HomeΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΦιλολογία και ανθρωπισμός – Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Φιλολογία και ανθρωπισμός – Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Χαιρετισμός εκ μέρους του Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας
Στην τελετή εγκαινίων του Συνδέσμου

Καλωσορίζουμε τον Ισπανό συγγραφέα, ελληνιστή και Πρεσβευτή του Ελληνισμού, Πέδρο Ολάγια στο νησί της Λευκάδας: που θα μπορούσε να προστεθεί-με το μυστήριο των μύθων του-ανάμνηση της μακρινής του ιστορίας, στον ατέρμονα Μυθολογικό του Άτλαντα. Τον ευχαριστούμε, γιατί με την παρουσία του εδώ, έρχεται ως πρεσβευτής της ιδέας της οικουμενικότητας του πολιτισμού μας, της οποίας, ποιητικά και φιλοσοφικά, ο Λευκαδίτης ποιητής Άγγελος Σικελιανός- συμβολή της εντοπιότητας- θεμελίωσε μια ακόμα πτυχή.

Αισθάνομαι την ανάγκη-εκ μέρους του νεοσύστατου Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας- να σας ευχαριστήσω θερμά όλους απόψε για την τιμή και τη χαρά να βρίσκεστε ανάμεσά μας –εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς, συμπολίτες μας, με όλους τους ρόλους και τις υπευθυνότητες που συγκροτούν την αλληλεγγύη της κοινωνικότητάς μας. Διαισθάνομαι, επίσης, ότι δεν πρόκειται για μια επιβαλλόμενη κοινωνική αβρότητα.

Είναι κάτι πολύ περισσότερο και ουσιαστικότερο. Διακρίνω, όχι ατεκμηρίωτα, σ’αυτή την ενθουσιώδη συμμετοχή, τη συναίνεση και γιατί όχι; τη συνοδοιπορία στο έργο που οι φιλόλογοι της Λευκάδας αποφασίζουν να επιτελέσουν. Και μάλιστα σε μέρες που μπορεί να λέγεται, αλλά περισσότερο συμβαίνει: ότι οι θεωρητικές και ειδικότερα οι ανθρωπιστικές σπουδές και η φιλοσοφία υποκύπτουν και μηδενίζονται κάτω από το imperium της νέας τεχνολογικής εποχής, ενώ γίνεται πλέον φανερό ότι αυτή η νέα ύβρις με όρους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, απαιτεί και κυοφορεί μιαν αντίσταση, έλλογη απάντηση ως αφύπνιση ανα-στοχασμού πάνω στις μοιραίες εξισορροπήσεις και τα νοήματα. Τεχνολογία προς τι; Επιστήμη προς τι; Ανάπτυξη και οικονομία, προς τι; Πολιτική, προς τι; Και εντέλει: Πολιτισμός, προς τι;

Tις απαντήσεις προσφέρουν τα ίδια τα κείμενα του κλασικού λόγου. Δυστυχώς βρισκόμαστε στην εποχή του κίβδηλου και ίσως του ασήμαντου. Ακόμα και οι επαγγελματίες προσέγγισης των κειμένων, πολλές φορές αποφαίνονται χωρίς να έχουν εντρυφήσει πάνω στα κείμενα. Και μεταφέρουν απόψεις και αξιολογήσεις χωρίς την εμπειρία της σπουδής των κειμένων. Το ίδιο ακριβώς είχαν διαπιστώσει οι Άγγλοι προκειμένου για τη μελέτη και τη φιλολογική επεξεργασία της Σαιξπηρικής ποίησης. Και το χειρότερο: η κακής ποιότητας διαμεσολάβηση. Η χρηστική, εργαλειακή φιλολογία.

