατισμένη σχετικά με τους στρατηγούς. Ο Αλκιβιάδης έχει ήδη καταφύγει στη Σπάρτη και οργανώνει το προδοτικό του σχέδιο. Η εφαρμογή του σχεδίου του, σημειώνει η Καλέζου, θα συντελέσει μαζί με τα τεράστια λάθη του Νικία, την κύρια αιτία στο να παιχτεί η μεγαλύτερη τραγωδία της Αθήνας, και να ενταφιαστεί η αλαζονεία της και η ιμπεριαλιστική της απληστία (ΣΤ΄ 93).

Η θέση των Αθηναίων ισχυροποιείται με τις νίκες τους και βάζοντας στόχο τον αποκλεισμό των Συρακουσών, αρχίζουν με την κατασκευή του κυκλικού τείχους. Άμεση ήταν η αντίδραση των Συρακουσίων αντιτάσσοντας τα δικά τους αντιτειχίσματα. Με λιτό και δραματικό τρόπο περιγράφει ο Θουκυδίδης το σκηνικό και με κομμένη ανάσα παρακολουθεί κανείς την έκβαση του πολεμικού δράματος. Η χειρότερη πράξη: ο θάνατος του Λάμαχου. Χάνουν οι Αθηναίοι ένα έμπειρο στρατηγό και το κενό είναι δυσαναπλήρωτο.

Μια ανάπαυλα που θα μπορούσε να γίνει αιτία απαγκίστρωσης από τον πόλεμο και με ευνοϊκούς όρους να πετύχουν συμφωνία εκατέρωθεν μετά την απόδοση των αιχμαλώτων και νεκρών, αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων ανεκμετάλλευτη, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους σχολιάζει η Καλέζου. Η ανερμήνευτη στάση του Νικία και η ολιγωρία των Αθηναίων να αντικαταστήσουν τον Αλκιβιάδη και το Λάμαχο, οδηγούν τα πράγματα σε αδιέξοδο, καταλήγει (ΣΤ΄102-103).
Με την ειρωνική φράση «και ουδεμίαν πω φυλακήν εποιεί το» (ΣΤ΄ 104), δίνει ο Θουκυδίδης το μέγεθος της απαράδεκτης στάσης του Νικία.

Ο Γύλιππος ικανότατος και έμπειρος στρατηγός αναδεικνύεται και ικανός διπλωμάτης, γιατί παίρνει επάνω του τις δυο προηγούμενες αποτυχίες και με την ομολογία του ανεβαίνει στην εκτίμηση των Συρακουσίων και όχι μόνο, προσπαθεί να τους ανυψώσει το ηθικό. Ενώ οι Αθηναίοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους στον κατά θάλασσαν πόλεμο έχοντας εμπιστοσύνη στη ναυτική τους δύναμη, δεν μπόρεσαν παρατηρεί κανείς με απορία, σημειώνει η Καλέζου, να αποτρέψουν τη ναυτική βοήθεια που στάλθηκε από την Ελλάδα, δεκαεπτά πλοία, όντας έτοιμοι για συνθηκολόγηση. Από την πλημμελή αντιμετώπιση της κατάστασης από τους Αθηναίους τα πράγματα αλλάζουν (Ζ΄ 7).
Διαπιστώνοντας ο Νικίας ότι δεν υπάρχει σωτηρία αποφασίζει να στείλει επιστολή, γραπτό μήνυμα, δυσπιστώντας ως προς τον αγγελιοφόρο και δεν ετοιμάζει το στρατό του για πιθανή επίθεση αλλά ακολουθώντας αμυντική πολιτική περιμένει ενισχύσεις ή ανάκληση.

