HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΑπόστολος Λευκάδιος: ένας άγνωστος ζωγράφος της Λευκάδας

Απόστολος Λευκάδιος: ένας άγνωστος ζωγράφος της Λευκάδας

Ο Απόστολος Λευκάδιος γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1910. Το πραγματικό του όνομα ήταν Απόστολος Χαμοσφακίδης. Όπως διαβάσαμε, το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο «Λευκάδιος»  του το έδωσε ο φίλος του Παύλος Νιρβάνας, γνωστός λογοτέχνης και γιατρός.

(Και ομολογούμε πως αυτό το ψευδώνυμο, δυσκόλεψε πολύ την έρευνά μας μια και τα πρώτα του σκίτσα στη Λευκάδα τα υπέγραφε ως Απ. Χαμοσφακίδης.)

Όπως αναφέρει ο αείμνηστος Δήμος Μαλακάσης το 1979: «Είναι εγκατεστημένος στην Αθήνα πριν από το 1933. Πριν φύγει από την Λευκάδα ασχολούνταν με το λάδι, ζωγραφίζοντας τοπία λευκαδίτικα που τα πουλούσε. Κατασκεύαζε ταμπέλες μαγαζιών και ειδικά κουρείων, σχεδιάζοντας εκτός από τα γράμματα της επωνυμίας και παραστάσεις σχετικές με το επάγγελμα του μαγαζάτορα. Τα εκτιθέμενα προς πώληση έργα του έχουν της μυρωδιά της άρμης και του μαΐστρου, με τις σιλουέτες των Μύλων, της Γύρας, με τα ολόασπρα πανιά των τρεχαντηριών που ξεμακραίνουν στους χιμαιρικούς ορίζοντες της έμπνευσής του…»

Ο Λουκάς Ασπρογέρακας σε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα το 1982 με τίτλο «Αναμνήσεις από τον «Λευκάδιο», γράφει:

«Με τον Αποστόλη Χαμοσφακίδη το «Λευκάδιο» ζωγράφο, μέναμε στην ίδια γειτονιά γύρω στα χρόνια 1920-1930. Είχε μεγαλύτερη ηλικία από μένα. Κάπου πέντε χρόνια. Στη μνήμη μου έμεινε σαν ο πιο πρόωρα μεγαλωμένος από τους άλλους συνομήλικους. Αλλά δεν φαίνεται ότι ήταν η διαφορά ηλικίας που τον μεγάλωνε στα μάτια μου. Κάτι άλλο είχε διαφορετικό από τα παιδιά της πλατείας των δικαστηρίων που δεν μπορούσα τότε να το προσδιορίσω.

Δεν έμοιαζε να έχει όμοια με μας ενδιαφέροντα. Δεν έπαιζε, δεν αλήτευε. Μιλούσε σιγά και ήρεμα. Δεν έχανε τις ώρες του με μας τα «μικρά», όπως μας αποκαλούσε. Κι όμως. Ήταν και αυτός παιδί στην ηλικία. Το βλέπαμε. Και βλέπαμε ακόμα πως τα παιδικά δάχτυλά του, κάτι δάχτυλα μακριά, αρχοντικά, ήτανε συνέχεια πασαλιμένα με μπογιές.

Πάντοτε είχε μια γλύκα στο πρόσωπο με τα γαλανά μάτια και πάντα γελούσε. Γελούσε όμως συγκρατημένα, αλλά ωραία. Μας έλεγε ότι ζωγράφιζε και μας έδειχνε συχνά σκίτσα και χάρτες με ζωηρά χρώματα. Οι δυο μας διατηρούσαμε σαν γειτονόπουλα που είμαστε, καλές σχέσεις. Με τους άλλους συνομήλικους σαν κάτι να μην πήγαινε καλά. Δεν μπορώ να πω πως εμείς οι δύο είχαμε φιλία. Περισσότερο νομίζω μας είχε συνδέσει η φτώχεια που περνούσαμε, παρά τα λίγα κοινά ενδιαφέροντα που μπορεί να είχαμε σ΄αυτή την παιδική ηλικία.
Μου άφησε στη μνήμη την εντύπωση ότι εγώ πέντε χρόνια περίπου μικρότερός του γι΄αυτόν ήμουνα μια «φιγούρα». Μια φιγούρα αναιμική. Ήταν η εποχή που στα δέκα χρόνια μου ήμουνα ένα πεινασμένο αγρίμι. Όπως κατάλαβα μετά για το «ζωγράφο», έτσι τον λέγαμε, είχα φαίνεται μια κάποια διαφορετική αξία σαν «φιγούρα». Ήτανε ίσως γιατί φορούσα πάντοτε «αποφόρια» μπαλωμένα, είτε γιατί είχα χνούδια στα βαθουλωμένα μάγουλα