Ευτυχώς όμως, και παρά την αμφισβήτηση, παράγονται ακόμη έργα υψηλής φιλολογικής ποιότητας, και διεπιστημονικών συναντήσεων αναλύσεις και ερμηνείες. Έργα που ανανεώνουν τον ενθουσιασμό μας προς ιδέες –παρακαταθήκες των κειμένων της ελληνικής ανθρωπιστικής σκέψης και που μας υποδεικνύουν-μέσα στη δίνη και τη σύγχυση της παραίτησης και της παθητικής προσαρμογής και της περιθωριοποίησης- ποια ακριβώς είναι η εικόνα μας και ποιοι οι δρόμοι προς τη διεκδίκηση της συλλογικής και ατομικής αξιοπρέπειας ή μάλλον προς την αξιοπρέπεια της διεκδίκησης. Το ερώτημα είναι: πόσοι έρχονται σε επαφή μ’αυτή την υψηλή φιλολογία και πώς αυτή μεταγλωττίζεται σε παιδαγωγικά προσφερόμενη φιλολογική γλώσσα στα μαθητικά ή τα φοιτητικά ακροατήρια. Πόσο εύκολο θα ήταν σε σύγχρονο μαθητή μας των γενικών λυκείων, ακόμα και σε υποψήφιο της θεωρητικής κατεύθυνσης και σε φοιτητή φιλοσοφικών σχολών, να απομονώσει ένα κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, που αγάπησε ιδιαίτερα, και να μιλήσει για την προσωπική του σχέση μ’αυτό;

Στο θαυμάσιο –και για το ελληνικό σχολείο-βιβλίο της Jacqueline de Romilly, Αγαπάμε τα Αρχαία Ελληνικά (εκδ. Ποταμός,2001, τίτλος πρωτοτύπου: Pour l’amour du Grec), που γράφηκε σε συνεργασία με τον διακεκριμένο επίσης Γάλλο ελληνιστή Jean-Pierre Vernant, υλοποιώντας μιαν ιδέα του εκδοτικού οίκου Bayard, ανθολογούνται οι μαρτυρίες Γάλλων επιστημόνων, καλλιτεχνών, φιλοσόφων και μαθητών των σημερινών γαλλικών λυκείων, που διδάχτηκαν αρχαία ελληνικά κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Τους ζητήθηκε να ανακαλέσουν στη σκέψη τους ένα κείμενο, του οποίου διατήρησαν μια έντονη ανάμνηση, διατυπώνοντας ταυτόχρονα ένα σχόλιο, για τη σημασία που είχε στη ζωή τους, προσανατολισμένη ενδεχομένως σε άλλους επαγγελματικούς χώρους και διαφέροντα. Ανάμεσα στις απόψεις που ανθολογούνται, χαρακτηριστική είναι εκείνη του Jacques Blamont, μέλους της γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών, στη γραπτή εξομολόγησή του με τίτλο: «Αθήνα, πατρίδα μου»:

«Σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρόνων, είμαι μαθητής της δευτέρας τάξης στο Λύκειο Αρρένων, ανάμεσα σε τριανταέξι συμμαθητές…Μέσα στην αίθουσα με το βάθρο ιερουργεί ο Jean Solier, ο καθηγητής μας των γαλλικών, των λατινικών, των αρχαίων ελληνικών. Έχω την αίσθηση ότι πετάω, σε διαρκή έξαψη, ο καλύτερος μαθητής σ’αυτά τα μαθήματα. Τόπος απ’όπου ακτινοβολεί φως λαμπρό στην πόλη και στη ζωή…Αν και έχω ξεχάσει τους Γάλλους συγγραφείς…και σχεδόν άλλο τόσο την Αινειάδα και τον Υπέρ Μίλωνος, διατηρώ πάντα την ανάμνηση από τα τρία κομμάτια που είχε αποφασίσει να καταλάβουν εξ ολοκλήρου την κύρια θέση στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών…έργα που σύντομα αποκαλύφθηκαν αληθινές βόμβες εναντίον της προπαγάνδας του στρατάρχη Πεταίν, του οποίου έχουμε ξεχάσει σήμερα την ολοκληρωτική βία: Απολογία Σωκράτους, Αντιγόνη, Πρώτος Φιλιππικός…Η ερμηνεία του κειμένου…μεταμορφωνόταν σε μάθημα πολιτικής αγωγής και ηθικής. Σιγά-σιγά οι ομοιότητες έχαναν τη σπουδαιότητά τους για να αφήσουν τη θέση τους στο αιώνιο».