Ανταποκρίνονται άμεσα οι Αθηναίοι στις απαιτήσεις και εκλέγουν τους στρατηγούς Δημοσθένη και Ευρυμέδοντα. Ο υπέρμετρος εγωισμός και η αλαζονεία της μεγάλης δύναμης δεν της επιτρέπει υποχώρηση και απόρριψη των στόχων, σχολιάζει η Καλέζου.
Η καθυστέρηση του Δημοσθένη να πλεύσει στη Σικελία, θα έχει ολέθρια αποτελέσματα. Οι Συρακούσιοι σε πλήρη πολεμική ετοιμότητα, αιφνιδιάζουν τον εχθρό, επινοούν, παγιδεύουν, εκμεταλλευόμενοι το χρόνο, και νικούν στη ναυμαχία τους Αθηναίους αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Με παραστατικότητα και δραματικότητα, περιγράφει ο ιστορικός τις αντιδράσεις και των δυο αντιπάλων. Δεν παραβλέπει τους παράγοντες, όπως θάρρος, αποφασιστικότητα, ανδρεία, αγωνιστικό φρόνημα αλλά καθοριστικό είναι γι’ αυτόν οι διανοητικοί παράγοντες: η προβλεπτικότητα,, η διορατικότητα, η επινοητικότητα, η οξυδέρκεια.

Ο Δημοσθένης μετά από μεγάλη καθυστέρηση φτάνει με 73 πλοία. Ως οξυδερκής και τολμηρός στρατηγός, συνειδητοποιεί ότι «οι καιροί ου μενετοί», και αμέσως θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του, επιλέγοντας την άμεση επίθεση. Ο αιφνιδιασμός ήταν η τακτική του Λάμαχου που δεν υπερίσχυσε πριν και κατηγορεί γι’ αυτό έμμεσα, τον Νικία. Ούτε όμως αιφνιδιασμός του Δημοσθένη έσωσε την κατάσταση. Μια νυκτομαχία ήταν αρκετή για να έχει οδυνηρές επιπτώσεις στο αθηναϊκό στρατό. Η αποκάλυψη του συνθήματος στον εχθρό, η σύγχυση που δημιούργησε το άσμα του παιάνα, και η άγνοια της περιοχής: τα αίτια κατά τον ιστορικό. Το αποτρόπαιο σκηνικό στήνεται κάτω από το λαμπερό φως της σελήνης, για να γίνει πιο χτυπητή η αντίθεση ανάμεσα στην ομορφιά που απλόχερα σκορπάει η φύση και στην ασχήμια που αντιτάσσει με την απληστία του ο ανθρώπινος νους, σχολιάζει η Καλέζου (Ζ΄ 44-45).

Για το Δημοσθένη ήρθε η ώρα της αποτίμησης του σχεδίου του: προτείνει αποχώρηση. Με ρεαλισμό και υπευθυνότητα κρίνει ότι δεν πρέπει άλλο να χρονοτριβούν. Με αδιάσειστα επιχειρήματα, πέρα από συναισθηματισμούς και φοβίες, και προ πάντων εγωισμό και προσωπικά κίνητρα, θέτει σε υψηλότερο βάθρο το συμφέρον της πατρίδας, μην υπολογίζοντας καθόλου την προσωπική του τύχη και υπόληψη (Ζ΄ 47). Το αντεπιχείρημα του Νικία ότι η κατάσταση των Συρακουσίων είναι χειρότερη και αν επιμείνουν στην πολιορκία θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική κατάσταση, όχι μόνο πειστικό δεν είναι, αλλά εντελώς αυθαίρετο και δείχνει την αδυναμία του να συλλάβει το μέγεθος της κατάστασης ή και ίσως υποκρύπτει ευσεβείς πόθους για την ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης, και απλώς υποθέτει. Οι υποθέσεις όμως δεν είναι γεγονότα, κρίνει η Καλέζου (Ζ΄48-49). Παρ’ όλα αυτά Δημοσθένης και Ευρυμέδων υποχωρούν, και ο στρατός πέφτει σε απραξία και συνακόλουθη χαλάρωση.