Μου μίλαγε για ζωγραφιές, προσωπογραφίες και για εικόνες και απ’ότι καταλάβαινα, τη δική του την «εικόνα» την έβλεπε διαφορετική από κείνη των άλλων συνομήλικων που δεν πεινούσαν και δεν φορούσανε αποφόρια. Προφανώς θα με έβλεπε σαν μια «ευκαιρία» για να παρουσιάσει την φτώχεια με τη δική μου εικόνα. Διαφορετικά δεν εξηγείται το γιατί διάλεξε εμένα να ζωγραφίσει. Το παρουσιαστικό μου φαίνεται, ότι έγινε πειρασμός για το δικό του ζωηρό ενδιαφέρον. Για την τέχνη και τη ζωγραφική.

Ήταν γύρω στα 1925-1926. Θυμάμαι ότι εκεί μπροστά στο σπίτι του Τσάντου, στην πλατεία των Ευκαλύπτων, ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, μου είπε: ¬Έρχεσαι, Λουκά, να σε ζωγραφίσω;… Σοβαρά στο λέω.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να του απαντήσω. Τελικά τούκανα νόημα ότι θα μ’άρεσε να δω τη φάτσα μου στο χαρτί χρωματιστή. Δεν είχα βγάλει ακόμα μέχρι τότε φωτογραφία. Μοντέλλο μου είπε θα σε κάνω.
Κι εγώ, που ούτε κατάλαβα τι εννοούσε με τη λέξη «μοντέλλο», τον ακολούθησα. Στο σπίτι του είχα πάει και άλλες φορές. Φτωχικό και κείνο όπως το δικό μας. Τίποτε το ιδιαίτερο. Μόνο χρώματα είχε στο δωμάτιό του και πινέλλα, που δεν είχα εγώ. Είχε και ζωγραφικούς καραγκιόζηδες, αυτοί μου έκαναν πιο πολύ εντύπωση. Έμεινα όρθιος περιμένοντας. Ένοιωθα πολύ μικρός. Κάθησε μου είπε και μου έδειξε μια παλιοκαρέκλα.

Εγώ, που νόμιζα ότι όρθιο με ήθελε, έμεινα απορημένος. Το κατάλαβε και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση, λέγοντάς μου να καθήσω και να κοιτάζω προς το παράθυρο. Κάθησα όπως αυτός ήθελε. Μου είπε να μη κουνιέμαι κι ότι αυτή θα ήταν η θέση μου μέχρι που να τελείωνε. Πειθάρχησα. Περισσότερο από απορία και από τον καημό μου να δω σύντομα τη φάτσα μου στο χαρτί. Θα μούκανε, είπε, το «πορτραίτο» μου…
Δεν άργησε να βάλει τις πρώτες γραμμές μ΄ένα χοντρό μαύρο μολύβι. Δούλεψε κάμποση ώρα για να ολοκληρώσει το αρχικό σχέδιο. Άξαφνα σταμάτησε και μούπε να φύγω και να γυρίσω την άλλη μέρα. Έγινε το ίδιο και την άλλη μέρα. Στην καρέκλα μου εγώ χωρίς πια τον κάποιο φόβο μη τυχόν και του χαλούσα από αδέξια κίνησή μου την τόση προσπάθειά του στη σχεδίαση. Εκείνος έμεινε αφοσιωμένος στη δουλειά του για να ολοκληρώσει το σκίτσο.

Δεν ήταν όμως και άφωνος. Όλο και κάτι γύρω από τη δουλειά του μου έλεγε, που εγώ λίγο καταλάβαινα. Αν θυμάμαι καλά, μιλούσε για «καλές τέχνες». Άλλες όμως ήτανε οι δικές μου σκέψεις. Έβλεπα ότι η δουλειά του θα έπαιρνε μέρες και για μένα που οι ώρες για το παιχνίδι ήτανε μετρημένες, άρχισε να γίνεται δυσάρεστη η υποχρέωση να μένω ακίνητος.

Αυτός το καταλάβαινε φαίνεται και τις μέρες που ακολούθησαν μίκραινε την παραμονή μου… Στο μεταξύ, στη γειτονιά μαθεύτηκε πως είχα γίνει εγώ στο ζωγράφο το «μοντέλλο». Κι εγώ, που δεν ήξερα αν ήτανε ντροπή ή καλό, απέφευγα να συζητάω γι΄αυτό. Δεν κράτησε πολύ το μαρτύριο. Μερικές μέρες.
Δεν χρειάζεται να ξανάρθεις, μου είπε. Τελείωσε. Αυτό είναι το πορτραίτο σου.

