Ψάχνοντας για τις πατημασιές μου
Πόσες φορές δεν είχα επιθυμήσει ν’ ακολουθήσω τα βήματά μου στους δρόμους του χωριού που γεννήθηκα και μεγάλωσα…
Χρόνια το πάλευα μέσα μου. Από τη μία το άλγος του νόστου, από την άλλη η απόσταση σε συνδυασμό με την ανυπαρξία εστίας. Ροκάνιζα το χρόνο και κατέληξα να επισκεφθώ τη γενέτειρά μου μετά σαράντα χρόνια.
Βέβαια, δεν είναι και εύκολο πράγμα να πας σε ένα μέρος (ακόμη και στον τόπο που γεννήθηκες) μετά από απουσία σαράντα χρόνων. Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι ήταν σαραντάρηδες και πάνω, άλλοι έχουν αποδημήσει και άλλοι ετοιμάζονται (ζωή να ‘χουν οι άνθρωποι). Μα και στους νεότερους τα σημάδια του χρόνου και της ωρίμανσης δεν θα μου άφηναν πολλές ελπίδες να αναγνωρίσω κάποιον.
Ανάμικτα συναισθήματα χαράς, λύπης, συγκίνησης, μα και θυμού με πλημμύρισαν, για κάποιες άφρονες παρεμβάσεις στο τοπίο και την πολιτιστική ταυτότητα του χωριού…
Η πρώτη επαφή μου με το χωριό έγινε στο νεκροταφείο, είναι στην είσοδο του χωριού.
Όλους τους θυμήθηκα… στάθηκα με πολύ λύπη στους τόπους της ανάπαυσής φίλων, γνωστών ακόμα και συμμαθητών (συγκλονισμένος από τον πρόσφατο χαμό του Νιόνιου όπως και με αυτόν του Παύλου που τον έμαθα σχεδόν ταυτόχρονα).
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να χάνεις και μάλιστα πρόωρα τους ανθρώπους που μεγάλωσες και έπαιξες πάμπολλες ώρες τα παιδικά παιχνίδια μαζί. Ο θάνατος είναι φυσική συνέπεια, αλλά όταν «χαλάει η σειρά», είναι ιδιαίτερα οδυνηρό για όλους μας.
Με πρόφτασε η άτυχη στιγμή του και δεν κατάφερα δω το Νιόνιο, ποσα είχα να του θυμίσω. Σαν χτες μου φαίνεται όταν σταλμένοι από τη θεία Ακριβούλα του μπάρμπα Βασιλάκη να της φέρομε τις γίδες που ήταν δεμένες στο λιβάδι, «πέσαμε» πάνω στη συκιά του μπάρμπα Αποστόλη. όχι μόνο δεν αφήσαμε πάνω σύκο αλλά στην προσπάθειά μας να φτάσουμε και τα τελευταία στα ψηλότερα κλωνάρια τη σπάσαμε! Ο μακαρίτης (θεός σχωρέστον) μπάρμπα Αποστόλης έπαθε σοκ μόλις την αντίκρισε και μας έστειλε τον αγροφύλακα που μας έβγαλε τα σύκα ξινά. Φίλε καλή ανάπαυση.
Η χαρά μου και συγχρόνως η συγκίνηση, άπλετη, όταν αντίκρισα την ταμπέλα «Δημοτικό Σχολείο Πηγαδισάνων». Εκεί πέρασα επτά από τα καλύτερα παιδικά μου χρόνια (έξι συν ένα παραπάνω για να μάθω τα γράμματα καλύτερα ή αλλιώς για όσους δεν κατάλαβαν, επειδή (κατά τον δάσκαλο τον Ηλία) ήμουν κοφτερό σκεπάρνι).
Πόσο θύμωσα που δεν βρήκα, γιατί την χάλασαν οι κατασκευαστές του δημόσιου δρόμου, την Φραγκούλω, τη βρυσούλα εκεί στο σπίτι του μακαρίτη του Κοσμά του Γράψα. Θυμάμαι σαν χτες τις διηγήσεις του μπάρμπα Τηλέμαχου και της θείας Μαριώς (μακαρίτες) για τον μάστορα της βρύσης (τον Φραγκούλη από την Εγκλουβή). Πόσες φορές ήπιαμε νερό με τον συμμαθητή Γιάννη-Ζώη μπρος πίσω στο σχολείο (και δεν κατάφερα και εκείνον να τον βρω από τότε).
Την ίδια σχεδόν μοίρα είχαν και τα δυο πηγάδια δίπλα στο δρόμο για τους πάνω μαχαλάδες (Μαλφάτα, Παϊσάτα, Μπαλτσάτα, Καμπάτα κ.λ.π.), κι αυτά θυσιάστηκαν στο βωμό της διάνοιξης του δρόμου και μετατροπής του σε αμαξιτό.
Κρίμα γιατί και τα δύο αυτά πηγάδια μαζί με τη Φραγκούλω και τους Μάρκους ήταν πολιτιστική κληρονομιά του χωριού, και χρειάζονταν (κατά την ταπεινή μου γνώμη) αντιμετώπιση με περισσότερο σεβασμό. Θυμάμαι ακόμα τη γιαγιά μου την Αθηνά να βγάζει νερό με το σύσκλο (κουβά) και να γεμίζει το μαστέλο της.
Το χωριό μας έχει αλλάξει, οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι ή τσιμενταρισμένοι. Όμορφα σπίτια έχουν χτιστεί και παλιά έχουν ανακαινισθεί. Έγινε σχεδόν αγνώριστο. Περπατάμε αργά σήμερα αλλά και να τρέξουμε όπως τότε, δεν υπάρχει χώμα να σηκώσει κουρνιαχτό.