Και συνεχίζει επιλέγοντας: «Αν μπόρεσα να κάνω κάτι καλό, που ελπίζω να διατηρηθεί στο μέλλον, το οφείλω στη δύναμη ψυχής που άντλησα από το ζωντανό παράδειγμα του Σωκράτους, του Σοφοκλέους, του Δημοσθένους. Σ’αυτούς οφείλω την ευθυτένεια της σπονδυλικής μου στήλης…Έχοντας αφιερώσει ουσιαστικά τις προσπάθειές μου στην εξερεύνηση του πλανήτη, μπορώ να διαβεβαιώσω πως, στο ελληνικό φως, αυτές οι προμηθεϊκές εργασίες μού φαίνονται ο θρίαμβος της λογικής πάνω στη φύση, της θέλησης της πολιτείας πάνω στους άβουλους χαρακτήρες, της τάξης πάνω στο χάος, του ολοκληρωμένου ανθρώπου πάνω στον ίδιο του τον εαυτό. Τι ευτυχία για μένα! Τι κρίμα για όσους δεν λούστηκαν σ’αυτό το φως!

Στις μέρες μας, μια ανεξέλεγκτη τεχνοκρατία, αλληλέγγυα με μια πολιτική και οικονομία που δεν προσδιορίζονται φιλοσοφικά, κατεδαφίζουν αρχές, αξίες και διακυβεύματα προγενέστερων εποχών και επιτεύξεων του πάθους προς κάτι το περισσότερο ανθρώπινο: όλα όσα στεγάζονται κάτω από την πολιτική στέγη της δημοκρατίας-της κορυφαίας πολιτικής και διανοητικής σύλληψης του ελληνικού πολιτισμού. Η Martha C. Nussbaum, συγγραφέας του βιβλίου Όχι για το κέρδος-Οι ανθρωπιστικές σπουδές προάγουν τη Δημοκρατία (εκδ. Κριτική 2013), καθηγήτρια Δικαίου και Ηθικής στο Τμήμα Φιλοσοφίας της Νομικής Σχολής του Σικάγο, διασυνδέει άμεσα την υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών με την προϊούσα έκπτωση της Δημοκρατίας.

Και φυσικά με τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα των προγραμμάτων σπουδών και την ευθυγράμμιση της εκπαίδευσης με την πραγματικότητα και τους στόχους της αγοράς. Μεταφέρω ακριβώς τις σημαντικές επισημάνσεις της: «Οι δημοκρατίες είναι προικισμένες με ισχυρές δυνάμεις ορθολογισμού και φαντασίας. Είναι επίσης επιρρεπείς σε ορισμένα σοβαρά λογικά σφάλματα, στον αναχρονισμό, στη βιασύνη, στην προχειρότητα, στον εγωισμό και στη στενότητα του πνεύματος. Η εκπαίδευση που αποσκοπεί πρωτίστως στα κέρδη στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς, μεγεθύνει αυτά τα ελαττώματα, παράγοντας την άπληστη βραδύνοια και μια τεχνικώς καλλιεργημένη ευπείθεια, που απειλούν την ίδια την επιβίωση της δημοκρατίας και είναι βέβαιο ότι εμποδίζουν την καλλιέργεια της οικουμενικότητας.

Εάν η πραγματική σύγκρουση των πολιτισμών διεξάγεται στην ψυχή κάθε ατόμου, με την πλεονεξία και τον ναρκισσισμό να συγκρούονται με τα στοιχεία του σεβασμού και της αγάπης, τότε όλες οι σύγχρονες κοινωνίες χάνουν τη μάχη, καθώς τροφοδοτούν τις δυνάμεις που οδηγούν στη βία και την απανθρωπιά και αποτυγχάνουν να καλλιεργήσουν τις αντίρροπες δυνάμεις, που ευνοούν μια κουλτούρα ισότητας και σεβασμού…»