Κατάλαβα τότε πως την εικόνα μου την έλεγε πορτραίτο. Με το πινέλο στο ένα χέρι και τα χρώματα στο άλλο, έκανε 2-3 βήματα πίσω. Κοίταζε μια την εικόνα και μια το «πορτραίτο». Το συμπλήρωνε με λευκές πινελιές και μάλλον, όπως μου φάνηκε, έμεινε ευχαριστημένος από το έργο του. Κοίταξα και γω το «πορτραίτο» μου και χίλιες απορίες μπήκανε στο μυαλό μου. Εγώ είμουνα, αλλά όχι ακριβώς αυτός που έβλεπα στον καθρέφτη μας. Το αποφόρι που φορούσα με το καφέ χρώμα, το είχε κάνει με χρυσές ρίγες, χρυσή ήτανε και η κλωστή στα μπαλώματα. Έτσι μου φάνηκε ωραίο και προ παντός μου φάνηκε σαν να μην ήτανε αποφόρι και χάρηκα! Το ξανακοίταξα το πορτραίτο μου και το αγάπησα. Όμως δεν το πήρα ποτέ στα χέρια μου για δικό μου. Ο ζωγράφος το κράτησε. Το γιατί δεν μούπε κι εγώ πάλι δεν στεναχωρήθηκα που δεν μου το έδωσε…»

Ο Λευκαδίτης συλλέκτης έργων τέχνης, Αντώνης Σολδάτος, έχει παρουσιάσει έργα του ζωγράφου στην αίθουσα Τέχνης Θ. Στάμος. Ο ίδιος αναφέρει στο βιογραφικό του Λευκάδιου που παρουσιάζει στο περιοδικό «Λευκαδοτρόπιο»:

«Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με την ζωγραφική και την αγιογραφία. Το έργο του αποτελείται κυρίως από λάδια. Δημιούργησε τοπία, νεκρές φύσεις, πολεμικά (πόλεμος Αλβανίας) και σκηνές από την καθημερινή ζωή. Καλλιεργεί κυρίως έναν τύπο ακαδημαϊκό με ιμπρεσιονιστικά στοιχεία που βασίζεται στην ηρεμία, την απλότητα και τους χαμηλούς τόνους των χωμάτων. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στην τεχνοτροπία του. Δεν υπάρχει ομοιομορφία στο έργο του διαχρονικά. Μερικά έργα του, χαρακτηρίζονται από δύναμη τόσο στα χρώματα όσο και στο σχέδιο. Σε αλλά υπάρχει έντονο το λαϊκό στοιχείο. Κατά την άποψή μου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα του σε μικρές διαστάσεις αλλά και οι ακουαρέλες.

Το εύρος της δημιουργίας του είναι σχετικά μεγάλο (1935-1978), όπως μεγάλο είναι και το έργο του ποσοτικά. Κάτω από άλλες προϋποθέσεις (οικονομική ευμάρεια, κατοχή), θα μιλούσαμε για έναν πολύ μεγάλο ζωγράφο με δεδομένο το πλούσιο ταλέντο του…

Έργα του υπάρχουν σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές ατομικές εκθέσεις του στην Αθήνα,(24) και δυο αναδρομικές. Μια στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων και μια στο Δημαρχιακό Μέγαρο του Πειραιά το 1982. Υπάρχει ένα έργο του στην αίθουσα συνεδρίων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Αγιογραφίες του βρίσκονται στον Άγιο Αθανάσιο(Ψυρρή), στον Άγιο Ανδρέα(Πετράλωνα), στο παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων του πρώην Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών στην Φανερωμένη Χολαργού και αλλού.
Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 18 Οκτώβριου 1979.»

(τα τρία έργα του ζωγράφου αυτής της ενότητας είναι από την συλλογή του Αντώνη Σολδάτου. Τα φωτογραφίσαμε από το περιοδικό «Λευκαδοτρόπιο» και οι εικόνες τα αδικούν).

Όλες οι υπόλοιπες εικόνες προέρχονται από το διαδίκτυο και μάλιστα σε μικρές διαστάσεις και σίγουρα δεν είναι αντιπροσωπευτικές του έργου του.

Προηγουμενο αρθρο
Νίκη Λευκάδας: Αναμενόμενη ήττα από τον Ολυμπιακό
Επομενο αρθρο
Καλαμίτσι: αγγίζοντας τον ουρανό

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.