Καταφτάνει εν τω μεταξύ ο Γύλιππος με βοήθεια από τη Σικελία πλήρως εξοπλισμένος και αποφασίζει διμέτωπη επίθεση: κατά γην και κατά θάλασσα και τότε οι στρατηγοί των Αθηναίων «…μετεμέλοντό τε πρότερον ουκ αναστάντες…». Και συμβαίνει το αναπάντεχο: «η σελήνη εκλείπει». Οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες θα αποτελέσουν στην προκειμένη στιγμή την κύρια αιτία για το στήσιμο του πιο αποτρόπαιου σκηνικού για την αθηναϊκή δύναμη, υποστηρίζει η συγγραφέας (Ζ΄50). Εκλαμβάνεται ως κακός οιωνός και η αναχώρηση αναβάλλεται μέχρι την επόμενη σελήνη δηλαδή άλλες εικοσιεπτά μέρες. Παίρνοντας θάρρος οι Συρακούσιοι, εντείνουν την πίεση και με τη δεύτερη νίκη τους σκοτώνουν τον Ευρυμέδοντα. Η ήττα των Αθηναίων στη θάλασσα, έριξε σε απελπισία και κατάθλιψη το στρατό. Ο Θουκυδίδης υπεισέρχεται στην ψυχολογία του κάθε στρατιώτη, και μας παρουσιάζει μια αληθινή ψυχογραφία τους, κάνοντας αυτοκριτική και ανάλυση των αιτίων της συμφοράς, καταλήγει η Καλέζου.
Η κατάσταση που επικρατεί στο στρατόπεδο των Αθηναίων είναι απελπιστική σε πλήρη αντίθεση με των Συρακουσίων. Αυτή η διαφορά προδικάζει τη φοβερή πανωλεθρία που θα επακολουθήσει. Παρά την επάνδρωση πλοίων και τα σχέδια της αντιπαράθεσης διαπιστώνοντας την άσχημη ψυχολογική κατάσταση ο Νικίας προσπαθεί να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών, απευθυνόμενος στο συναίσθημα αυτή τη φορά, επισημαίνοντας ότι ο αγώνας είναι υπέρ εσχάτων, για τη ζωή τους, τη σωτηρία τους και την πατρίδα, αντιπαλεύοντας με τη συνείδησή του για τα τεράστια σφάλματα που διέπραξε με τις καθυστερήσεις του, τη θρησκοληψία και την άρνησή του να συμφωνήσει με την ορθή άποψη του Δημοσθένη για αποχώρηση (Ζ΄61,64).

Όσον αφορά στη δημηγορία του Γύλιππου κρίνει στη συνέχεια η Καλέζου, είναι συγκερασμός δημηγοριών μάλλον, και προτρεπτικός λόγος. Εκείνο που φέρνει σε συναισθηματική έκσταση και έξαρση τους στρατιώτες είναι ο χαρακτηρισμός του: Αγώνας ιερός, για υψηλά ιδανικά, για την κατοχύρωση της ελευθερίας όλης της Σικελίας και να δώσουν τον εαυτό τους και για δόξα και για υστεροφημία.

Και καταλήγει στα σχόλιά της υποστηρίζοντας, ότι η επάρκεια των υλικών μέσων δεν εξασφαλίζει πάντα τη νίκη, όσο ο ανθρώπινος παράγοντας, όταν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τη λογική του (Ζ΄66-67-68).

Μετά τις παραινέσεις και των δυο στρατηγών εκατέρωθεν, άρχισαν και οι μεν και οι δε, να επανδρώνουν τα πλοία τους. Το ταραγμένο βλέμμα του Νικία περιφέρεται ανήσυχα αντικρίζοντας την τραγική κατάσταση, τη στενότητα του χώρου, της θάλασσας και της ξηράς. Συναισθάνεται πόσο ασφυκτικά και ανελέητα έκλεισαν τα όρια της ελπίδας για νίκη και σωτηρία. Θεωρώντας ότι ειπώθηκαν ελάχιστα, συνεχίζει με τιμητική προσφώνηση στο πρόσωπο του καθένα από τους τριηράρχους με υπενθύμιση της δόξας των προγόνων επικαλούμενος τις παραδοσιακές αξίες-οικογένεια, θρησκεία, πατρίδα- που στις κρίσιμες στιγμές δρουν αποτελεσματικά στη συναισθηματική και αγωνιστική έξαρση των πολεμιστών. Εδώ παρουσιάζεται ο Νικίας να δραστηριοποιείται ασυνήθιστα-παρατηρεί η Καλέζου, σαν να τον κυνηγούν οι Ερινύες για τα απανωτά σφάλματά του (Ζ΄69).