Ήταν το 1957 μπορεί το 1958 όταν ένα τραγικό γεγονός συντάραξε το χωριό μας και όλο το νησί. Τρία παιδιά βρήκαν τραγικό θάνατο παίζοντας με μια … χειροβομβίδα και τρία χαροπάλευαν για μέρες. Ο Ζωης, ο Σπύρος, η Άννα έχασαν τη ζωή τους. Εγώ, ο Γιώργος, η Ζωή είμαστε στους δεύτερους. Όλοι μας τραγικά θύματα ενός εμφυλίου πολέμου που ενώ είχε σχεδόν 10 χρόνια που είχε τελειώσει, πληρώναμε ακόμα τις συνέπειές του. Εμείς είμαστε οι τυχεροί, ζήσαμε, αλλά τα κατάλοιπα- ιζήματα στην ψυχή και στο σώμα μας από το γεγονός δεν έσβησαν ποτέ. Ξαναπέρασα σήμερα από το ίδιο σημείο. Όλα σχεδόν έχουν αλλάξει…
Προσπάθησα να φωτογραφήσω το σπίτι που γεννήθηκα αλλά δεν ήταν εύκολο, καθόσον οι νέοι ιδιοκτήτες άλλαξαν τα οπτικά δεδομένα… Είδα όμως καθαρά το παράθυρο από το δωμάτιο που είχα μικρός. Το περβάζι του παραθύρου ήταν το γραφείο μου τότε, εκεί έβαζα τα βιβλία μου και διάβαζα… Κι όταν ξεχνιόμουνα και κοιτούσα απέναντι, πέρα μακριά, σαν χτες το θυμάμαι…έβλεπα το δρόμο που συνέδεε τον Κάμπο, την Ακόνη, με την Καρυά. Κάθε βράδυ «μαύριζε» ο τόπος από γαϊδουράκια, άλογα και ανθρώπους ο ένας πίσω από τον άλλον να γυρίζουν από τις δουλειές στα χωράφια, ίδια με σειρά μυρμηγκιών.
Πόσο χάρηκα που είδα τους παλιούς γείτονές μου, το Μιχάλη του μπάρμπα Αποστόλη (εκείνου με τη συκιά) και τον φίλο (μα μεγαλύτερο) Κώστα τον Πατατούκο που μου θύμισε τις μέρες που περάσαμε μαζί στις οικοδομές (γιατί έκανα και αυτή την δουλειά και ας ήμουν ακόμη άγουρος) στη δούλεψη του Γιάννη του Γατσνιώρη.
Πήγα στους Μάρκους και τους βρήκα αγνώριστους, με κάποια σημάδια αξιοποίησης μα από την μετέπειτα εγκατάλειψη, τα βάτα και τα αγριόχορτα μας δυσκόλεψαν την διέλευση. Σε τίποτα δεν μου θύμισε εκείνη την πολύβοη και πολυσύχναστη βρύση, που συναντιόταν όλο το χωριό, να πάρει νερό, να ποτίσει τα ζώα, να πλύνουν τα ρούχα οι νυκοκοιράδες. Στους γάμους πάλι, όταν έπλεναν τα μαλλιά της νύφης, ήταν πανηγύρι για μας τα μικρά, μας τρατάριζαν ένα ολόκληρο λουκούμι!
Για το τέλος άφησα το μοναστήρι του Αη Γιάννη στο λιβάδι. Εκεί πήγαινα όχι μόνο το καλοκαίρι που δεν είχαμε μαθήματα, αλλά και το χειμώνα τα Σαββατοκύριακα με τις κατσίκες, από το πρωί ίσα με το δειλινό, και δεν επέστρεφα αν δεν γύριζαν χορτάτες….
Βέβαια απ’ όταν ένα καλοκαίρι είχα ανακαλύψει ανάμεσα στα χαλάσματα μία συκιά που η γεύση των σύκων προσομοίαζε με αυτή που ξέραμε όταν (σπάνια) αγοράζαμε καλαματιανά σε τσαπέλες από τον μπάρμπα Ντίνο τον Σαϊτάνη (Μικρώνη, θεός σχωρέστον), η προθυμία και η όρεξή μου να φύγω πρωί – πρωί ήταν για τους δικούς μου ανεξήγητη, μέχρις παρεξηγήσεως.
Το Μοναστήρι μεγάλο και επιβλητικό με γέμιζε δέος. Θυμάμαι μια επιγραφή (γραμμένη φαντάζομαι από τους τότε ενοίκους-καλογέρους) έγραφε: Μην το λυπάσαι το κορμί, σκληρά βασάνισέ το…
Ανάμικτα συναισθήματα ένοιωσα που είδα τον ξάδερφο το Γιώργο του μπάρμπα Νικολού, η χαρά ανακατεύτηκε με την πικρή γεύση του πρόωρου χαμού του γιου του (συγγενή μα περισσότερο παιδικού μου φίλου) Παύλου και δεν μπόρεσα σχεδόν να ψελλίσω λέξη.
Εκτός από το Γιάννη τον συνεπώνυμό μου, άλλον συμμαθητή από το δημοτικό δεν στάθηκα τυχερός να βρω. Ποιος ξέρει; Κάποια επόμενη φορά. Αν υπάρξει επόμενη…
Αργύρης Ζακυνθινός (Παΐσιος)
Δεν υπάρχουν σχόλια