HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΦερνάντο Πεσσόα: Η εξομολόγηση της αβύσσου

Φερνάντο Πεσσόα: Η εξομολόγηση της αβύσσου

Ο Φερνάντο Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935, σχεδόν άγνωστος, για να αναγνωριστεί μετά θάνατον, ως ο μεγαλύτερος πορτογάλος ποιητής του 20ου αιώνα.

Σε όλη την ενήλικη ζωή του και μέχρι τον θάνατό του γράφει με κάποιες διακοπές, αλλά χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ, το Βιβλίο της ανησυχίας. Το βιβλίο αυτό γραμμένο σαν ημερολόγιο, πεντακόσια είκοσι αποσπάσματα, ατιτλοφόρητα στην μεγάλη πλειονότητά τους, είναι ο απολογισμός της καθημερινότητας, η καταγραφή των αισθήσεων, η οξύτητα της ειρωνικής σκέψης, η αναφορά σε υπαρξιακά ζητήματα, ένα εξαιρετικό βιβλίο με την μοναδική γραφή ενός από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Ελάχιστα αποσπάσματα, τα πλέον εκτενή, δημοσιεύτηκαν από τον ίδιο τον Πεσσόα σε διάφορα περιοδικά. Η πρώτη του ωστόσο συνολική έκδοση στην πορτογαλική γλώσσα μετά την αποκρυπτογράφηση των χειρογράφων, που βρέθηκαν σε ένα μπαούλο, η οποία δίνει και την πρώτη υλική υπόσταση σ’ αυτό το βιβλίο χρονολογείται το 1982, σχεδόν πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του.

Από τον Α΄ τόμο του βιβλίου αυτού (είναι δύο τόμοι το βιβλίο) εκδόσεις Εξάντας, με εξαιρετική μετάφραση από την Μαρία Παπαδήμα η οποία έχει αναλάβει την μετάφραση όλου του έργου του, σας μεταφέρω ένα κείμενο του (σελίδα 148-149).

5

95.
6Διήρκησα ώρες αγνοούμενες, διαδοχικές στιγμές χωρίς σχέση μεταξύ τους, στον περίπατο που έκανα, νύχτα στην έρημη ακρογιαλιά. Όλες οι σκέψεις που έχουν κάνει ανθρώπους να ζουν , όλες οι συγκινήσεις που οι άνθρωποι έχουν πάψει να ζουν, πέρασαν από το μυαλό μου, σαν σκοτεινή περίληψη της ιστορίας, σ’ εκείνο τον περιπατητικό στοχασμό μου στη ακρογιαλιά.

Υπέφερα μέσα μου, μαζί μου, τις προσδοκίες όλων των εποχών, και μαζί μου έκαναν περίπατο, στην ακρογιαλιά όπου ακουγόταν η θάλασσα, οι αγωνίες όλων των εποχών. Ό,τι οι άνθρωποι αγάπησαν και δεν το έκαναν, ό,τι δολοφόνησαν κάνοντάς το, ό,τι οι ψυχές υπήρξαν και κανείς δεν το είπε – από όλα αυτά δημιουργήθηκε η αισθανόμενη ψυχή μου, με την οποία έκανα περίπατο τη νύχτα στην ακρογιαλιά. Κι αυτό που εξέπληξε τον καθένα από τους εραστές σε σχέση με τον άλλο, αυτό που η γυναίκα έκρυβε ανέκαθεν από το σύζυγό της, αυτό που η μητέρα σκέφτεται για το παιδί που δεν απόκτησε, αυτό που έλαβε μορφή μόνο σ’ ένα χαμόγελο ή σε μια περίσταση, σ’ έναν καιρό που δεν ήταν αυτός ή σε μια συγκίνηση που λείπει – όλα αυτά, στον περίπατό μου στην ακρογιαλιά, ήρθαν μαζί μου και γύρισαν μαζί μου, και τα κύματα διαστρέβλωναν μεγαλόπρεπα τη μουσική υπόκρουση που μ’ έκανε να τα κοιμάμαι.