Τα όσα περιγράφονται στα κεφάλαια 70- 71 αποτελούν κατά τον ιστορικό και φιλόσοφο J Mill αφηγηματικό αριστούργημα. Πεισματώδεις συμπλοκές, παραγγέλματα, μας δίνουν απαράμιλλες οπτικές και ακουστικές εικόνες. Η περιγραφική δεινότητα του Θουκυδίδη στρέφεται και στο χώρο της ξηράς, στους παρατεταγμένους στρατιώτες που παρακολουθούν έντρομοι τα όσα βλέπουν στην παράξενη ναυμαχία – πεζομαχία. Οι συναισθηματικές τους μεταπτώσεις, οι ψυχικές τους διακυμάνσεις βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την έκβαση των συγκρούσεων. Είναι ο χορός της αρχαίας τραγωδίας, καταλήγει σχολιάζοντας το παρόν εδάφιον η συγγραφέας, ο οποίος παρακολουθεί και συμμετέχει στα δρώμενα και συμπάσχει. Κυριαρχεί η «απόνοια» η απόγνωση, ο πανικός, οι θρήνοι (Ζ΄ 70-71)

Εξαπατημένοι από το μήνυμα του Ερμοκράτη οι Αθηναίοι, ανέβαλαν την αναχώρηση και δίνουν τον απαιτούμενο χρόνο στους Συρακουσίους για την ολοκληρωτική καταστροφή, και από αλαζόνες επιδρομείς κατάντησαν θλιβεροί λιποτάκτες, από το ανόσιο ιμπεριαλιστικό τους εγχείρημα. Εκείνο όμως, διαπιστώνει, που τους κάνει θλιβερούς και αξιολύπητους, είναι η αναγκαστική αποποίηση της ανθρωπιάς, η καταπάτηση κάθε ιερής αξίας: σκοτωμένοι μένουν άταφοι, φίλοι και συγγενείς άρρωστοι εγκαταλείπονται στην τύχη τους. Το στρατόπεδο πλημμύρισε από δάκρυα αλλά και αυτά καθώς αναφέρει επιγραμματικά ο ιστορικός, οι συμφορές τους ήταν «μείζω ή κατά δάκρυα»( Ζ΄ 75).

Η ύστατη προσπάθεια του Νικία να ενθαρρύνει και να εμψυχώσει το πεσμένο ηθικό των στρατιωτών του: μια σπαρακτική φιγούρα ενός άρρωστου και γέροντα ανθρώπου που προσπαθεί να αγγίξει τις ψυχές τους. Φέρεται σαν πραγματικός ηγέτης. Στην περίπτωση αυτή εκφράζει, σχολιάζει η Καλέζου, την κοινή πίστη των Ελλήνων, από τον Όμηρο μέχρι και την κλασική περίοδο, ότι οι θεοί φθονούν τους αλαζόνες, αυτούς που υπερβαίνουν το μέτρο, και τους τιμωρούν. Την ύβρη ακολουθεί η Νέμεσις. Όπως τιμωρήθηκαν αυτοί θα τιμωρηθούν και οι εχθροί, αν και θα διαψευστεί στη συνέχεια παρά το ότι εκτέλεσε πιστώς τα θρησκευτικά του καθήκοντα, συμπληρώνει.(Ζ΄ 76- 77). Γιατί όταν τον άνθρωπο βρουν μεγάλες και συνεχείς συμφορές σκέφτεται και δρα συναισθηματικά, ατονεί η λογική του και η κρίση του και γίνεται έρμαιο προλήψεων και δεισιδαιμονίας. Αυτό συνέβη τη δεδομένη στιγμή. Δεν επηρεάστηκε διόλου από το πνεύμα του ορθολογισμού της εποχής του, που είχε εξοβελίσει από τη σκέψη τη μοίρα, και τα πάντα γι’ αυτόν εξαρτιόνταν από τις ανθρώπινες ενέργειες, με εξαίρεση τον αστάθμητο παράγοντα.
Προσπαθεί να τους εμφυσήσει αισιοδοξία σαν να θέλει να απαλύνει τα τρομακτικά του λάθη, σημειώνει η συγγραφέας.
Έξη ημέρες από την αναχώρηση των Αθηναίων από τις Συρακούσες και οι ταλαιπωρίες τους είναι απερίγραπτες. Σεπτέμβριος του 413 π.χ. Η αντοχή τους ξεπέρασε τα όρια. Έφτασε η ώρα της παράδοσης. Προτείνουν οι Συρακούσιοι να παραδοθούν με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Παραδόθηκαν όλοι: 6000 αλλά οι Συρακούσιοι θα παραβιάσουν τα πάντα.