Η υπεράσπιση των ανθρωπιστικών γραμμάτων δεν είναι συνεπώς μια συντεχνιακής φύσεως συνηγορία, ή μια αναχρονιστική εμμονή στο «βιογραφικό» μιας παρελθούσας σκέψης. Πρόκειται για μιαν αναπαλλοτρίωτη διαρκή αξία –οριακή θα λέγαμε για το μέτρο της ανθρώπινης σκέψης και τον στοχασμό –σε κάθε εποχή-πάνω στους θεμελιώδεις νόμους: της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ανθρώπινης «ευτυχίας»-στον όποιο βαθμό μπορεί να κατακτηθεί από την εναρμόνιση εξωτερικών συνθηκών(εδώ οικοδομείται η έννοια της δημοκρατίας στις ποικίλες εκφάνσεις της) με την καλλιέργεια ενός άξιου να δεχτεί την «ευτυχία» ανθρώπινου ψυχισμού. Σε κάθε αφιλοσόφητη υποχώρηση αυτής της ανθρωπιστικής σκέψης, βλέπουμε να παράγεται στη θέση του σεβασμού της ανθρώπινης οντότητας η άκριτη πολτοποίηση του ανθρώπου, στη θέση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας η παραγωγή μιας αναξιοπρεπούς υποτέλειας που ροκανίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας, στη θέση της ανθρώπινης «ευτυχίας» ως φιλοσοφικού αιτήματος, η κατασκευή της βίας και της εκβαρβάρωσης της ζωής-πέρα από κάθε έννοια της πολιτικής ηθικής με την αρχαία ελληνική σημασία.

Το αισθανόμαστε όλοι. Το ζούμε. Βίωμα καθημερινότητας, της δικής μας και των άλλων. Τι ωραία που το είχε διατυπώσει ο ποιητής (1): «Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα — ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία…Πρωθυπουργοί συναλλάσσονται με προσωπιδοφόρους, ποικίλες ομάδες καταλαμβάνουν αεροπλάνα και συλλαμβάνουν ομήρους, ενώ οι κολλεγιόπαιδες λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις με μιαν ευκολία που είναι ν’ απορείς: συν, πλην, διά, επί — άρα. Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι• καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο «άρα» και να ‘χεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το «άρα» στομώνει»;

Δεν είμαι σίγουρη αν σ’αυτό το ερώτημα οι φιλόλογοι είναι οι πιο κατάλληλοι να απαντήσουν. Είναι όμως εκείνοι που έχουν –και θα έχουν πάντα-ανοιχτό το βιβλίο σε μια σελίδα ποίησης. Και μ’αυτή τη σελίδα θα οδηγούν τη ζωή και τη σκέψη προς ό,τι οι αρχαίοι θεμελίωσαν ως ανθρωπιά. Και την κατέστησαν κτήμα όλων ες αεί. Την ανάγνωση αυτής της σελίδας ποίησης, καλείται σήμερα ο φιλόλογος και ελληνιστής Πέδρο Ολάγια να πραγματώσει…

1. Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 1992, σ. 165-166

Eκ μέρους του Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας

Η Πρόεδρος
Δρ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Προηγουμενο αρθρο
Με την άμμο παίχτηκε ένα πινγκ πονγκ
Επομενο αρθρο
Το Γυμνάσιο Νυδριού δηλώνει παρών στη διαμαρτυρία όλων των σχολείων της Λευκάδας

1 Σχόλιο

  1. Κ.Μ.
    7 Νοεμβρίου 2014 at 09:12 — Απάντηση

    Δεν θα κακολογησω για την Βιβη κλπ..αλλα θα αναλογιστω: Η ιδια και οι λοιποι… δεν νιωθουν οτι αυτη η πιεστικη πρωτοκαθεδρια των ιδιων και ιδιων προσωπων τοοοσα χρονια σ αυτα τα πανελς και τα συνεδρια και τα φωτα της ΄΄φιλολογικης΄΄δημοσιοτητας, στερουν απο καποιον αλλο συναδελφο τους -παρομοιο η κατωτερο-δε λεω- βημα παρουσιας??

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.