7

Είμαστε αυτοί που δεν είμαστε, κι η ζωή είναι σύντομη και θλιβερή. Ο ήχος των κυμάτων τη νύχτα είναι ένας ήχος της νύχτας. Και πόσοι δεν τον άκουσαν μέσα στην ψυχή τους, σαν τη σταθερή ελπίδα που διαλύεται στο σκοτάδι μ’ έναν υπόκωφο ήχο αφρού που σκάει στα βάθη! Πόσα δάκρυα δεν δάκρυσαν αυτοί που απέκτησαν, πόσα δάκρυα δεν έχυσαν αυτοί που πέτυχαν! Και όλα αυτά, στον περίπατο στην ακρογιαλιά, έγιναν για μένα το μυστικό της νύχτας και η εξομολόγηση της αβύσσου. Πόσοι είμαστε! Πόσοι σφάλλουμε! Ποιες θάλασσες ηχούν μέσα μας, στη νύχτα του είμαστε, μέσα από τις ακρογιαλιές που αισθανόμαστε τους εαυτούς μας στις προεκτάσεις της συγκίνησης! Αυτό που χάθηκε, αυτό που θα έπρεπε να είχαμε αγαπήσει, αυτό που αποκτήσαμε και κερδίσαμε κατά λάθος, αυτό που αγαπήσαμε και χάσαμε, και αφού το χάσαμε, είδαμε ότι το αγαπήσαμε γιατί το χάσαμε, και ότι δεν το είχαμε αγαπήσει. Αυτό που νομίζαμε ότι σκεφτόμασταν ενώ αισθανόμασταν. Αυτό που ήταν μνήμη ενώ νομίζαμε πως ήταν συγκίνηση. Και ολόκληρος ο ωκεανός, που έφτανε μέχρις εκεί, θορυβώδης και δροσερός, από το μέγα βάθος της νύχτας ολάκερης, σκορπώντας ριπές αφρού στην παραλία, ενώ έκανα το βραδινό μου περίπατο στην ακρογιαλιά…

8

Ποιός ξέρει τι σκέφτεται ή τι επιθυμεί; Ποιος σκέφτεται τι είναι για τον ίδιο του τον εαυτό; Πόσα πράγματα η μουσική υπαινίσσεται και μας γοητεύουν γιατί δεν μπορούν να υπάρξουν! Πόσα πράγματα η νύχτα μας θυμίζει και κλαίμε γιατί δεν υπήρξαν ποτέ! Σαν μια φωνή που αναδύεται από τη γαλήνη που απλώνεται πέρα για πέρα, το κύλισμα του κύματος εκρήγνυται και παγώνει και ακούγεται κάτι σαν σιελόρροια έξω στην αόρατη παραλία.

Πόσο πεθαίνω σαν τα σκέφτομαι όλα αυτά! Πόσο αισθάνομαι σαν περιπλανιέμαι έτσι άυλος και ανθρώπινος, με την καρδιά σταματημένη σαν παραλία, και όλη η θάλασσα του παντός, μέσα στη νύχτα που ζούμε, να σκάει με τα μεγάλα της κύματα κι ύστερα να παγώνει, στον αιώνιο βραδινό μου περίπατο στην ακρογιαλιά!

Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Προηγουμενο αρθρο
Προσκύνημα στη «Χώρα του Αχωρήτου»
Επομενο αρθρο
Μαθητές Γυμνασίων - Λυκείων Ν. Λευκάδας σε δράση

1 Σχόλιο

  1. nt
    1 Ιουλίου 2016 at 13:27 — Απάντηση

    Ψάχνω τον πρώτο τόμο του βιβλίου, αλλά είναι αδύνατον να το βρω, υπάρχει κάποιος τρόπος;

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.