Μόλις ανακοίνωσαν στον Νικία ότι παραδόθηκε ο Δημοσθένης, μετά την εξακρίβωση, ανακοίνωσε στον Γύλιππο ότι είναι διατεθειμένος να συνθηκολογήσει, να αποδοθούν χρήματα στους Συρακουσίους -όσα ξόδεψαν στον πόλεμο – υπό τον όρο να αφήσει τη στρατιά ελεύθερη, πράγμα που αρνήθηκε (Ζ΄ 83).

Στον ποταμό Ασσίναρο στήνεται η πιο φρικιαστική σκηνή της σικελικής τραγωδίας. Θα σφραγιστεί με το θάνατο εκατόμβης ψυχών με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο. Αδυνατεί ο άνθρωπος να πιστέψει το απίστευτο, σχολιάζει η Καλέζου: από τη βασανιστική δίψα έπιναν ματωμένο νερό μαζί με πηλό, ενώ ταυτόχρονα οι εχθροί τους έσφαζαν. Αδύνατο να πιστέψει κανείς τον παραλογισμό του ανώτερου λογικού όντος που είναι ο άνθρωπος. Μέχρι που πολλοί αμφισβήτησαν την υπερβολική αναπαράσταση του Θουκυδίδη. Όμως η ίδια η πραγματικότητα γεννάει την υπερβολή και μόνο με την υπερβολή αποδίδεται, δικαιολογεί η συγγραφέας (Ζ΄83-84-85).

Και ολοκληρώνεται η τραγωδία με τη θριαμβευτική είσοδο, αλλά και την εγκληματική συμπεριφορά των Συρακουσίων έναντι των αιχμαλώτων που ξεπερνάει κάθε όριο ωμότητας σε βαθμό σαδιστικής εκδίκησης των νικητών.
Ο τρόπος που κάνει τον απολογισμό για τη σικελική εκστρατεία ο Θουκυδίδης, αποδεικνύει ότι τη θεωρούσε ως το μέγιστο γεγονός στην ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου, ένα «κτήμα ες αεί».

Είναι το σπάνιο φαινόμενο ενός Έλληνα που ίσως η ζωή τον ανάγκασε να σταθεί πάνω από μικρότητες και πάθη, να παρουσιάσει τα πράγματα ως φυσιοδίφης με ανάγλυφο τρόπο, σκεπτόμενος και βγάζοντας το συμπέρασμα, κατά τα ανθρώπινα: «Γι’ αυτό γράφω την ιστορία μου ώστε οι άνθρωποι να την κρατάνε δίπλα τους και να διδάσκονται απ’ αυτή, και σε κάποια στιγμή να μπορέσει να τους φωτίσει ορισμένα σημεία του παρόντος τους, που δεν είναι το δικό μου παρόν».

Αλέκα Κατσουλίδη

Προηγουμενο αρθρο
Στο «φούρνο» η χώρα έως το Σάββατο
Επομενο αρθρο
Λευκάδα η Ομηρική Ιθάκη - Του Νώντα Γαζή

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.